94/2008 ΑΠ -Αναίρεση. Πότε ιδρύεται ο εκ του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Απαράδεκτος ο λόγος αυτός στην ένδικη υπόθεση, αφού προσάπτεται πλημμέλεια για παραγνώριση αποδεικτικής αξίας πρσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων. Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, αναφορικά με την αναφορά του χρόνου λήξης της σύμβασης εργασίας, είναι αλυσιτελής, αφού τυχόν ανεπάρκεια δεν ασκούσε επιρροή για το αίτημα επιδίκασης αξιώσεων χρονικού διαστήματος πριν την έναρξη της σύμβασης. Δεν ιδρύεται ο εκ του άρθρου 559 αρ. 9 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης αν το αίτημα εξετάστηκε και απορρίφθηκε. Δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αν πρόκειται για παραβίαση δικονομικής διάταξης, όπως αυτής για την επίδειξη εγγράφων. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Πότε θεμελιώνεται η σχετική ένσταση. Καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη. Αιτιολογημένα απορρίφθηκε η αγωγή κατά το μέρος που ο ενάγων ζητούσε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας κατά το άρθρο 281 ΑΚ και να του επιδικαστούν μισθοί υπερημερίας.

94/2008 ΑΠ ( 511753)

 

(Ε7 2009/1155, 1707)

Αναίρεση. Πότε ιδρύεται ο εκ του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Απαράδεκτος ο λόγος αυτός στην ένδικη υπόθεση, αφού προσάπτεται πλημμέλεια για παραγνώριση αποδεικτικής αξίας πρσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων. Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, αναφορικά με την αναφορά του χρόνου λήξης της σύμβασης εργασίας, είναι αλυσιτελής, αφού τυχόν ανεπάρκεια δεν ασκούσε επιρροή για το αίτημα επιδίκασης αξιώσεων χρονικού διαστήματος πριν την έναρξη της σύμβασης. Δεν ιδρύεται ο εκ του άρθρου 559 αρ. 9 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης αν το αίτημα εξετάστηκε και απορρίφθηκε. Δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αν πρόκειται για παραβίαση δικονομικής διάταξης, όπως αυτής για την επίδειξη εγγράφων. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Πότε θεμελιώνεται η σχετική ένσταση. Καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη. Αιτιολογημένα απορρίφθηκε η αγωγή κατά το μέρος που ο ενάγων ζητούσε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας κατά το άρθρο 281 ΑΚ και να του επιδικαστούν μισθοί υπερημερίας. Απορρίπτεται η αναίρεση.

 

 

Αριθμός 94/2008

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

B2` Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Κολυβά, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ηλία Γιαννακάκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία και του Γραμματέα Αντωνίου Στυλιανουδάκη, για να δικάσει μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: Χ1, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη.

Της αναιρεσίβλητης: Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία “………… ..”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ……. και διόρισε στο ακροατήριο πληρεξούσιο δικηγόρο του τον Θεόφιλο Ρουμελιώτη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 29/10/2003 και 13/1/2004 αγωγές του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 182/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 694/2006 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 25/6/2006 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω και η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Γεωργία Λαλούση, ανέγνωσε την από 2/11/2007 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αναίρεσης.  Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 559 αρ. 8, 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι “πράγματα” κατά την έννοια της πρώτης από αυτές, η μη λήψη των οποίων από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, αποτελούν οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που θεμελιώνουν ή καταλύουν τη βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, ούτε τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ παραπονείται σχετικά με τον χρόνο έναρξης της σύμβασης εργασίας ότι “παρά την ύπαρξη σημαντικών αποδείξεων, εγγράφων και μαρτύρων”, έγινε δεκτό ότι προσλήφθηκε από την αναιρεσίβλητη την 1-5-2001 και όχι την 7-7-1995 που κατά τους ισχυρισμούς του προσλήφθηκε, και ότι εντεύθεν δεν διατηρούσε αξιώσεις για προηγούμενα διαστήματα απορρίπτοντας το σχετικό λόγο εφέσεως, αφού δεν εξετίμησε ορθά τα αποδεικτικά μέσα που ο αναιρεσείων είχε προσκομίσει για την απόδειξη του ισχυρισμού του ότι είχε προσληφθεί την 7-7-

  1. Ο λόγος είναι απαράδεκτος, αφού με αυτόν δεν προσάπτεται πλημμέλεια για μη λήψη υπόψη ισχυρισμού που προβλήθηκε νομότυπα, αλλά για παραγνώριση αποδεικτικής αξίας προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων. Απαράδεκτος είναι επίσης και κατά τα μέρη του που, με το πρόσχημα της αναιρετικής πλημμέλειας, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη από το δικαστήριο ουσιαστική εκτίμηση, ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων. Εξάλλου, από τη βεβαίωση στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι “από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων …….. του ενάγοντος και ……………. της εναγομένης, που εξετάστηκαν ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως αυτού, τις υπ` αριθμ. 17031, 17032, 17157, 17158/2-11-2004 και 9001-9006/19-5-2004 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν νομότυπα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 ΚΠολΔ και από όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα” προκύπτει ότι το εφετείο έλαβε υπόψη του όλα τα έγγραφα και τις ένορκες βεβαιώσεις που αναφέρει ο αναιρεσείων στον ίδιο λόγο και ως εκ τούτου δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Περαιτέρω και ο από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, διότι ενώ δέχεται ότι ο χρόνος προσλήψεως του αναιρεσείοντος είναι η 1-5-

2001 και ότι η σύμβαση εργασίας ήταν ορισμένου χρόνου, δεν εκθέτει πότε έληγε και εμμέσως δέχεται ότι η σύμβαση στην πορεία έγινε αορίστου χρόνο χωρίς τούτο να αιτιολογείται, είναι αλυσιτελής επειδή η τυχόν ανεπάρκεια δεν ασκούσε επιρροή για το συγκεκριμένο αίτημα της επιδίκασης αξιώσεων για το πριν από την 1-5-2001 χρονικό διάστημα.

 

Ο από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη, δεν ιδρύεται αν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η αίτηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε. Με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω πλημμέλεια, επειδή κατά τα εκτιθέμενα δεν εξέτασε λόγο έφεσης με τον οποίο ζητούσε την επίδειξη εγγράφων (καταστάσεις της επιθεώρησης εργασίας που η ίδια τηρούσε). Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το εφετείο εξέτασε το αίτημα για επίδειξη των εγγράφων, και το απέρριψε κατ` ουσίαν, όπως γίνεται δεκτό και στο αναιρετήριο και ο λόγος αναίρεσης ο οποίος αληθώς προσάπτει πλημμέλεια μόνο από το αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι και από τον αρ.8 του ίδιου άρθρου είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος που πλήττει την απόφαση για ανεπαρκείς αιτιολογίες είναι απαράδεκτος, διότι η επικαλούμενη πλημμέλεια αναφέρεται σε παραβίαση δικονομικής διάταξης (επίδειξη εγγράφων κατά τα άρθρα 450,451 ΚΠολΔ) και ο λόγος από τον αρ. 19 δεν ιδρύεται όταν πρόκειται για παραβίαση τέτοιας διάταξης.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής και τη θεμελίωση της απ` αυτήν ενστάσεως καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος απαιτείται η υπέρβαση των πιο πάνω ορίων που ορίζονται από τη διάταξη αυτή για την άσκηση του επιδιωκόμενου με την αγωγή δικαιώματος να είναι προφανής δηλαδή πρόδηλη και αναμφισβήτητη.

 

Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με το ζήτημα της καταχρηστικής ή όχι άσκησης του δικαιώματος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους της αναιρεσίβλητης εταιρίας δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ” Τέλος, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα δεν προέκυψε ο προβαλλόμενος με τη δεύτερη αγωγή του ενάγοντος ισχυρισμός αυτού και δη ότι η εναγομένη, όταν τον απέλυσε στις 13-11-2003 το έκανε μόνο για λόγους εκδικήσεως, επειδή αυτός αρχικά είχε προσφύγει με την από …… προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας, παραπονούμενος για την μη καταβολή σ` αυτόν των προσαυξήσεων για απασχόληση τη νύκτα, τις Κυριακές και αργίες και των επιδομάτων τριετίας, γάμου, εορτών αδείας καθώς και των αποδοχών αδείας και ακολούθως άσκησε κατ` αυτής την πρώτη από 29-10-2003 αγωγή του, αξιώνοντας τις από τις ως άνω αιτίες αποδοχές του, με συνέπεια να καθίσταται η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του άκυρη ως καταχρηστική. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ο εκπρόσωπος της εναγομένης εταιρίας ……… απώλεσε την εμπιστοσύνη που είχε στο πρόσωπο του ενάγοντος, γι` αυτό και κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω εκπρόσωπος της εναγομένης, ο οποίος είναι υπερήλικας και ασθενής, πάσχων από σακχαρώδη διαβήτη, διαπίστωσε ότι ο ενάγων σε συνεργασία με δύο άλλους ακόμα εργαζόμενους στην επιχείρησή του, επιχειρούσε να τον υποχρεώσει να αποσυρθεί από το επάγγελμά του και να τους παραχωρήσει την εν λόγω επιχείρησή του. Υπό τα δεδομένα αυτά η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος από τον εκπρόσωπο της εναγομένης, του οποίου είχε πλέον κλονιστεί η εμπιστοσύνη δεν θεωρείται καταχρηστική και για το λόγο αυτό ο εναγόμενος δεν δικαιούται για την αιτία αυτή μισθούς υπερημερίας. Από τις παραδοχές αυτές προκύπτει ότι το εφετείο εξέτασε λόγο έφεσης της αναιρεσίβλητης (και τους αρνητικούς για το λόγο αυτό ισχυρισμούς του ενάγοντος αναιρεσείοντος), τον οποίο και δέχθηκε ως κατ` ουσίαν βάσιμο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος που ζητούσε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και να του επιδικαστούν μισθοί υπερημερίας. Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση αληθώς την πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες για το ανωτέρω κρίσιμο ζήτημα της καταχρηστικότητας κατά την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Το Εφετείο όμως έχει περιλάβει στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για το ανωτέρω ζήτημα. Επομένως, ο λόγος αυτός που κατ` ορθή εκτίμηση περιέχει αιτιάσεις μόνο από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 25-6-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 694/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, το ύψος των οποίων ορίζει σε επτακόσια (700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουαρίου 2008.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                        O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Previous

2526/2009 ΜΠΡ ΑΘ – Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Πότε θεωρείται καταχρηστική. Καταβολή αποδοχών μισθωτού. Υποχρέωση του εργοδότη να εκδίδει σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας. Καταβολή του μισθού της ενάγουσας σε φάκελο, ενώ στα αντίστοιχα εκκαθαριστικά σημειώματα αναγραφόταν υψηλότερο ποσό. Απόλυση της ενάγουσας, συνεπεία αναζήτησης των επιπλέον αυτών χρηματικών ποσών που δικαιούταν νομίμως, αλλά αρνιόταν να της καταβάλει η εναγομένη. Καταχρηστική η απόλυση της ενάγουσας, η οποία δικαιούται, μεταξύ άλλων, και τις διαφορές στις δεδουλευμένες αποδοχές της βάσει της αληθούς ειδικότητάς της, ως τεχνίτριας ταπετσαρίας επίπλων, της προϋπηρεσίας της και του πτυχίου της, που είχε νομίμως γνωστοποιήσει στην εργοδότριά της. Επιδικαζόμενα ποσά. Δεν ασκείται καταχρηστικά η αξίωση της ενάγουσας για καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών της, μετά από εννέα χρόνια εργασίας της, χωρίς να αναζητήσει αυτές.