2526/2009 ΜΠΡ ΑΘ ( 615197)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Πότε θεωρείται καταχρηστική. Καταβολή αποδοχών μισθωτού. Υποχρέωση του εργοδότη να εκδίδει σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας. Καταβολή του μισθού της ενάγουσας σε φάκελο, ενώ στα αντίστοιχα εκκαθαριστικά σημειώματα αναγραφόταν υψηλότερο ποσό. Απόλυση της ενάγουσας, συνεπεία αναζήτησης των επιπλέον αυτών χρηματικών ποσών που δικαιούταν νομίμως, αλλά αρνιόταν να της καταβάλει η εναγομένη. Καταχρηστική η απόλυση της ενάγουσας, η οποία δικαιούται, μεταξύ άλλων, και τις διαφορές στις δεδουλευμένες αποδοχές της βάσει της αληθούς ειδικότητάς της, ως τεχνίτριας ταπετσαρίας επίπλων, της προϋπηρεσίας της και του πτυχίου της, που είχε νομίμως γνωστοποιήσει στην εργοδότριά της. Επιδικαζόμενα ποσά. Δεν ασκείται καταχρηστικά η αξίωση της ενάγουσας για καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών της, μετά από εννέα χρόνια εργασίας της, χωρίς να αναζητήσει αυτές. Λόγοι.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης: 2526/2009
Αριθμ. καταθ. αγωγής: 191925/4832/2008
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Ευάγγελο Στασινόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Ελένη Λαδικού.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Σεπτεμβρίου 2009, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: ……………………………………………, κατοίκου Παλλήνης Αττικής (οδ. ……………………………), η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια Δικηγόρο, Μαρία Δεληγιάννη (Α.Μ. ΔΣΑ: 4921).
Της εναγομένης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………………………………………. …..», που εδρεύει στο Πικέρμι Αττικής (…………………………………) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά των πληρεξούσιων Δικηγόρων, Αριστείδη Γουλανδρή (Α.Μ. ΔΣΑ: 24522) και Παναγιώτη Μοσχονά (Α.Μ. ΔΣΑ: 29043).
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-10-2008 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό εκθ. καταθ. δικογρ. 191925/4832/2008, προσδιορίστηκε για την παρούσα δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί, κατά το άρθρο 669 § 2 ΑΚ, δικαίωμα του καταγγέλοντος, που ασκείται με δικαιοπραξία μονομερή, απευθυντέα και, εφόσον ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, αναιτιώδη, υπό την έννοια ότι δεν απαιτείται και να αιτιολογείται από τον καταγγέλοντα. Η άσκηση του δικαιώματος προς καταγγελία υπόκειται μόνο στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, που απαγορεύει ως καταχρηστική την άσκηση κάθε δικαιώματος, όταν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Εξάλλου, η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ), όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει όμως περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν οι τυχόν επικαλούμενοι από τον εργοδότη λόγοι, που φέρονται ότι αποτέλεσαν την αιτία της καταγγελίας, είναι αναληθείς, ή πολύ περισσότερο, όταν δεν υπάρχει κάποια αιτία, αφού, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί αυτή άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε ο εργοδότης, ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε κάποια εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να έγινε για συγκεκριμένους λόγους -που οφείλει να επικαλεστεί με πληρότητα και να αποδείξει ο εργαζόμενος- εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει τα όρια, που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ [βλ. πάγια νομολογία, ΑΠ 958/2007 ΕΕργΔ 67(2008).357=ΔΕΝ 64(2008).221, ΑΠ 516/2007 ΕΕργΔ 67(2008).219, ΑΠ 362/2007 ΕΕργΔ 66(2007).1487, ΑΠ 1689/2006 ΕΕργΔ 66
(2007).1031, ΑΠ 1437/2006 ΔΕΕ 2007.1108, ΑΠ 1420/2006 ΕΕργΔ 66(2007).556, ΑΠ 704/2006 ΔΕΕ 2007.1102, ΑΠ 448/2006 ΕΕργΔ 66(2007).613=ΕλΔ 49(2008).466, ΑΠ 1901/2005 ΕΕργΔ 65
(2006).674=ΕλΔ 47(2006).1036, ΑΠ 655/2005 ΕΕργΔ 66(2007).77=ΕλΔ 47(2006).1037]. Στην περίπτωση που ο εργοδότης κατήγγειλε καταχρηστικώς τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού του, περιέρχεται σε υπερημερία (δανειστή) και υποχρεούται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 349, 350 και 656 ΑΚ, στην καταβολή μισθού [ΕφΑθ 9002/2002 ΕλΔ 45(2004).229], ο δε μισθωτός δεν υποχρεούται σε προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχτεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 69 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ προκύπτει ότι δικαστική προστασία μπορεί να ζητηθεί και για δικαίωμα κεκτημένο μεν, αλλά μη απαιτητό, δηλαδή να αξιωθεί με αγωγή και να επιδικαστεί παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο μέλλον και, συνεπώς, μπορούν να ζητηθούν αποδοχές υπερημερίας για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα έως την άρση της υπερημερίας, αφού αυτές δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας, την οποία ο εργοδότης έχει ήδη αποκρούσει με την ανωτέρω καταγγελία ή και με τη ρητή αποδοχή τους. Περαιτέρω, η άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, όταν συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της προσωπικής και επαγγελματικής υπολήψεως και αξίας του) ή που συνιστούν αδικοπραξία, μπορεί να θεμελιώσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 932, 914, 281 ΑΚ. Τέλος, η χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη στην προσωπικότητά του από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, συνίσταται στην πληρωμή ενός ορισμένου χρηματικού ποσού, που καθορίζεται από το Δικαστήριο, κατ’ εύλογη κρίση, ύστερα από εκτίμηση των συνθηκών, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή της προσωπικότητάς, του είδους, του τόπου, του χρόνου και της διάρκειας της προσβολής, του βαθμού υπαιτιότητας, του επαγγέλματος, της περιουσιακής κατάστασης και των συνθηκών ζωής των διαδίκων μερών [ΑΠ 958/2007 ό.π., ΑΠ 1730/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 542/1999 ΕλΔ 41
(2000).92, ΑΠ 161/1997 ΔΕΝ 53.763, ΕφΑθ 9326/2005 ΕΕργΔ 65(2006).1026]. ΙΙ. Κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, που απορρέει από νόμους, κανονιστικές διατάξεις, Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. και έχοντες ισχύ νόμου Κανονισμούς Επιχειρήσεων, ως προϋπηρεσία νοείται η απασχόληση του μισθωτού στον ίδιο ή σε άλλο προηγούμενο εργοδότη αντί μισθού, σε εκτέλεση συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας, κατά την οποία ο μισθωτός υπόκειται στην προσωπική εξάρτηση του εργοδότη ως προς τον τόπο, τρόπο και χρόνο της εργασίας και υποχρεούται να ακολουθεί τις εντολές του [ΑΠ 436/2004 ΕλΔ 47(2006).144]. Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν γνωστοποίησε στον εργοδότη την προϋπηρεσία του, ούτε το στοιχείο αυτό περιήλθε σε γνώση του εργοδότη κατ’ οποιοδήποτε άλλο τρόπο, δεν οφείλονται οι αυξημένες, σύμφωνα με την προϋπηρεσία του μισθωτού, αποδοχές σε αυτόν (ΑΠ 113/1998 ΔΕΝ 2000.1327). ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416, 417 παρ. 1 και 424 εδ. α’ του ΑΚ προκύπτει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, δηλαδή με εκπλήρωση της παροχής που αποτελείτο αντικείμενο της ενοχής. Ο οφειλέτης, και επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ο εργοδότης, προβαίνοντας σε καταβολή των αποδοχών, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον εργαζόμενο να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη, η οποία πρέπει να είναι αναλυτική και να αναφέρει δηλαδή τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου, καθώς και τις αιτίες καταβολής τους. Κατά το άρθρο 445 ΚΠολΔ, έγγραφα ιδιωτικά συνταγμένα σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, εφόσον η γνησιότητά τους αναγνωρίστηκε ή αποδείχτηκε, αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση που περιέχουν προέρχεται από τον εκδότη του εγγράφου, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Συνεπώς, το ιδιωτικό έγγραφο της εξοφλητικής απόδειξης παράγει πλήρη απόδειξη ότι προέρχεται από τον υπογράψαντα αυτό, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη ότι η βεβαίωση αυτή δεν είναι αληθινή, χωρίς να προσβληθεί η απόδειξη ως πλαστή. Ως προς το γεγονός όμως ότι έγινε η καταβολή, η εξοφλητική απόδειξη αποτελεί στην πραγματικότητα εξώδικη ομολογία, που εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, κατά το άρθρο 352 παρ. 2 ΚΠολΔ, και η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 354 του ιδίου Κώδικα, ανακαλείται, αν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια [ΑΠ 646/2009 ΔΕΝ 65(2009).1117]. IV. Μισθός, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 655 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 648 και 649 του ιδίου Κώδικα και 1 και 95 της ΔΣΕ, που κυρώθηκε με το νόμο 3248/1955, είναι κάθε παροχή την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Ως νόμιμος μισθός θεωρείται, όχι μόνο ο βασικός μισθός ή το ημερομίσθιο που προβλέπεται από την οικεία συλλογική σύμβαση, διαιτητική απόφαση, κλπ, αλλά και τα κάθε είδους επιδόματα, όπως λ.χ. ανθυγιεινής εργασίας, τα οποία προβλέπονται επίσης από συλλογική σύμβαση, διαιτητική απόφαση κλπ., διότι θεωρούνται και αυτά ότι αποτελούν τμήμα από τις αποδοχές του εργαζομένου, εκτός εάν υπάρχει σχετική διάταξη που να αποκλείει ρητά τον υπολογισμό τους. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 655 εδ. α’ και β’ ΑΚ, 1 § 2 του Ν. 1082/1980, 10 § 1 της ΥΑ 19040/1981, 3 § 8, 4 § 1 του α.ν. 539/1946, όπως συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 1 § 3 του ν.δ. 4547/1966 και 3 § 15 του ν.δ. 4504/1966, προκύπτει αφενός ότι στη σύμβαση εργασίας ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή εργασίας και αν υπολογίζεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, στο τέλος καθενός από αυτά, σε κάθε περίπτωση δε μόλις λήξει η σύμβαση, γίνεται απαιτητός ο μισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη, αφετέρου δε ότι τα επιδόματα εορτών καταβάλλονται το αργότερο στις 30 Απριλίου (το επίδομα Πάσχα) και 31 Δεκεμβρίου (το επίδομα Χριστουγέννων) κάθε έτους, ενώ οι αποδοχές και το επίδομα της άδειας προκαταβάλλονται κατά την έναρξη άδειας, την οποία ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει, ακόμη και αν δεν υποβληθεί σχετική αίτηση από τον μισθωτό, πριν από τη λήξη του οικείου ημερολογιακού έτους. Με τις παραπάνω διατάξεις ορίζεται σαφώς δήλη ημέρα πληρωμής όχι μόνο του μισθού (το τέλος του μήνα για τον υπολογιζόμενο κατά μήνα μισθό και σε κάθε περίπτωση ο χρόνος λήξης της σύμβασης εργασίας), αλλά και των επιδομάτων εορτών (το αργότερο μέχρι τις 30 Απριλίου και 31 Δεκεμβρίου) και, συνεπώς, με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής, ο εργοδότης γίνεται υπερήμερος και οφείλει τόκους υπερημερίας, σύμφωνα με τα άρθρα 341 και 345 του ΑΚ [ΟλΑΠ 39-40/2002 ΕΕργΔ 61(2002).1478=ΝοΒ 2003.859· βλ., περαιτέρω, πάγια νομολογία, ΑΠ 350/2004 ΕλΔ 46(2005).1480, ΑΠ 233/2004 ΕΕργΔ 63(2004).856
=ΝοΒ 2005.254, ΑΠ 1341/2002 ΕλΔ 44(2003).253, ΑΠ 1682/2001 ΕλΔ 42(2001).1308].
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 655 εδ. α’ και β’ ΑΚ, 5 παρ. 4 και 5 του α.ν. 539/1945, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 1346/1983 και 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, ειδικώς προκύπτει ότι, σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας με οποιοδήποτε τρόπο, πριν ο μισθωτός λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός αυτός δικαιούται να λάβει τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, κατά το χρόνο λύσεως της σχέσεως εργασίας, που αποτελεί δήλη ημέρα πληρωμής, από την οποία και οφείλεται τόκος υπερημερίας [ΑΠ 97/2009 ΔΕΝ 65
(2009).766]. Η ενάγουσα εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, στις 9-6-
1999, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί υπό την ειδικότητα της γαζώτριας, με πενθήμερο καθεστώς εργασίας και επί επτά (7) ώρες ημερησίως, αντί των νομίμων αποδοχών και ότι, μετά την παρέλευση διετίας από την πρόσληψή της, μετέβαλε ειδικότητα κατόπιν αποφάσεως της εναγομένης και αποδοχής της (ενάγουσας), ήτοι εργάστηκε αποκλειστικώς σε είδος ταπετσαρίας (μαξιλάρια) της βιοτεχνίας της εναγομένης, μέχρι και τις 29-7-
2008, οπότε απολύθηκε από την τελευταία. Ότι λάμβανε, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα λειτουργίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας της, αποδοχές κατώτερες των νομίμων, ήτοι σύμφωνα με την πραγματική ειδικότητά της, βάσει των οικείων Σ.Σ.Ε. της επίδικης χρονικής περιόδου και ότι υπέγραφε εξοφλητικές αποδείξεις των αποδοχών της, κατόπιν υποδείξεως της εναγομένης, οι οποίες όμως δεν αντιπροσώπευαν τα πραγματικά χρηματικά ποσά που της καταβάλλονταν, ως μισθοί (και τα οποία ήταν κατώτερα των αναγραφομένων επί των χορηγούμενων σε αυτήν εξοφλητικών αποδείξεων). Ότι, συνεπεία της καλόπιστης διεκδικήσεως των οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών της, η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας της, κατά τρόπο καταχρηστικό και συνεπώς άκυρο, υπό τις συνθήκες και περιστάσεις που ειδικότερα εκθέτει, με συνέπεια η ένδικη καταγγελία να θεωρείται ως μη γενομένη και να της οφείλονται αποδοχές υπερημερίας και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία της καταχρηστικής απολύσεώς της (η οποία συνιστά αδικοπραξία, ΑΚ 914, 281). Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ζητεί από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας της (ΑΚ 648 επ.), να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 29/7/2008 καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας της από την εναγομένη, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, το συνολικό ποσό των 31.115,32 ευρώ (ήτοι το συνολικό ποσό των 13.414,52 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών της, το συνολικό ποσό των 12.700,80 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας συνεπεία της ακύρου απολύσεως και το ποσό των 5.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίησή της, λόγω της ηθικής βλάβης που της προκλήθηκε από τις περιστάσεις της καταχρηστικής καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας της), άλλως και επικουρικώς, ήτοι σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι ήταν νόμιμη η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας της αορίστου χρόνου, το συνολικό ποσό των 18.902,92 ευρώ (ήτοι το συνολικό ποσό των 13.414,52 ευρώ για διαφορές οφειλομένων αποδοχών της, το συνολικό ποσό των 494,40 ευρώ για διαφορά αποζημίωσης απολύσεώς της και το ποσό των 5.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίησή της, λόγω της ηθικής βλάβης που της προκλήθηκε από τις περιστάσεις της άκυρης, ως καταχρηστικής, καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας της), νομιμοτόκως από τότε που έκαστο αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (δήλη ημέρα, άρθρα 341, 345, 655 ΑΚ), κατά τις ειδικότερες διακρίσεις της αγωγής της, άλλως και επικουρικώς από της επιδόσεως της αγωγής της και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδά της. Με το περιεχόμενο αυτό, η αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προκειμένου συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9 εδ. α’ έως γ’ ΚΠολΔ, 11 αρ. 7, 14 παρ. 2, 16 αρ. 2 και 25 αρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη (άρθρο 216 ΚΠολΔ), απορριπτομένων των αντιθέτων ισχυρισμών της εναγομένης περί αοριστίας και δη κατά το μέρος τους που αφορούν στην καταχρηστικότητα της ένδικης καταγγελίας, διότι κατά το λοιπά, οι ένδικοι περί αοριστίας ισχυρισμοί της εναγομένης ανάγονται στην ουσιαστική εκτίμηση της υποθέσεως.
Περαιτέρω, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις ως άνω αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 648, 679, 653, 669, 340, 346, 914 και 932 του ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ’ αριθμ. 95/1949 διεθνούς συμβάσεως «περί προστασίας του ημερομισθίου», 2 § 1 του α.ν. 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 1 ν. 1346/1983, 5 της από 26.1.1977 ΕΓΣΣΕ (ΥΑ 4943/971/1977), άρθρο 1 ν. 3302/2004, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, 1 παρ. 2 του ν. 1082/1980, 10 § 1 της ΥΑ 19040/1981, 1 και 3 του ν. 2112/1920, 1, 2 και 5 του ν. 3198/1955, 176 αρ. 1, 191 αρ. 2, 907, 908 αρ. 1 εδ. ε’ και 910 αρ. 4 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω η κρινόμενη αγωγή ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το καταψηφιστικό αντικείμενο αυτής και δη κατά το μέρος του που υπερβαίνει το ποσό των 12.000 ευρώ (βλ. άρθρ. 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 του ν. 2479/1997, σε συνδυασμό με Υ.Α. 125804/30-7-2003 Δικ/νης ΦΕΚ 1-8-2003 Β’, σε ΔΕΝ 2003.1279), η ενάγουσα προσκόμισε τα υπ’ αριθμ. 160913, 358471 και 158511 ειδικά έντυπα δικαστικών ενσήμων (αγωγόσημα σειράς Α’), με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων, ήτοι με τα επικολληθέντα ένσημα υπέρ του Τ.Π.Δ.Α. και το υπ’ αριθμ. 621352 ειδικό έντυπο ενσήμου υπέρ του Ταμείου Νομικών. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε παραδεκτώς εντός της τρίμηνης και εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 § 1 και 2 του ν. 3198/1955, αντιστοίχως, οι οποίες λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο [ΑΚ 280, βλ. ΑΠ 1518/2008 ΕλΔ 49(2008).1423, ΑΠ 1514/2008 ΝοΒ 57(2009).916, ΑΠ 2081/2007 ΝοΒ 56
(2008).923=ΕΕργΔ 67(2008).1493, καθώς και ΑΠ 277/2006 ΕλΔ 48(2007).471, ΑΠ 1256/2004 ΕλΔ 48(2007).811, ΑΠ 1217/2004 ΕΕργΔ 65(2006).335=ΕλΔ 48(2007).815, αντιστοίχως] και δη κατά τα κεφάλαιά της (αγωγής), που αφορούν αφενός στις αποδοχές υπερημερίας της ενάγουσας, συνεπεία ακύρου καταγγελίας της εργασιακής σχέσεως αυτής από την εναγομένη, αφετέρου στην επικουρική καταβολή από την εναγομένη της οφειλόμενης στην ενάγουσα αποζημίωσης απολύσεώς της, δεδομένου ότι, με επικαλούμενο από την ενάγουσα ως χρόνο καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας της, τις 29-7-2008, η επίδοση της κρινόμενης αγωγής στην εναγομένη (με την οποία ολοκληρώθηκε, κατ’ άρθρον 215 αρ. 1 ΚΠολΔ, η άσκησή της) έλαβε χώρα στις 23-10-2008, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμ. 9.060/23-10-2008 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Αντώνιου Αν. Παπαγιαννούλα.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ήτοι των …………………………………………….. (βλ. πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης) και από όλα τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα [άρθρα 106, 335, 339, 341, 432, 670 και 674 του ΚΠολΔ, τα οποία έχουν εφαρμογή και στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, βλ. σχετ. ΑΠ 1351/2003 ΕλΔ 45(2004).1037, ΑΠ 1150/2003 ΕλΔ 46
(2005).405], λαμβανομένων υπόψη, αφενός της υπ’ αριθμ. 6.872/24-9-2009 ενόρκου βεβαιώσεως του μάρτυρα της ενάγουσας, ενώπιον του Ειρηνοδίκου Αθηνών, ήτοι του ……………………. του ……….., η οποία λήφθηκε κατόπιν προηγουμένης νομίμου κλητεύσεως της εναγομένης [671 § 1 ΚΠολΔ, ΑΠ 1611/2006 ΕλΔ 47(2006).1638], ήτοι προ 24ώρου κλητεύσεως αυτής, όπως αποδεικνύεται από τη με ημερ. 22-9-2009 κλήση της ενάγουσας σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 11.895/22-9-2009 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Αντώνιου Αν. Παπαγιαννούλα, αφετέρου των υπ’ αριθμ. 6.113/23-9-2009, 6.114/23-9-
2009 και 6.115/23-9-2009 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της εναγομένης, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ……………………………………………………., ήτοι, αντιστοίχως, των …………………………………………………………………………………………………, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν προηγουμένης νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας (671 § 1 ΚΠολΔ), ήτοι προ 24ώρου κλητεύσεως αυτής, όπως αποδεικνύεται από τη με ημερ. 21-9-2009 κλήση της εναγομένης σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 6.952/22-9-2009 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Παναγιώτη Ν. Νικολόπουλου, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε, στις 9-
6-1999, από την εναγόμενη εταιρεία, η οποία εκμεταλλεύεται βιοτεχνία επίπλων στο Πικέρμι Αττικής, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως γαζώτρια της βιοτεχνίας, με πενθήμερο καθεστώς εργασίας, επί επτά (7) ώρες ημερησίως, αντί των νομίμων αποδοχών. Αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα διέθετε κατά το χρόνο προσλήψεώς της στην εναγομένη, η οποία άλλωστε απασχολεί στην βιοτεχνία της εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό και εκτελεί εμπορικές παραγγελίες μαζικής παραγωγής, δύο τριετίες συμπληρωμένες ως προϋπηρεσία στην ειδικότητα της γαζώτριας (βλ. τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των φύλλων του ασφαλιστικού βιβλιαρίου της· σύμφωνα με την παράγρ. 5 της ΔΑ 55/81 – ΥΑ 15270/81 – ΔΕΝ 1981, σελ. 612, «ο χρόνος της απασχολήσεως εις τον αυτόν ή έτερον εργοδότην του κλάδου, αποδεικνυόμενη δια πιστοποιητικού των εις ους ειργάσθησαν οι μισθωτοί εργοδοτών, και εις περίπτωσιν αδυναμίας προσκομίσεως πιστοποιητικού, δια του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του ΙΚΑ, εφόσον εξ αυτού προκύπτει η ανωτέρω προϋπηρεσία, εις περίπτωσιν δε ασκήσεως αυτοτελούς επαγγέλματος, δια βεβαιώσεως του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου ή άλλης Αρχής, βεβαιούσης τα έτη της ασκήσεως ιδίου επαγγέλματος»), που είχε γνωστοποιήσει στην εναγομένη, καθώς και ότι διέθετε πτυχίο μέσης επαγγελματικής σχολής εκπαιδεύσεως στο σχέδιο και την κοπτική (βλ. το από 8-10-1979 και με αριθμ. 6236 πτυχίο, κατόπιν ειδικών εξετάσεων, του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, σε συνδ. με το υπ’ αριθμ. 526/1-7-1978 πιστοποιητικό της Ιδιωτικής Μέσης Επαγγελματικής Σχολής σχεδίου μόδας και κοπτικής γυναικείων αμφιέσεων «……………….»), το οποίο επίσης είχε γνωστοποιήσει νομίμως στην εναγομένη (οι περί του αντιθέτου εκτιθέμενοι ισχυρισμοί της εναγομένης σχετικά με την προϋπηρεσία της ενάγουσας είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι). Η ενάγουσα εργάστηκε υπό την ως άνω ειδικότητα (γαζώτρια) επί μία διετία, οπότε, κατόπιν αποφάσεως της εναγομένης και αποδοχής της από την ενάγουσα, μετέβαλε ειδικότητα και εργαζόταν αποκλειστικά σε είδος ταπετσαρίας στην επιχείρηση της εναγομένης, ήτοι στα μαξιλάρια, όπου έκοβε τις βάτες και το «αφρολέξ», γέμιζε τα μαξιλάρια κλπ., εργασία που επίσης απαιτούσε εξιδιασμένη τεχνική εμπειρία και επαγγελματική κατάρτιση (εφόσον τα «αφρολέξ» ήταν βαρέος τύπου και τα μαξιλάρια ήταν ογκώδη και σε διάφορα σχέδια και μεγέθη, ώστε να απαιτείται και η καταβολής έντονης μυϊκής δύναμης, προκειμένου να συμπιεστούν και να στρωθούν, για να κλείσει το «φερμουάρ» τους), τις οποίες, σε κάθε περίπτωση, διέθετε η ενάγουσα, ως απόφοιτος σχολής επαγγελματικής εκπαίδευσης κοπτικής. Η αλλαγή της ειδικότητας της ενάγουσας δεν επέφερε μεταβολή των εργασιακών δικαιωμάτων της, αναφορικά με την προϋπηρεσία της στην εναγομένη, διότι ειδικώς για τους εργαζόμενους στις ταπετσαρίες επίπλων, με την ειδικότητα γαζωτή, και πέραν των εκτιθέμενων στη νομική σκέψη της παρούσας, ως προϋπηρεσία θεωρείται η διανυθείσα σε οποιονδήποτε κλάδο στην ίδια ειδικότητα (αρθρ. 3 της ΣΣΕ 20.5.96 – ΔΕΝ 1996, σελ. 706), η δε ενάγουσα εργαζόταν αδιαλείπτως στην εναγομένη ήδη από τις 9-6-1999, υπό την ειδικότητα της γαζώτριας, οπότε επακολούθησε, μετά από μία διετία, η μεταβολή της ειδικότητάς της σε αυτήν της τεχνίτριας ταπετσαρίας επίπλου. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα πληρωνόταν από την εναγομένη κάθε εβδομάδα, με ένα καθαρό ποσό, που ανερχόταν, κατά τα έτη 2002-2003, στα 127 ευρώ, κατά τα έτη 2004-2005, στα 136 ευρώ, κατά τα έτη 2006-2007, στα 160 ευρώ και κατά το έτος 2008 στα 185 ευρώ και στα 192 ευρώ, υπογράφοντας (η ενάγουσα), στο τέλος εκάστου μηνός, την εξοφλητική απόδειξη που της χορηγούσε η εναγομένη για τις συνολικές μηνιαίες αποδοχές της, χωρίς ωστόσο η εναγομένη να χορηγεί στην ενάγουσα, όπως ήταν υποχρεωμένη, και αντίγραφο της εκάστοτε εξοφλητικής απόδειξης, από το οποίο να προέκυπτε δηλαδή ο τρόπος καταβολής των μηνιαίων αποδοχών της ενάγουσας (ανά εβδομάδα) και τα ακριβή χρηματικά ποσά που η λάμβανε αυτή, ως μηνιαίες τακτικές αποδοχές της μετά των γενομένων κρατήσεων (για την υποχρέωση αυτή της εναγομένης, βλ. άρθρο 18 ν. 1082/1980, από το οποίο προκύπτει ότι οι εργοδότες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, υποχρεούνται, κατά την εξόφληση αποδοχών του προσωπικού τους, να χορηγούν εκκαθαριστικό σημείωμα, στο οποίο να απεικονίζονται, αναλυτικά, οι πάσης φύσεως αποδοχές, όπως και οι γενόμενες επ’ αυτών κρατήσεις, ενώ, σημειωτέον ότι όμοια διάταξη προστέθηκε και στο άρθρο 26 του α.ν. 1846/1951 περί ΙΚΑ, με το άρθρο 20 § 2 ν. 1469/1984. Βλ. ήδη το άρθρο 5 ν. 3227/2004, το οποίο, ομοίως, προβλέπει χορήγηση εκκαθαριστικού σημειώματος στον εργαζόμενο κατά την πληρωμή του, με αναλυτική μνεία των επιμέρους καταβαλλόμενων αποδοχών, ως και των γενομένων κρατήσεων, και ……………, Παρατηρήσεις επί των άρθρων 5 και 13 του ν. 3227/2004 περί των «εκκαθαριστικών αποδοχών» σε ΔΕΝ 60(2004).473). Αποδείχτηκε, περαιτέρω, ότι η καταβολή των μηνιαίων αποδοχών της ενάγουσας γινόταν από την εναγομένη σε φακέλους (είτε της εναγομένης, είτε τρίτων πελατών κλπ., που είχαν δηλαδή αποστείλει επιστολές στην εναγομένη), επί των οποίων αναγραφόταν χειρόγραφα το ποσό που λάμβανε η ενάγουσα και η ημερομηνία καταβολής, χωρίς όμως το συνολικό μηνιαίο ποσό που λάμβανε η ενάγουσα να ταυτίζεται εκάστοτε με τις μηχανογραφημένες εξοφλητικές αποδείξεις, που της υπεδείκνυε η εναγομένη να υπογράφει στο τέλος κάθε μήνα (βλ. τους οικείους φακέλους, όπως προσκομίστηκαν από την ενάγουσα και δεν αμφισβητήθηκαν πειστικά από την εναγομένη). Περί τις αρχές του έτους 2007, η ενάγουσα αντιλήφθηκε το ανωτέρω γεγονός, ήτοι ότι οι εξοφλητικές αποδείξεις που υπέγραφε ανέγραφαν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, ως συνολικές μηνιαίες αποδοχές της, από αυτά που πραγματικά της καταβάλλονταν, ειδικώς δε στην εξοφλητική απόδειξη μηνός Σεπτεμβρίου 2007, η ενάγουσα αντιλήφθηκε ότι, ενώ είχε λάβει ως μηνιαίες αποδοχές του αντίστοιχου μήνα για την παροχή της εξαρτημένης εργασίας της, το ποσό των 640 ευρώ, η εξοφλητική απόδειξη ανέγραφε ως «καθαρό πληρωτέο», το ποσό των 731,20 ευρώ, ήτοι 91,20 ευρώ περισσότερα (από αυτά που πράγματι είχε λάβει), με συνέπεια να αρνηθεί να υπογράψει την απόδειξη του μηνός Σεπτεμβρίου 2007. Η εναγόμενη εταιρεία, ενώ παραδέχτηκε την επίδικη μισθολογική διαφορά και την απέδωσε σε λάθος του λογιστηρίου της, ωστόσο αρνήθηκε να χορηγήσει στην ενάγουσα, κατόπιν ευλόγου αιτήματος της τελευταίας, τις εξοφλητικές αποδείξεις των προηγουμένων ετών, αποδείχτηκε δε ότι ο γιος και η κόρη του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης απάντησαν εν συνεχεία στην ενάγουσα ότι οι αποδείξεις των μηνιαίων αποδοχών της δεν ευρίσκονταν πλέον στο λογιστήριο της επιχείρησης, επειδή της είχαν «πετάξει». Αποδείχτηκε, περαιτέρω, ότι, ενόψει της ανωτέρω αντιδράσεως της ενάγουσας, επακολούθησε η καταβολή σε αυτήν από την εναγομένη του ποσού των 1.480 ευρώ (βλ. τον προσκομιζόμενο φάκελο από την ενάγουσα, όπου αναγράφεται «Αναδρομικά 2006 1.020 ευρώ, Αναδρομικά 2007 460 ευρώ, 1.480 ευρώ, Έναντι 700 ευρώ, 26/10/07»), ως «αναδρομικές» διαφορές αποκλειστικώς και μόνο των ετών 2006-2007 και όχι για τα προηγούμενα έτη, επειδή η εναγομένη αρνήθηκε ρητώς και κατηγορηματικώς ότι υπήρχαν χρηματικές διαφορές για τα λοιπά επίδικα χρονικά διαστήματα υπέρ της ενάγουσας. Η ενάγουσα εν συνεχεία, στις 27-7-2008, εξουσιοδότησε το σύζυγό της, επειδή η ίδια δεν είχε πλέον την ψυχική αντοχή για να ζητήσει εκ νέου τις δεδουλευμένες αποδοχές της και εφόσον είχαν προηγηθεί επανειλημμένες προφορικές οχλήσεις της στην εναγομένη (βλ. την ένορκη κατάθεση του συζύγου της στο ακροατήριο, η οποία κρίνεται σαφής, αταλάντευτη και πειστική, σε αντίθεση με την αντίστοιχη της μάρτυρος της εναγομένης, η οποία κρίνεται μη ειλικρινής και αντιφατική), προκειμένου να μεταβεί στα γραφεία της εναγομένης και να θέσει υπόψη αυτής τις διαφορές των δεδουλευμένων αποδοχών της ενάγουσας, σύμφωνα με τις οικείες ΣΣΕ, ο δε σύζυγος της ενάγουσας πράγματι προσήλθε στα γραφεία της εναγομένης για την εξεύρεση λύσεως, στις 28-7-
2007, πλην όμως η εναγομένη, χωρίς να δεχτεί να συζητήσει μαζί του (βλ. την ένορκη κατάθεσή του, τα περί του αντιθέτου εκτιθέμενα από την εναγομένη περί της συμπεριφοράς του συζύγου της ενάγουσας στα γραφεία της, την ανωτέρω ημεροχρονολογία, κρίνονται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα και χωρίς, σε κάθε περίπτωση, να προβάλλονται λυσιτελώς για την απόκρουση των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας), προέβη αυθημερόν στην προφορική απόλυση της ενάγουσας και την αμέσως επόμενη ημέρα, ήτοι στις 29-7-2008, (προέβη) στην έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας της ενάγουσας, καταβάλλοντάς της ως αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 1.269,60 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω διαδοχικών πρακτικών της εναγομένης και των εύλογων αμφιβολιών που προκλήθηκαν στην ενάγουσα, τόσο σχετικά με τον τρόπο καταβολής των αποδοχών της από την εναγομένη, η οποία σημειωτέον συνιστά ανώνυμη εταιρεία, όσο και του ακριβούς ύψους των αποδοχών, που πράγματι έπρεπε να λαμβάνει και αυτών που της καταβάλλονταν, η ενάγουσα προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, όπου ζήτησε από την εναγομένη τις διαφορές των δεδουλευμένων αποδοχών της (βλ. την από 30-9-2008 αίτησή της στην Επιθεώρηση Εργασίας). Στην εξωδικαστική συζήτηση της ένδικης διαφοράς ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, επί της οποίας συντάχθηκαν τα υπ’ αριθμ. 358/1-10-2008 και 360/3-10-
2008 δελτία εργατικής διαφοράς του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης Παλλήνης, επισημάνθηκε στην εναγομένη ότι εφαρμοστέες ως προς τις αποδοχές της ενάγουσας, ως εκ του είδους της παρεχόμενης εργασίας της, ήταν οι ΣΣΕ των επιχειρήσεων ξύλου, ενώ από την πλευρά της εναγομένης (η οποία παραστάθηκε διά των λογιστών της επιχειρήσεώς της) προβλήθηκε αντιφατικώς αφενός ότι η ενάγουσα εκτελούσε «περιστασιακά» χρέη βοηθού ταπετσέρη (χωρίς όμως η εναγομένη να εξηγήσει και το ύψος των μηνιαίων αποδοχών της, που υπολογίζονταν σε εργασία γαζώτριας και μάλιστα για λιγότερες ώρες από τις πραγματοποιούμενες από την ενάγουσα, ήτοι 6 αντί για 7), αφετέρου ότι επρόκειτο να επακολουθήσει λογιστικός έλεγχος των αποδοχών της τελευταίας πενταετίας της ενάγουσας, προκειμένου να ερευνηθεί η βασιμότητα των αιτιάσεών της. Τελικώς, η εναγομένη αρνήθηκε ότι υφίστανται διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών (βλ. την προσκομιζόμενη απάντηση της εναγομένης προς την Επιθεώρηση Εργασίας). Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα διατηρεί βάσιμα σε βάρος της εναγομένης απαιτήσεις από διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών της, βάσει της πραγματικής ειδικότητάς της, ως τεχνίτριας ταπετσαρίας επιχειρήσεως ξύλου, υπό την οποία εργάστηκε στην εναγομένη, ήδη από το έτος 2001, καθώς και ότι η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας της, στις 29-7-2007, από την εναγομένη, έγινε κατά τρόπο καταχρηστικό, ήτοι άκυρο και θεωρείται για το λόγο αυτό ως μη γενομένη (281, 174 και 180 ΑΚ), δεδομένου ότι η ενάγουσα απέδειξε ότι απολύθηκε από την εναγομένη μόλις διεκδίκησε τις διαφορές των δεδουλευμένων αποδοχών της, σύμφωνα με τα ανωτέρω και αφού εξουσιοδότησε το σύζυγό της, όπως είχε κάθε δικαίωμα προς τούτο, να διευθετήσει τις οικονομικές διαφορές της με την εναγομένη, καθώς και επειδή ζήτησε από την εναγομένη την εφαρμογή των οικείων ΣΣΕ, σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού και αμοιβής της παρεχόμενης εξαρτημένης εργασίας της, αντί των ΕΓΣΣΕ των επιμέρους χρονικών διαστημάτων, τις οποίες εφάρμοζε η εναγομένη για την ενάγουσα και μάλιστα υπό την ειδικότητα της γαζώτριας [για το ότι οι ισχύουσες κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ΕΓΣΣΕ, καθορίζουν τα ημερομίσθια ασφαλείας και εφαρμόζονται μόνο όταν οι όροι αμοιβής και εργασίας των οικείων ΣΣΕ είναι δυσμενέστεροι, βλ. αντί πολλών, ΑΠ 1405/2006 ΕΕργΔ 66(2007).405] και αφού προηγουμένως είχαν λάβει χώρα σε βάρος της ενάγουσας κατάφωρες παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας (μη χορήγηση αναλυτικών εξοφλητικών αποδείξεων των μηνιαίων αποδοχών της, τμηματική καταβολή κατώτερων των νομίμων αποδοχών που δικαιούτο να λαμβάνει, σύμφωνα με την παρεχόμενη εργασία της και την ειδικότητά της, άρνηση της εναγομένης, παρά το χαρακτήρα της ως ανωνύμου εταιρείας, να της χορηγήσει αντίγραφα των εξοφλητικών αποδείξεων που ισχυρίστηκε ότι δεν είχε στην κατοχή της και δη στο λογιστήριό της, καταβολή αναδρομικών αποδοχών ετών 2006-2007, χωρίς εξοφλητική απόδειξη και χωρίς επεξήγηση από την εναγομένη σε ποιες ακριβώς ένδικες απαιτήσεις της ενάγουσας αφορούσαν). Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη, υπό την ειδικότητά της ως τεχνίτριας ταπετσαρίας επίπλων βιοτεχνίας (η οποία διέθετε τεχνική εξειδίκευση, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, διότι από το Μάρτιο του 2002 είχε ήδη συμπληρώσει 4 τριετίες προϋπηρεσία και είχε πτυχίο ειδικής τεχνικής Επαγγελματικής Σχολής του οικείου κλάδου, πρβλ. αρθρ. 5 της από 30.7.90 ΣΣΕ – ΔΕΝ 1990, σελ. 1029) και με βάση το πενθήμερο καθεστώς εργασίας της επί επτά (7) ώρες ημερησίως (κατά το άρθρο 2 παράγρ. 1 της από 29.12.80 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου, που κυρώθηκε με το Ν. 1157/81, κατά τη διαδικασία του Ν. 3299/55 «περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών εργατικών διαφορών εργασίας κλπ.», προκειμένου περί μισθωτών υπαγομένων στο νόμο αυτό, πλην μισθωτών του δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, δύναται να καθιερώνεται σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας πέντε εργασίμων ημερών, άνευ μειώσεως του κατά περίπτωση ισχύοντος ή εφαρμοζομένου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας. Σε εφαρμογή δε της παραπάνω διατάξεως, με την από 18.4.1984 ΣΣΕ που καταρτίσθηκε μεταξύ του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Βιοτεχνικών Σωματείων επεξεργασίας ξύλου, της Ομοσπονδίας Οικοδόμων και συναφών επαγγελμάτων ξύλου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β’ 329) με την 15318/25.5.84 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, ως και την 43/87 απόφαση του ΔΔΔΔ Αθηνών, καθιερώθηκε πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία για τους εργατοτεχνίτες που απασχολούνται σε επιχειρήσεις επεξεργασίας και κατεργασίας ξύλου, βλ. ΑΠ 950/2004 ΔΕΝ 2005.25), τα κάτωθι χρηματικά ποσά, ως διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών της, ετών 2003-2007, με βάση ημερομίσθιο έγγαμης τεχνίτριας με 6ετή προϋπηρεσία της ως γαζώτριας, κατά το χρόνο προσλήψεώς της από την εναγομένη, αλλά και διετούς προϋπηρεσίας στην τελευταία, επίσης ως γαζώτριας, συνυπολογιζόμενου του επιδόματος 5% επί του βασικού ημερομισθίου της, διότι κατείχε τίτλο σπουδών πιστοποιημένο από δημόσιο φορέα εκπαιδευτικού ιδρύματος (4) εξαμήνων φοίτησης, το οποίο (επίδομα σπουδών) από το έτος 2006, ανήλθε σε ποσοστό 10% (σημειωτέον ότι η ενάγουσα είχε συμπληρώσει το Μάρτιο του 2002 τέσσερις τριετίες προϋπηρεσία, το Μάρτιο 2005 την πέμπτη τριετία και το Μάρτιο 2008 την έκτη τριετία): Για το έτος 2003, σύμφωνα με την από 28-5-2003 Σ.Σ.Ε. (ΔΕΝ 2003 τεύχος 1407 σελ. 946, Υποχρεωτική από 12.6.2003, ΥΑ 15737/2.9.2003) «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται στην επεξεργασία και Κατεργασία Ξύλου και Ναυπηγοξυλουργών όλης της Χώρας», σύμφωνα με το άρθρο 1 της οποίας, στο ρυθμιστικό της πεδίο υπάγονται και οι εργαζόμενοι στις ταπετσαρίες επίπλων, το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των (28,03 ευρώ βασικό ημερομίσθιο συν 4 τριετίες Χ 5%=5,61 ευρώ συν 2,80 ευρώ επίδομα γάμου, συν 1,40 ευρώ επίδομα τίτλου σπουδών=37,84 ευρώ και 4,73 ευρώ ωρομίσθιο Χ 7 ώρες που εργαζόταν=)33,11 ευρώ. Λάμβανε ημερομίσθιο 26,42 ευρώ και από 1-3-2003 ποσό 30,81 ευρώ, πραγματοποίησε δε 291 ημέρες εργασίας (23+ 22 +22 +24 +26 +
23 +26 +26 +25 +24 +25 +25 αντίστοιχα) και έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (607,66 +581,24 +677,82 +481,40, ως επίδομα εορτών Πάσχα +739,44 +801,06 +708,63 +
801,06 + 400,53, ως επίδομα αδείας +770,25 +739,44 +724,04 +770,25 +802,34 ως επίδομα εορτών Χριστουγέννων=)10.406,22 ευρώ. Δικαιούται, επομένως, να λάβει τη διαφορά των (291 ημέρες εργασίας Χ 33,11 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=9.635,01 ευρώ συν 517,34 ευρώ, συνυπολογιζομένης της αδείας της, για επίδομα εορτών Πάσχα 2003 συν 496,65 ευρώ για επίδομα αδείας 2003 συν 862,23 ευρώ, συνυπολογιζομένης της αδείας της, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2003=11.511,23 ευρώ-10.406,22 ευρώ που έλαβε=)1.105,01 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 έως 30-6-2004, σύμφωνα με την από 21.6.2004 ΣΣΕ «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται στην επεξεργασία και Κατεργασία Ξύλου και των Ναυπηγοξυλουργών όλης της Χώρας» (ΔΕΝ 2004, τεύχος 1431 σελ. 1063, Υποχρεωτική από 29.6.2004, ΥΑ 12376/22.7.2004 – ΦΕΚ 1200, τεύχος Β` της 4.8.2004), το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των (29,15 ευρώ βασικό ημερομίσθιο συν 4 τριετίες Χ 5%=5,83 ευρώ συν 2,92 ευρώ επίδομα γάμου, συν 1,45 ευρώ επίδομα τίτλου σπουδών=39,35 ευρώ και 4,92 ευρώ ωρομίσθιο Χ 7 ώρες που εργαζόταν=)34,44 ευρώ. Λάμβανε ημερομίσθιο 30,81 ευρώ, πραγματοποίησε 143 ημέρες εργασίας (24+ 23 +26 +23 +25 +22, αντίστοιχα) και έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (739,44 +708,63 +801,06 +
481,40 για επίδομα εορτών Πάσχα 2004 +708,63 +770,25 +677,82=)4.887,23 ευρώ. Δικαιούται, επομένως, να λάβει τη διαφορά των (143 ημέρες εργασίας Χ 34,44 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=
4.924,92 ευρώ συν 538,12 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα 2004=5.463,04 ευρώ-4.887,23 ευρώ που έλαβε=)575,81 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-7-2004 έως 31-12-2004, σύμφωνα με την ως άνω από 21.6.2004 ΣΣΕ, το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των (29,88 ευρώ βασικό ημερομίσθιο συν 4 τριετίες Χ 5%=5,98 ευρώ συν 2,99 ευρώ επίδομα γάμου, συν 1,49 ευρώ επίδομα τίτλου σπουδών=40,34 ευρώ και 5,04 ευρώ ωρομίσθιο Χ 7 ώρες που εργαζόταν=)36,29 ευρώ. Λάμβανε ημερομίσθιο 30,81 ευρώ, πραγματοποίησε 150 ημέρες εργασίας (23 +27 +24 +25 +26 +25, αντίστοιχα) και έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (708,63 +831,87 +400,53 για επίδομα αδείας +739,44 +770,25 +801,06 +802,34 +801,06=)
5.855,18 ευρώ. Δικαιούται, επομένως, να λάβει τη διαφορά των (150 ημέρες εργασίας Χ 36,29 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=5.443,50 ευρώ συν 544,35 ευρώ για επίδομα αδείας 2004 +945,04 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2004 2004=6.932,89 ευρώ-4.887,23 ευρώ, που έλαβε=)
1.077,71 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 31-3-2005, σύμφωνα με την από 14.4.2005 Σ.Σ.Ε «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται στην επεξεργασία και Κατεργασία Ξύλου και Ναυπηγοξυλουργών όλης της Χώρας» (ΔΕΝ 2005, τεύχος 1449 σελ. 638, Υποχρεωτική από 26.4.2005, ΥΑ 12154/5.7.2005 – ΦΕΚ 1057, τεύχος Β` της 27.7.2005), το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των (30,78 ευρώ βασικό ημερομίσθιο συν 4 τριετίες Χ 5%=6,16 ευρώ συν 3,08 ευρώ επίδομα γάμου, συν 1,54 ευρώ επίδομα τίτλου σπουδών=41,56 ευρώ και 5,19 ευρώ ωρομίσθιο Χ 7 ώρες που εργαζόταν=)36,36 ευρώ. Λάμβανε ημερομίσθιο 30,81 ευρώ, πραγματοποίησε 71 ημέρες εργασίας (22 +24 +25, αντίστοιχα) και έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (677,82 +739,44 +770,25=)
2.187,51 ευρώ. Δικαιούται, επομένως, να λάβει τη διαφορά των (71 ημέρες εργασίας Χ 36,36 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=2.581,56 ευρώ – 2.187,51 ευρώ που έλαβε=)394,05 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-4-2005 έως 30-6-2005, σύμφωνα με την ως άνω από 14.4.2005 Σ.Σ.Ε, το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των (30,78 ευρώ βασικό ημερομίσθιο συν 5 τριετίες Χ 5%=7,70 ευρώ συν 3,08 ευρώ επίδομα γάμου, συν 1,54 ευρώ επίδομα τίτλου σπουδών=
43,10 ευρώ και 5,38 ευρώ ωρομίσθιο Χ 7 ώρες που εργαζόταν=)37,71 ευρώ. Λάμβανε ημερομίσθιο 30,81 ευρώ, πραγματοποίησε 74 ημέρες εργασίας (26 +25 +23, αντίστοιχα) και έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (801,06 +770,25 +754,85 +481,40 για επίδομα εορτών Πάσχα=)2.807,56 ευρώ. Δικαιούται, επομένως, να λάβει τη διαφορά των (74 ημέρες εργασίας Χ 37,71 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=2.790,54 ευρώ συν 589,21 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα=
3.379,75 ευρώ – 2.807,56 ευρώ που έλαβε=)572,19 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-7-2005 έως 31-12-2005, σύμφωνα με την ως άνω από 14.4.2005 Σ.Σ.Ε, το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των (31,70 ευρώ βασικό ημερομίσθιο συν 5 τριετίες Χ 5%=7,93 ευρώ συν 3,17 ευρώ επίδομα γάμου, συν 1,58 ευρώ επίδομα τίτλου σπουδών=44,38 ευρώ και 5,54 ευρώ ωρομίσθιο Χ 7 ώρες που εργαζόταν=)38,78 ευρώ. Λάμβανε ημερομίσθιο 30,81 ευρώ και από το μήνα Σεπτέμβριο 31,96 ευρώ, πραγματοποίησε 153 ημέρες εργασίας (25 +27 +25 +25 +26 +25, αντίστοιχα) και έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (770,25 +400,53 για επίδομα αδείας 2005 +831,87 +799 +830,96 +799 +832,29 για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2005=)5.263,90 ευρώ. Δικαιούται, επομένως, να λάβει τη διαφορά των (153 ημέρες εργασίας Χ 38,78 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=5.933,34 ευρώ συν 581,70 ευρώ για επίδομα αδείας 2005 συν 1.009,88 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2005=7.224,92 ευρώ – 5.263,90 ευρώ που έλαβε=)1.961,02 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως 30-6-2006, σύμφωνα με την από 20-6-2006 Σ.Σ.Ε. «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται στην επεξεργασία και Κατεργασία Ξύλου και Ναυπηγοξυλουργών όλης της Χώρας» (ΔΕΝ 2006, τεύχος 1476 σ. 952, Υποχρεωτική από 11.7.2006, ΥΑ 12820/28.9.2006), το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των (32,65 ευρώ βασικό ημερομίσθιο συν 5 τριετίες Χ 5%=8,16 ευρώ συν 3,27 ευρώ επίδομα γάμου, συν 10% ευρώ επίδομα τίτλου σπουδών, ήτοι 3,27 ευρώ=47,35 ευρώ και 5,92 ευρώ ωρομίσθιο Χ 7 ώρες που εργαζόταν=)41,44 ευρώ. Λάμβανε ημερομίσθιο 36,27 ευρώ, πραγματοποίησε 144 ημέρες εργασίας (20 +24 +26 +24 +25 +
25, αντίστοιχα) και έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (725,40 +870,48 +943,02 +
566,72 για επίδομα εορτών Πάσχα 2006 +870,48 +906,75 +906,75=)5.789,60 ευρώ. Δικαιούται, επομένως, να λάβει τη διαφορά των (144 ημέρες εργασίας Χ 41,44 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=
5.967,36 ευρώ συν 647,49 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα 2006=6.614,85 ευρώ – 5.789,60 ευρώ που έλαβε=)825,25 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-7-2006 έως 31-12-2006, σύμφωνα με την ως άνω από 20-6-2006 Σ.Σ.Ε., το ημερομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των (33,63 ευρώ βασικό ημερομίσθιο συν 5 τριετίες Χ 5%=8,41 ευρώ συν 3,36 ευρώ επίδομα γάμου, συν 10% ευρώ επίδομα τίτλου σπουδών, ήτοι 3,36 ευρώ=48,76 ευρώ και 6,09 ευρώ ωρομίσθιο Χ 7 ώρες που εργαζόταν=)42,66 ευρώ. Λάμβανε ημερομίσθιο 36,27 ευρώ, πραγματοποίησε 150 ημέρες εργασίας (23 +27 +24 +25 +26 +25, αντίστοιχα) και έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (834,21 +471,51 επίδομα αδείας 2006 +979,29 +870,48 +906,75 +943,02 +906,75 +
944,53 επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2006=)6.856,54 ευρώ. Δικαιούται, επομένως, να λάβει τη διαφορά των (150 ημέρες εργασίας Χ 42,66 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=6.399,75 ευρώ συν 639,90 ευρώ για επίδομα αδείας 2006 συν 1.110,93 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2006=
8.150,58 ευρώ – 6.856,54 ευρώ που έλαβε=)1.294,04 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-1-
2007 έως 30-6-2007, σύμφωνα με την από 25-6-2007 Σ.Σ.Ε. «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται στην επεξεργασία και Κατεργασία Ξύλου και Ναυπηγοξυλουργών όλης της Χώρας» (ΔΕΝ 2007, τεύχος 1499, σ. 1040, Υποχρεωτική από 30.7.07 (ΥΑ 13138/25.10.07 – ΦΕΚ 2115, τεύχος Β΄ της 30.10.07), το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των (34,64 ευρώ βασικό ημερομίσθιο συν 5 τριετίες Χ 5%=8,66 ευρώ συν 3,46 ευρώ επίδομα γάμου, συν 10% ευρώ επίδομα τίτλου σπουδών, ήτοι 3,46 ευρώ=
50,22 ευρώ και 6,28 ευρώ ωρομίσθιο Χ 7 ώρες που εργαζόταν=)42,96 ευρώ. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αποδείχτηκε ότι η εναγομένη υποβλήθηκε σε δύο εγχειρίσεις στα χέρια της και επιδοτήθηκε από το ΙΚΑ αφενός για την πρώτη της εγχείριση το μήνα Ιανουάριο, για 15 ημέρες και έλαβε το ποσό των 249 ευρώ, αφετέρου για τη δεύτερη εγχείριση της στις 17-6-2007, για άλλες 15 ημέρες και έλαβε το ποσό των 317,70 ευρώ. Λάμβανε ημερομίσθιο 36,27 ευρώ, πραγματοποίησε 91 ημέρες εργασίας (8 +11 +25 +23 +24, αντίστοιχα) και έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (668,69 +595,07 +906,75 +834,21 +566,72 επίδομα εορτών Πάσχα 2007 +870,48=)
4.441,92 ευρώ. Δικαιούται, επομένως, να λάβει τη διαφορά των (91 ημέρες εργασίας Χ 42,96 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=3.909,36 ευρώ συν 671,24 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα 2007=4.580,60 ευρώ – 4.441,92 ευρώ που έλαβε=)138,68 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-7-2007 έως 31-
12-2007, σύμφωνα με την ως άνω από 25-6-2007 Σ.Σ.Ε., το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των (35,68 ευρώ βασικό ημερομίσθιο συν 5 τριετίες Χ 5%=8,92 ευρώ συν 3,57 ευρώ επίδομα γάμου, συν 10% ευρώ επίδομα τίτλου σπουδών, ήτοι 3,57 ευρώ=51,74 ευρώ και 6,47 ευρώ ωρομίσθιο Χ 7 ώρες που εργαζόταν=)45,29 ευρώ. Λάμβανε ημερομίσθιο 36,27 ευρώ, πραγματοποίησε 141 ημέρες εργασίας (25 +26 +24 +26 +15 +25, αντίστοιχα) και έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (906,75 +471,51 επίδομα αδείας 2007 +943,02 +870,48 +
943,02 +544,05 +906,75 +944,53 επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2007=)6.530,11 ευρώ. Δικαιούται, επομένως, να λάβει τη διαφορά των (141 ημέρες εργασίας Χ 45,29 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=6.385,89 ευρώ συν 679,35 επίδομα αδείας 2007 συν 1.394,55 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2007=8.459,79 ευρώ – 6.530,11 ευρώ που έλαβε=)1.929,68 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2008 έως 31-3-2008, σύμφωνα με την από 2-6-2008 Σ.Σ.Ε. «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται στην επεξεργασία και Κατεργασία Ξύλου και Ναυπηγοξυλουργών όλης της Χώρας» (ΔΕΝ 2008, τεύχος 1521 σ. 1141, Υποχρεωτική από 28.7.08, ΥΑ 78521/3892/14.11.08 – ΦΕΚ 2424, τεύχος Β’ της 1.12.08), το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των (37,11 ευρώ βασικό ημερομίσθιο συν 5 τριετίες Χ 5%=9,27 ευρώ συν 3,71 ευρώ επίδομα γάμου, συν 10% ευρώ επίδομα τίτλου σπουδών, ήτοι 3,71 ευρώ=53,80 ευρώ και 6,72 ευρώ ωρομίσθιο Χ 7 ώρες που εργαζόταν=)47,07 ευρώ. Λάμβανε ημερομίσθιο 36,27 ευρώ, πραγματοποίησε 74 ημέρες εργασίας (26 +23 +25, αντίστοιχα) και έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (943,02 +834,21 +906,75 +
566,72 για επίδομα εορτών Πάσχα 2008=)3.250,70 ευρώ. Δικαιούται, επομένως, να λάβει τη διαφορά των (74 ημέρες εργασίας Χ 47,04 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=3.483,18 ευρώ συν 764,87 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα 2008=4.248,05 ευρώ – 3.250,70 ευρώ που έλαβε=)997,35 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-4-2008 έως 30-6-2008, σύμφωνα με την ως άνω από 2-6-2008 Σ.Σ.Ε., το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των (37,11 ευρώ βασικό ημερομίσθιο συν 6 τριετίες Χ 5%=11,13 ευρώ συν 3,71 ευρώ επίδομα γάμου, συν 10% ευρώ επίδομα τίτλου σπουδών, ήτοι 3,71 ευρώ=55,66 ευρώ και 6,96 ευρώ ωρομίσθιο Χ 7 ώρες που εργαζόταν=)48,70 ευρώ. Λάμβανε ημερομίσθιο 36,27 ευρώ, πραγματοποίησε 75 ημέρες εργασίας (25 +26 +24, αντίστοιχα) και έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (906,75 +943,02 +
870,48=)2.720,25 ευρώ. Δικαιούται, επομένως, να λάβει τη διαφορά των (75 ημέρες εργασίας Χ 48,70 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=3.652,50 ευρώ – 2.720,25 ευρώ που έλαβε=)932,25 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1-7-2008 έως 29-7-2008, σύμφωνα με την ως άνω από 2-6-2008 Σ.Σ.Ε., το νόμιμο ημερομίσθιο της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των (38,41 ευρώ βασικό ημερομίσθιο συν 6 τριετίες Χ 5%=11,52 ευρώ συν 3,84 ευρώ επίδομα γάμου, συν 10% ευρώ επίδομα τίτλου σπουδών, ήτοι 3,84 ευρώ=57,61 ευρώ και 7,20 ευρώ ωρομίσθιο Χ 7 ώρες που εργαζόταν=)50,40 ευρώ. Κατά το αυτό χρονικό διάστημα πραγματοποίησε 24 ημέρες εργασίας και έπρεπε να λάβει το ποσό των (24 Χ 50,40=)1.209,81 ευρώ, ενώ, αντιθέτως, έλαβε μόλις το ποσό των 870,48 ευρώ, ήτοι δικαιούται τη διαφορά των (1.209,81 – 870,48=)339,33 ευρώ. Περαιτέρω, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει, με βάση τη συνολική προϋπηρεσία της στην εναγομένη, κατά τα ανωτέρω, αποζημίωση για μη χορήγηση αδείας του έτους 2008 και το επίδομα αδείας του έτους 2008, και μάλιστα πλήρεις (άρθρο 5 παρ. 5 του α.ν. 539/1945, όπως ισχύει μετά από την τροποποίησή του τελικώς με το ν. 3302/2004, ΔΕΝ 2005, σελ. 60 και, μόνον ως προς το βιβλίο αδειών, με το ν. 3762/2009, ΔΕΝ 2009, σελ. 640· βλ. και αναλυτική Μελέτη σε ΔΕΝ 2007, σελ. 784 επ.), ήτοι το συνολικό ποσό των (45 ημέρες Χ 50,40 ευρώ νόμιμη ημερομίσθιο=)2.268 ευρώ. Έλαβε από την εναγομένη για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 1.088,10 ευρώ για αποζημίωση αδείας και το ποσό των 471,51 ευρώ για επίδομα αδείας έτους 2008 και, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά των (2.268 ευρώ – 1.088,10 ευρώ=)798,39 ευρώ. Τέλος, δικαιούται να λάβει από την εναγομένη αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2008, ήτοι το ποσό των (9,4 ημερομίσθια Χ 50,40 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=)473,76 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 434,62 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη από την εναγομένη εξοφλητική απόδειξη με ημερ. 19-12-2008), ήτοι δικαιούται τη διαφορά των (473,76 – 434,62=)39,14 ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών της, χρονικού διαστήματος από 1-1-
2003 έως 29-7-2009, οπότε απολύθηκε από την εναγομένη, το συνολικό ποσό των (1.105,01 +
575,81 +1.077,71 +394,05 +572,19 +1.961,02 +825,25 +1.294,04 +138,68 +1.929,68 +997,35 +932,25 + 339,33 +798,39 +39,14=)12.979,90 ευρώ, νομιμοτόκως (ΟλΑΠ 39-40/2002) τις μεν διαφορές των μηνιαίων δεδουλευμένων αποδοχών της, από την επομένη της τελευταίας ημέρας εκάστου μηνός, εντός του οποίου κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές και μέχρι την πλήρη εξόφληση, τις δε διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και επιδομάτων αδείας, όλων των επίδικων ετών, από τις 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους στο οποίο αφορούν και μέχρι την πλήρη εξόφληση, τις διαφορές επιδομάτων εορτών Πάσχα, από τις 30 Απριλίου εκάστου έτους, στο οποίο αφορούν και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός (ειδικώς) από την αποζημίωση αδείας 2008, το επίδομα αδείας 2008 και τη διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2008, που της οφείλονται νομιμοτόκως από το χρόνο απολύσεώς της, στις 29-7-2008, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα απολύθηκε καταχρηστικώς, ήτοι επειδή διεκδίκησε από την εναγομένη τη συμμόρφωση αυτής προς τις σαφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και δη αναφορικώς με τον τρόπο καταβολής και εξοφλήσεως των αποδοχών της και την εφαρμογή των οικείων ΣΣΕ, βάσει της ειδικότητας της παρεχόμενης εργασίας της, με συνέπεια η ενάγουσα να δικαιούται, κατά τα ανωτέρω, αποδοχές υπερημερίας, ήδη από το χρόνο της επομένης της ακύρου απολύσεώς της, δηλαδή από τις 30-7-
2008 και μέχρι τις 30-4-2009, όπως ζητεί, δηλαδή το ποσό των 921,38 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 24 ημερομίσθια Χ 50,40 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο=1.209,60 ευρώ Χ 10,5 μήνες=12.700,80 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της τελευταίας ημέρας εκάστου μηνός εντός του οποίου έκαστος μισθός υπερημερίας κατέστη ληξιπρόθεσμος και απαιτητός (άρθρα 341, 345, 655 ΑΚ) και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ επισημαίνεται, κατ’ επάλληλη αιτιολογία, ότι η καταγγελία της εναγομένης πάσχει από ακυρότητα και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν κατέβαλε στην ενάγουσα το πλήρες ποσό της νομίμου αποζημίωσης απολύσεως, σύμφωνα με τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα απασχολήσεως της ενάγουσας στην εναγόμενη εταιρεία [ΑΠ 1057/2007 ΕλΔ 48(2007).1077
=ΕΕργΔ 67(2008).474, ΑΠ 805/2006 ΕλΔ 50(2009).147, ΑΠ 468/2007 ΕλΔ 49(2008).163], που ανερχόταν στα (50,40 ευρώ Χ 30 ημερομίσθια συν 1/6=)1.740 ευρώ, ενώ (η ενάγουσα) έλαβε μόλις 1.269,60 ευρώ, για την ίδια αιτία. Περαιτέρω, η ενάγουσα, η οποία απολύθηκε καταχρηστικώς, δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από την καταχρηστική καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας της, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, το εύλογο ποσό της οποίας (ΑΚ 932) ανέρχεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε αυτό των 5.000 ευρώ, όπως ζητεί (106 ΚΠολΔ), νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες της απολύσεως και το είδος και η βαρύτητα της προσβολής της προσωπικότητας της ενάγουσας, η οποία διεκδίκησε μόνο την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στο πρόσωπό της και την καταβολή των νομίμων αποδοχών της, αλλά και τη χορήγηση αναλυτικών εξοφλητικών αποδείξεων, όπως είχε υποχρέωση η εναγομένη, που να αποτυπώνουν το ποσό των νομίμων αποδοχών της, το γεγονός ότι η ενάγουσα ήταν ευσυνείδητη υπάλληλος, πτυχιούχος μέσης τεχνικής επαγγελματικής σχολής, που πραγματοποιούσε μάλιστα ιδιαίτερα τεχνική και δύσκολη εργασία, παρά την φύση της ως γυναίκας (τεχνίτρια ταπετσαρίας στα μαξιλάρια της βιοτεχνίας της εναγομένης και εφόσον αποδείχτηκε ότι στη θέση της ενάγουσας εργάστηκε, μετά την απόλυσή της, άνδρας εργαζόμενος, όπως συνέβαινε και προ της μεταβολής της ειδικότητάς της), το γεγονός ότι η ενάγουσα εργάστηκε ευδοκίμως για χρονικό διάστημα εννέα (9) ετών στην εναγομένη, μέχρι το χρόνο της άκυρης ως καταχρηστικής απολύσεώς της και ότι υποβλήθηκε σε διαδοχικές εγχειρίσεις στα χέρια της, εξαιτίας του είδους της εργασίας της, η ένδικη συμπεριφορά της εναγομένης απέναντι στην ενάγουσα, μόλις η τελευταία ήγειρε τις ένδικες αξιώσεις της, όπως περιγράφτηκε στο ιστορικό της παρούσας, η ηλικία της ενάγουσας κατά το χρόνο της άκυρης απολύσεώς της, η κοινωνική κατάσταση της ενάγουσας, η οποία είναι έγγαμη και έχει ένα ανήλικο τέκνο και η οικονομική κατάσταση των διαδίκων. Η παραδεκτώς προταθείσα (ΟλΑΠ 2/2005) από την εναγομένη ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως των ενδίκων απαιτήσεων της ενάγουσας, με το περιεχόμενο (βλ. τα εκτιθέμενα στις προτάσεις της) ότι «για χρονικό διάστημα πλέον της εννεατίας, η αντίδικος ουδέποτε μας όχλησε ούτε διαμαρτυρήθηκε … για την είσπραξη των δήθεν οφειλομένων ποσών […] η μεταγενέστερη άσκηση του όποιου δικαιώματός της, η οποία συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για την εταιρείας μας, συνιστά ενέργεια όλως ασυμβίβαστη προς την προγενέστερη συμπεριφορά της …», είναι προεχόντως απορριπτέα ως αόριστη, δεδομένου ότι τα εκτιθέμενα από την εναγομένη δεν εμπίπτουν αντικειμενικώς στην έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ [ειδικώς για τους μισθούς υπερημερίας, βλ. Μελέτη Δημ. Ζερδελή-Γ. Λεβέντη σε ΔΕΝ 64(2008).1610], ούτε όμως η εναγομένη εκθέτει ειδικώς τα πραγματικά εκείνα γεγονότα, που συγκροτούν τις έστω απλώς δυσμενείς επιπτώσεις, που η άσκηση της κρινόμενης αγωγής έχει για την ίδια [βλ. αντί πολλών, ΑΠ 1820/2008 ΕΠολΔ 2009.187, ΑΠ 1574/2007 ΕΠολΔ 2008.91· περαιτέρω, για το ότι δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση η από τον εργαζόμενο αξίωση για καταβολή των ελαχίστων νομίμων ορίων των αποδοχών ή άλλων εργατικών γενικά δικαιωμάτων του, σε περίπτωση που ενδέχεται να προκληθούν επαχθείς συνέπειες σε βάρος του εργοδότη, βλ. ΑΠ 559/2007 ΕΕργΔ 66(2007).1363]. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή ως προς την κύρια βάση της και να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (12.979,90 +12.700,80 +5.000=)30.680,70 ευρώ νομιμοτόκως, όπως ειδικότερα ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι δυνατόν από την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης αυτής να προξενηθεί σημαντική ζημιά στην ενάγουσα, η οποία αποδείχτηκε ότι είναι μισθοσυντήρητη και εξαρτώμενη αποκλειστικώς από τα εισοδήματα της παρεχόμενης εργασίας της, παραμένει δε άνεργη μέχρι σήμερα. Γι’ αυτό, πρέπει η παρούσα να κηρυχθεί μερικώς προσωρινά εκτελεστή, κατ’ αποδοχήν του σχετικού παρεπομένου αιτήματος της ενάγουσας, ως και ουσιαστικά βάσιμου, για κεφάλαιο και τόκους του προσωρινά εκτελεστού χρηματικού ποσού, λόγω και της φύσεως των επιδικαζόμενων κονδυλίων, ως εργατικών απαιτήσεων [άρθρα 908 παρ. 1 εδ. α’ και περ. ε’· βλ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), ΚΠολΔ ΙΙ, εκδ. 2000, άρθρο 908, άρθρο 910 αριθμ. 2, Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 904, αριθμ. 35, άρθρο 907, αριθμ. 11, ΕφΑθ 2323/1997 αδημ.], σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (κατά τους ορισμούς του άρθρου 189 αρ. 1 ΚΠολΔ) πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν αιτήματός της [ΑΠ 100/2002 ΕλΔ 43(2002).1033] και χωρίς κατάλογο εξόδων της ενάγουσας (190 ΚΠολΔ), κατά το λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων, ήτοι σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 178 αρ. 1, 189 αρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, άρθρα 100, 107 και 109 του ΚωδΔικ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικώς την αγωγή, κατά την κύρια βάση της.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 29-7-2008 καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου της ενάγουσας, εκ μέρους της εναγομένης.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………………………….. ………………», που εδρεύει στο Πικέρμι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, να καταβάλει στην ενάγουσα, ……………………………………….., το συνολικό ποσό των τριάντα χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα ευρώ και εβδομήντα λεπτών (30.680,70), νομιμοτόκως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της παρούσας, ήτοι τις διαφορές των μηνιαίων δεδουλευμένων αποδοχών της και τους μισθούς υπερημερίας, από την επομένη της τελευταίας ημέρας εκάστου μηνός, εντός του οποίου τα εν λόγω κονδύλια κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά και μέχρι την πλήρη εξόφληση, τις διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και επιδομάτων αδείας, όλων των επίδικων ετών, από τις 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους στο οποίο αφορούν και μέχρι την πλήρη εξόφληση, τις διαφορές επιδομάτων εορτών Πάσχα, από τις 30 Απριλίου εκάστου έτους, στο οποίο αφορούν και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός (ειδικώς) από την αποζημίωση αδείας 2008, το επίδομα αδείας 2008 και την διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2008, που της οφείλονται νομιμοτόκως από το χρόνο απολύσεώς της, στις 29-7-2008 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση μερικώς προσωρινά εκτελεστή, για κεφάλαιο και τόκους, ήτοι ως προς το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα ευρώ και εβδομήντα λεπτών (25.680,70).
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων εξήντα (1.460) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, στις 26 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Α.Σ.