221/2007 ΑΠ (427832)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αναίρεση. Προϋποθέσεις ίδρυσης του λόγου αναιρέσεως εκ της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 19. Περίπτωση απόρριψης των λόγων αναιρέσεως εκ των διατάξεων του άρθρου 559 αρ. 1, 9 και 19. Προϋποθέσεις ίδρυσης του λόγου αναιρέσεως εκ της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 11. Απόρριψη του λόγου αυτού αναιρέσεως καθώς και αυτών εκ της διατάξεως 8, 9 και 19 του ιδίου άρθρου σε περίπτωση αμφισβητήσεως της αποδεικτικής δύναμης ενόρκου βεβαιώσεως και άλλων αποδεικτικών ισχυρισμών περί υπάρξεως ή μη προϋπηρεσίας εργαζομένου. (Αναίρεση της 6859/2004 ΕφΑθ).
Αριθμός 221/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1΄ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Στέφανο Γαβρά, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Καράμπελα, Εμμανουήλ Καλούδη, Χρήστο Αλεξόπουλο και Ειρήνη Αθανασίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 10 Οκτωβρίου 2006, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: …. , η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Δεληγιάννη.
Της αναιρεσίβλητης: ……….. …… …… με την επωνυμία “. ……………. … … …”, που εδρεύει στην …… και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σκορδή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-12-2002 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2142/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 6859/2004 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-3-2005 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρήστος Αλεξόπουλος, διάβασε την από 28-9-2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, ήτοι όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά παραδοχή σχετικού λόγου εφέσεως της εναγόμενης-αναιρεσίβλητης, απέρριψε το αίτημα της αγωγής της ενάγουσας-αναιρεσείουσας περί επιδικάσεως διαφοράς μεταξύ των καταβαλλόμενων και των νόμιμων αποδοχών της, χωρίς να διαλάβει στην απόφασή του καμία αιτιολογία σχετικώς με την απορριπτική αυτή κρίση του, έτσι ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των ΔΑ 58/1997, 44/1998, 20/1999, 28/2000 και 43/2002, στις οποίες η αναιρεσείουσα στήριζε το ως άνω αγωγικό της αίτημα. Ως εκ τούτου, υπέπεσε στην προβλεπόμενη από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ. πλημμέλεια και συνεπώς ο πρώτος λόγος του αναιρετηρίου είναι βάσιμος κατά τη σχετική του αιτίαση. Ως προς την αιτίαση από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, με την παντελή έλλειψη αιτιολογίας παραβιάζονται εκ πλαγίου και όχι ευθέως οι ως άνω Δ.Α. Τέλος, ως προς την αιτίαση από τον αριθμό 9 του ίδιου άρθρου ο ερευνώμενος λόγος είναι αβάσιμος, διότι το εφετείο δεν άφησε αδίκαστο το σχετικό αίτημα αλλά το απέρριψε.
Ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. δημιουργείται αν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να λάβει υπόψη του, κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσεως, αποδεικτικά μέσα που παραδεκτώς και νομίμως επικαλέσθηκαν οι διάδικοι και τα οποία ήταν χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη πραγματικών γεγονότων με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως (Ολομ. ΑΠ 42/2002). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κατ` ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, έστω και χωρίς στην απόφαση να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ` αυτά, εκτός αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της αποφάσεως και, ιδίως, από τις αιτιολογίες καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιμος ο κρίσιμος λόγος αναιρέσεως.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, αναφορικά με την προϋπηρεσία της αναιρεσείουσας δέχθηκε ανελέγκτως, ότι δεν απεδείχθη από κανένα στοιχείο πως η αναιρεσείουσα ενεχείρισε ή επέδειξε στην αναιρεσίβλητη τις παλαιότερες (προ του έτους 1998) καταστάσεις επικολλήσεως ενσήμων της του ΙΚΑ. Την αποδεικτική δε κρίση του αυτή περί μη γνωστοποιήσεως στην αναιρεσίβλητη της προϋπηρεσίας της αναιρεσείουσας βεβαιώνει ότι σχημάτισε λαμβάνοντας υπόψη του και τα ρητώς αναφερόμενα σ` αυτήν αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατάθεση της μάρτυρας της ενάγουσας, τις καθοριζόμενες σ` αυτή ένδεκα ένορκες βεβαιώσεις, καθώς και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ, αποδίδεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη τις ως άνω καταστάσεις ενσήμων του ΙΚΑ είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά την εκ του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ αιτίασή του είναι αβάσιμος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο ισχυρισμός περί γνωστοποιήσεως της προϋπηρεσίας της αναιρεσείουσας ελήφθη υπόψη και απερρίφθη (Ολομ. ΑΠ 12/1991). Τέλος, ως προς την εκ του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ. απορρέουσα αιτίαση περί ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς την κρίση της για μη γνωστοποίηση της προϋπηρεσίας, ο ίδιος λόγος είναι αόριστος, διότι δεν αναφέρει σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια και η αντιφατικότητα της αιτιολογίας αυτής.
Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη το άρθρο 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ., αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια, ότι εκτίμησε την 7203/2000 ένορκη βεβαίωσή της, καθώς και την 7202/2000 ένορκη βεβαίωση της μάρτυράς της …. που δόθηκαν επ` ευκαιρία άλλης δίκης, χωρίς να λάβει υπόψη τον ισχυρισμό της ότι η αναιρεσίβλητη εξανάγκασε αμφότερες αυτές να δώσουν τις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις. Όπως όμως προκύπτει από την επισκόπηση της εφέσεως της αναιρεσείουσας δεν αναφέρονται σ` αυτή οι ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα ο προβαλλόμενος εξαναγκασμός, ήτοι ο χρόνος, ο τόπος, ο τρόπος, το είδος, τα μέσα κλπ. του εν λόγω εξαναγκασμού, και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός αυτός ήταν αόριστος. Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως κατά την ως άνω αιτίασή του είναι απαράδεκτος, διότι στηρίζεται σε ισχυρισμό προταθέντα αορίστως (άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ.). Τέλος, ως προς την εκ του άρθρου 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ. απορρέουσα αιτίαση, περί μη λήψεως υπόψη από το Εφετείο της από 23-1-1998 εγγράφου εκθέσεως αυτοψίας, ο ερευνώμενος λόγος είναι αβάσιμος, διότι από τη βεβαίωση του Εφετείου ότι την αποδεικτική του κρίση σχημάτισε, μεταξύ άλλων, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, καθώς και από όλο το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το έγγραφο αυτό συνεκτιμήθηκε από το Εφετείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 6859/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της (αγωγικό αίτημα για επιδίκαση διαφορών μεταξύ των καταβαλλόμενων και των νόμιμων αποδοχών της αναιρεσείουσας).
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αντίστοιχο μέρος της, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατό (1.100) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Νοεμβρίου 2006.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Π.Β.