1320/2008 ΑΠ – Καταβολή. Αποσβεστικός λόγος ενοχής. Σύμβαση εργασίας. Αξίωση του μισθωτού που απορρέουν απ` αυτήν. Ενσταση εξόφλησης. Προϋποθέσεις παραδεκτού και ορισμένου αυτής. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγεί ανάλυση της μισθοδοσίας. Περιεχόμενο αυτής. Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Εννοια αυτών. Προϋποθέσεις νόμιμης λειτουργίας τους. Προσωπικό ασφαλείας. Εννοια αυτού. Απαιτείται να έχει σχετική άδεια εργασίας. Διάκριση αυτής από την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης. Κύρος συμβάσεως εργασίας μισθωτού που δεν κατέχει σχετική άδεια εργασίας.

1320/2008 ΑΠ ( 481219)

 

(ΧΡΙΔ 2009/311)

Καταβολή. Αποσβεστικός λόγος ενοχής. Σύμβαση εργασίας. Αξίωση του μισθωτού που απορρέουν απ` αυτήν. Ενσταση εξόφλησης. Προϋποθέσεις παραδεκτού και ορισμένου αυτής. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγεί ανάλυση της μισθοδοσίας. Περιεχόμενο αυτής. Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Εννοια αυτών. Προϋποθέσεις νόμιμης λειτουργίας τους. Προσωπικό ασφαλείας. Εννοια αυτού. Απαιτείται να έχει σχετική άδεια εργασίας. Διάκριση αυτής από την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης. Κύρος συμβάσεως εργασίας μισθωτού που δεν κατέχει σχετική άδεια εργασίας. Συνέπειες.

 

 

Αριθμός 1320/2008

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

Β1` Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αχιλλέα Νταφούλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Μάριο – Φώτιο Χατζηπανταζή, Ειρήνη Αθανασίου, Αλέξανδρο Νικάκη και Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Μαΐου 2008, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: …… , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.  Του αναιρεσιβλήτου: ……. , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Σίμο.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-6-2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 735/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 3682/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14-12-2006 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Μάριος – Φώτιος Χατζηπανταζής διάβασε την από 10-12-2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου και δευτέρου λόγων της αναιρέσεως και την απόρριψη των λοιπών λόγων αυτής. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 416 Α.Κ., η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό, που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος της καταβολής. Η ένσταση αυτή με περιεχόμενο τη δήλωση του εναγομένου, καθώς και την επίκληση απ` αυτόν σχετικής έγγραφης αποδείξεως του μισθωτού περί του ότι πληρώθηκε όλες τις απαιτήσεις του, χωρίς να γίνεται ειδικότερα ανάλυση του ποσού, που καταβλήθηκε για την κάθε μία αιτία, είναι αόριστη, έστω και αν αναφέρεται το καταβληθέν συνολικό ποσό. Εκτός και αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους. Τούτο όμως δεν συμβαίνει όταν ασκούνται με την αγωγή αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας και προσκομίζεται από τον εργοδότη έγγραφη απόδειξη του εργαζομένου περί καταβολής σ` αυτόν συνολικού ποσού, που καλύπτει κατά ένα μέρος τις αγωγικές αξιώσεις, χωρίς να αναφέρει την κάθε αιτία και το επί μέρους ποσό, που καταβλήθηκε γι` αυτή. Διότι στην εν λόγω περίπτωση δεν αποκλείεται να καταβλήθηκε το ποσό αυτό προς εξόφληση άλλων αξιώσεων του εργαζομένου, που δεν περιλήφθηκαν στην αγωγή. Αλλωστε, για το λόγο αυτό με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν.1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση της μισθοδοσίας, που θα απεικονίζουν αναλυτικώς τις κάθε φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις κρατήσεις επ` αυτών. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ισχυρίσθηκε με την ένδικη από 11.6.2002 αγωγή του ότι στις 18.1.1999 προσλήφθηκε από τον αναιρεσίβλητο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως φύλακας – νυχτοφύλακας σε υποδεικνυόμενους χώρους από τον τελευταίο, ο οποίος διατηρούσε επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και φυλάξεως κτιρίων και ότι προσέφερε σ`αυτόν τις εν λόγω υπηρεσίες του κατά τις αναφερόμενες ημέρες και ώρες του χρονικού διαστήματος από 18.1.1999 μέχρι 30.5.2002. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να καταβάλει σ` αυτόν το ποσό των 31.032,98 ευρώ, το οποίο του οφείλει για διαφορές αποδοχών, αμοιβή υπερεργασίας, αποζημίωση λόγω παρανόμων υπερωριών και στερήσεως της εβδομαδιαίας αναπαύσεώς του, αμοιβή νυχτερινής εργασίας και απασχολήσεώς του κατά τις Κυριακές και τις αργίες και διαφορές δώρων εορτών και επιδόματος και αποδοχών αδείας κυρίως μεν με βάση τη σύμβαση, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο αναιρεσίβλητος, προς απόκρουση της αγωγής, προέβαλε παραδεκτώς την ένσταση εξοφλήσεως των ενδίκων απαιτήσεων του αναιρεσείοντος, διατεινόμενος ότι στις 15.4.2002 κατέβαλε σ`αυτόν το ποσό των 10.023,99 ευρώ για μισθούς του από την ημέρα της προσλήψεώς του μέχρι τις 15.4.2002 και δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και σε πλήρη εξόφληση κάθε άλλης απαιτήσεώς του, που αφορά το εν λόγω χρονικό διάστημα και ότι ο τελευταίος του χορήγησε συγχρόνως και την επικαλούμενη εξοφλητική απόδειξη με περιεχόμενο τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι η εν λόγω ένσταση ήταν ορισμένη και στη συνέχεια δέχθηκε αυτή ως νόμιμη και κατά ένα μέρος βάσιμη στην ουσία της. Με την κρίση του αυτή παρά το νόμο τούτο δεν κήρυξε απαράδεκτο, αφού η ένσταση εξοφλήσεως, υπό την ανωτέρω διατύπωσή της, ήταν αόριστη, διότι δεν περιείχε το κατά το νόμο απαιτούμενο προς θεμελίωσή της ως άνω στοιχείο της κάθε αιτίας καταβολής και του καταβληθέντος επί μέρους ποσού για κάθε μία αιτία, δοθέντος ότι και στην απόδειξη περί εξοφλήσεως των αναφερομένων απαιτήσεων περί μισθών και δώρων εορτών και κάθε άλλης απαιτήσεως, στην οποία δεν αναφέρει την κάθε αιτία και το επί μέρους ποσό, που καταβλήθηκε γι` αυτή, μπορεί να περιλαμβάνονται αμοιβές και αποζημιώσεις για εργασία, που δεν αναφέρεται στην αγωγή. Επομένως, ο σχετικός πρώτος λόγος της αναιρέσεως αληθώς από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αφού πρόκειται περί ελλείψεως εξειδικεύσεως με πληρότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ποσοτικής αοριστίας), είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.

ΙΙ. Επειδή, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν.2518/1997, ως επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας θεωρούνται οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, ατομικές ή εταιρικές, οι οποίες παρέχουν σε τρίτους μία ή περισσότερες από τις αναφερόμενες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η επιτήρηση ή η φύλαξη κινητών και ακινήτων περιουσιακών αγαθών και εγκαταστάσεων. Ως προσωπικό ασφαλείας νοείται το προσωπικό, στο οποίο ανατίθεται η άσκηση οποιασδήποτε από τις ως άνω δραστηριότητες. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 και 4 του αυτού Νόμου, επιχειρήσεις, που ασκούν τις εν λόγω δραστηριότητες, απαιτείται να κατέχουν ειδική προς τούτο άδεια λειτουργίας, η οποία εκδίδεται από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, ύστερα από γνώμη τριμελούς επιτροπής και εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι αναφερόμενες προϋποθέσεις. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης καθορίζονται η διαδικασία εκδόσεως και ανανεώσεως της άδειας και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια. Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 παρ. 1, 2 και 3 του ανωτέρω Νόμου, το προσωπικό ασφαλείας απαιτείται να κατέχει άδεια εργασίας, η οποία εκδίδεται από την Αστυνομική Διεύθυνση του νομού ή τη Διεύθυνση Ασφάλειας του τόπου κατοικίας του, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 παρ. 1 αυτού, πλην εκείνης που αναφέρεται. Η άδεια εργασίας, όπως και η άδεια λειτουργίας των ως άνω επιχειρήσεων (άρθρ. 2 παρ. 3 του ίδιου Νόμου), είναι προσωπικές, ισχύουν για πέντε χρόνια και ανανεώνονται για ίσο χρονικό διάστημα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των αρχικών χορηγήσεων. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης καθορίζονται η διαδικασία εκδόσεως και ανανεώσεως της άδειας εργασίας και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και ρυθμίζεται κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Ακολούθως, με την υπ` αριθ. 1016/109/5-κε/14.11.1997 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης (ΦΕΚ Β`1055/28.11.1997)καθορίσθηκαν τα δικαιολογητικά και η διαδικασία εκδόσεως της άδειας λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και εκείνης εργασίας του προσωπικού αυτών. Για τη χορήγηση της τελευταίας άδειας (άρθρ. 3 παρ. 1 του Ν.2518/1997) ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει στο Τμήμα Ασφαλείας και όπου δεν υπάρχει στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου της κατοικίας του τα αναφερόμενα λεπτομερώς δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων, εκτός από την αίτηση, περιλαμβάνονται, φωτοτυπικό αντίγραφο του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή του διαβατηρίου, αντίγραφο του ποινικού μητρώου, που εκδόθηκε μέχρι τρείς μήνες πριν από την αίτηση, υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν.1599/1986 ότι δεν στερείται των αναφερομένων στο άρθρο 2 παρ. 1 εδ. ε` και θ` του Ν.2518/1997 προϋποθέσεων, πιστοποιητικό της εισαγγελικής Αρχής ότι δεν έχει παραπεμφθεί σε δίκη, πρόσφατης εκδόσεως μέχρι τρείς μήνες πριν από την αίτηση και πιστοποιητικό ιατρού νευρολόγου – ψυχιάτρου ότι δεν πάσχει από οποιαδήποτε ψυχική νόσο και δεν είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών.

 

Τα εν λόγω δικαιολογητικά μετά τον έλεγχό τους από τις δεχόμενες αυτά Υπηρεσίες υποβάλλονται στην προϊσταμένη τους Αστυνομική Διεύθυνση ή στη Διεύθυνση Ασφαλείας, κατά περίπτωση, ο δε Διευθυντής αυτών των Υπηρεσιών ελέγχει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Ν.2518/1997 και ακολούθως εκδίδει απόφαση για τη χορήγηση της αιτουμένης άδειας ή την απόρριψη της αιτήσεως. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, ότι η άδεια εργασίας του προσωπικού ασφαλείας των ιδιωτικών επιχειρήσεων, που παρέχουν σε τρίτους και τις υπηρεσίες επιτηρήσεων ή φυλάξεως κινητών και ακινήτων περιουσιακών αγαθών και εγκαταστάσεων διακρίνεται από την άδεια λειτουργίας των εν λόγω ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και η μία δεν καλύπτει, ούτε αναπληρώνει την άλλη. Η ανωτέρω άδεια εργασίας εντάσσεται στον προληπτικό έλεγχο του υπαλληλικού προσωπικού από τις αρμόδιες αστυνομικές Αρχές και ανάγεται στην εύρυθμη ανάθεση και εκτέλεση τέτοιων υπηρεσιών, που άπτονται των προστατευομένων συνταγματικά δικαιωμάτων της προσωπικής ελευθερίας και της ελεύθερης μετακινήσεως και δεν μπορούν να εκτελούνται κατ` απόκλιση από τις ρυθμίσεις και τους περιορισμούς των διατάξεων του ως άνω Νόμου χωρίς την εποπτεία και τον έλεγχο των αρμοδίων κατά τόπο αστυνομικών Αρχών. Το προσωπικό ασφαλείας των ανωτέρω επιχειρήσεων υποχρεούται να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις των εν λόγω Αρχών και να παρέχει σ` αυτές τη συνδρομή του, εφόσον του ζητηθεί, σε περίπτωση εκδηλώσεως εγκληματικής ενέργειας, ενόψει και του ότι η άσκηση των προβλεπομένων δραστηριοτήτων των ιδιωτικών αυτών επιχειρήσεων δεν θίγει τις αρμοδιότητες των κρατικών Αρχών στους τομείς αυτούς (άρθρ. 1 παρ. 4 και 7 του Ν.2518/1997). Ετσι, η καταρτιζόμενη με τον εργοδότη, που διατηρεί τέτοια επιχείρηση, σύμβαση εργασίας, χωρίς ο μισθωτός, στον οποίον ανατίθεται η προαναφερόμενη δραστηριότητα του άρθρου 1 του Ν.2518/1997, να έχει εφοδιασθεί με την απαιτούμενη κατά το νόμο ως άνω άδεια εργασίας, είναι άκυρη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 Α.Κ., διότι αντίκειται στις ανωτέρω απαγορευτικές διατάξεις, που αφορούν τη δημόσια τάξη, ενώ από τις τελευταίες αυτές διατάξεις δεν συνάγεται κάτι άλλο και συγκεκριμένα, ότι ο μισθωτός, ο οποίος κατέχει άδεια λειτουργίας ιδιωτικής επιχειρήσεως παροχής σε τρίτους υπηρεσιών ασφαλείας, δεν έχει υποχρέωση να εφοδιασθεί με άδεια εργασίας του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν.2518/1997, όταν συνάπτει σύμβαση εργασίας με άλλο εργοδότη, που διατηρεί τέτοια επιχείρηση και ότι η σύμβασή του εργασίας, συνεπεία του γεγονότος της κατοχής απ` αυτόν της εν λόγω άδειας λειτουργίας, είναι έγκυρη. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής:

 

Ο αναιρεσείων στις 18.9.1999 προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από τον αναιρεσίβλητο, που διατηρεί επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, ως φύλακας ακινήτων, που του υποδείκνυε ο τελευταίος και των οποίων τη φύλαξη και την επιτήρηση είχαν αναθέσει στην επιχείρησή του, κατόπιν σχετικής συμφωνίας, οι τρίτοι, που τα χρησιμοποιούσαν. Ο ανωτέρω απασχολήθηκε ως φύλακας των ακινήτων αυτών μέχρι το μήνα Μάϊο του έτους 2002, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, χωρίς καθ` όλη τη διάρκεια της απασχολήσεώς του να εφοδιασθεί με την απαιτούμενη κατά το άρθρο 3 του Ν.2518/1997 άδεια εργασίας προσωπικού ασφαλείας. Κατόπιν αυτών έκρινε το Εφετείο, ότι η εν λόγω σύμβαση εργασίας του αναιρεσείοντος είναι άκυρη, η δε υπ` αριθμ. …… άδεια λειτουργίας ιδιωτικής επιχειρήσεως παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, που εκδόθηκε από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας και παρείχε στον αναιρεσείοντα τα δικαίωμα να ιδρύσει και λειτουργήσει μέχρι τις 30.3.2005 τέτοια επιχείρηση, δεν αφορά την άδεια εργασίας, την οποία απαιτείται κατά το νόμο να κατέχει ο ίδιος για να μπορεί να εργασθεί ως προσωπικό ασφαλείας σε επιχείρηση παροχής σε τρίτους υπηρεσιών ασφαλείας, που ανήκει σε άλλο πρόσωπο και η έκδοση και κατοχή αυτής δεν ισχυροποιεί τη σύμβαση αυτή εργασίας ούτε αναδρομικώς. Ακολούθως, το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε τούτο τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Επομένως, ο αντίθετος τέταρτος λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος και πρέπει ν` απορριφθεί.

ΙΙΙ. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 παρ. 3, 262 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 666 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 664 έως 676 Κ.Πολ.Δ.), για την πληρότητα της ενστάσεως του άρθρου 281 Α.Κ. και το παραδεκτό αυτής από την άποψη του χρόνου της προβολής της, δεν αρκεί τα περιστατικά, που συγκροτούν την κατάχρηση, να προβάλλονται κατά την πρώτη στον πρώτο βαθμό συζήτηση της υποθέσεως από τον εναγόμενο, που ζητεί την απόρριψη της αγωγής για την αιτία αυτή, αλλά πρέπει συγχρόνως να γίνεται επίκληση απ` αυτόν και της καταχρήσεως, που προκύπτει απ` αυτά και να διατυπώνεται και αίτημα απορρίψεως της αγωγής για την αιτία αυτή. Η μη έγκαιρη, χωρίς δικαιολογημένη αιτία, προβολή κατά τον ανωτέρω τρόπο της ενστάσεως καταχρήσεως δικαιώματος έχει ως συνέπεια την απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης (Ολ.Α.Π. 472/1983). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων δεν επικαλείται με σαφήνεια και πληρότητα στην αναίρεση, ούτε όμως προκύπτει από τις προτάσεις αυτού της πρώτης στον πρώτο βαθμό συζητήσεως και της κατ` έφεση δίκης, ότι ισχυρίσθηκε στην πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό και επανέλαβε κατ` έφεση, ότι με βάση την αναφερόμενη στον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου αναιρεσιβλήτου να ζητήσει την αναγνώριση ως ακύρου της ως άνω συμβάσεως εργασίας αυτού ως προσωπικού ασφαλείας, λόγω μη κατοχής από τον ίδιο της απαιτούμενης κατά το νόμο άδειας εργασίας της αρμόδιας αστυνομικής Αρχής και της παροχής εργασίας στον αναιρεσίβλητο, μολονότι δεν ήταν εφοδιασμένος με την αυτή άδεια, η άσκηση, κατ` ένσταση, του ενδίκου δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου περί ακυρότητας της ως άνω συμβάσεως είναι καταχρηστική και ότι, αντενιστάμενος, ζήτησε για την αιτία αυτή την απόρριψη της εν λόγω ενστάσεως. Εξάλλου ο αναιρεσείων δεν επικαλείται και ότι συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, με βάση τα οποία και την αδράνεια του αναιρεσιβλήτου δημιουργήθηκε εύλογα σ` αυτόν η πεποίθηση της μη ασκήσεως του ως άνω δικαιώματος, οπότε η μεταγενέστερη άσκησή του, που τείνει στην ανατροπή της δημιουργηθείσης καταστάσεως υπό τις ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα, δημιουργεί δυσανάλογη προς την ωφέλεια του αναιρεσιβλήτου επιβάρυνση αυτού (Ολ.Α.Π. 8/2001, 1/1997). Επομένως, το Εφετείο, το οποίο δεν απάντησε στον απαράδεκτο και για το λόγο αυτό μη ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης εν λόγω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη πράγμα κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. και η προβαλλόμενη με τον ανωτέρω λόγο της αναιρέσεως για το αντίθετο αιτίαση πέραν της αοριστίας της από το γεγονός ότι στο αναιρετήριο δεν αναφέρονται ποιά ήταν τα “πράγματα” αυτά και ποιά επίδραση άσκησαν στην έκβαση της δίκης, καθώς και τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο ισχυρισμός προτάθηκε παραδεκτά στο Εφετείο και ήταν ορισμένος και νόμιμος ή ότι συντρέχει μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, είναι σε κάθε περίπτωση αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

 

  1. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω αναφερομένων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το ως άνω μέρος της και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Αναιρεί την 3682/2005 απόφαση του Εφετείου αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές. Και

 

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1500) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2008. Και

 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Ιουνίου 2008.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                       Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ