624/2006 ΑΠ (398610)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αίτηση αναιρέσεως. Λόγος αναιρέσεως εκ της ΚΠολΔ 559 αρ. 8 (λήψη/μη λήψη υπόψη, παρά το νόμο, πραγμάτων με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης). Πότε ιδρύεται ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος. Οι λόγοι της εφέσεως, έστω και εάν αναφέρονται αποκλειστικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, είναι “πράγματα” κατά την έννοια της ΚΠολΔ 559 αρ. 8, αφού και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων αποτελεί παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσεως που θεμελιώνει την έφεση. Λόγος αναιρέσεως εκ της ΚΠολΔ 559 αρ. 19. Πότε ιδρύεται και ποια στοιχεία πρέπει να περιέχει το αναιρετήριο με το οποίο προτείνεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, ώστε να είναι ορισμένος και παραδεκτός. Περιστατικά (απορρίπτει αίτηση για την αναίρεση της Εφετείου Αθηνών 3616/2003).
Αριθμός 624/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Αντιπρόεδρο, Ιωάννη Δαβίλλα, Γεώργιο Καράμπελα, Εμμανουήλ Καλούδη και Μάριο – Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Φεβρουαρίου 2006, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: …………………., κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλη Αναγνωστόπουλο βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 § 2 Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: ……………, κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Δεληγιάννη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-10-2000 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2019/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 3616/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17-6-2003 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Εμμανουήλ Καλούδης, διάβασε την από 21 Σεπτεμβρίου 2004 έκθεση του τότε Αρεοπαγίτη και νυν Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Θεόδωρου Αποστολόπουλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψή της και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί οι οποίοι, παραδεκτώς προτεινόμενοι, στηρίζουν κατά το νόμο αυτοτελή αίτηση ή ανταίτηση των διαδίκων (αγωγή, ένσταση, ανακοπή, ένδικο μέσο), όχι δε και εκείνοι που συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση των ισχυρισμών ή αιτήσεων του αντιδίκου ή επιχειρήματα προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως από την παραπάνω διάταξη προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης ισχυρισμούς που πρότεινε ο αναιρεσείων με την έφεση και τις προτάσεις του και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του ότι δεν προσέλαβε την αναιρεσίβλητη ως οικιακή βοηθό με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ούτε εξήτασε τα επιχειρήματα του που ενίσχυαν τους ισχυρισμούς αυτούς. Από το περιεχόμενο της προσκομιζόμενης από 20-11-2002 εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης αποφάσεως προκύπτει ότι ο τελευταίος παραπονέθηκε με τους λόγους αυτής για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αναλύοντας και σχολιάζοντας δια μακρών τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις σχετικές αιτιολογίες της πρωτόδικης αποφάσεως και προβάλλοντας επιχειρήματα που ανέτρεπαν, κατά τις απόψεις του, τις άνω καταθέσεις και τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Οι λόγοι της ανωτέρω εφέσεως, αν και αναφέρονται αποκλειστικά στην εκτίμηση των αποδείξεων, είναι «πράγματα» με την έννοια που εκτέθηκε, αφού και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων αποτελεί παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσεως που θεμελιώνει την έφεση (Ολ. ΑΠ 11/1996). Περαιτέρω όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, εξετάζοντας τη βασιμότητα των σχετικών λόγων εφέσεως, επανεκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς έλαβε υπόψη τους προβαλλόμενους με αυτούς ισχυρισμούς, τους οποίους και απέρριψε. Το αντίθετο δεν συνάγεται από το γεγονός ότι δεν απήντησε ειδικώς στα σχόλια του αναιρεσείοντος για την αξιοπιστία των μαρτύρων της αναιρεσίβλητης ή στα προβαλλόμενα από αυτόν επιχειρήματα, αφού τα πραγματικά επιχειρήματα και τα συμπεράσματά του από την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και την εκτίμηση των αποδείξεων δεν αποτελούν «πράγματα» και όταν ακόμη προτείνονται ως λόγοι εφέσεως (ΑΠ 1274/1994). Επομένως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο παραπάνω (πρώτος) λόγος της αναιρέσεως.
Επειδή κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στις αιτιολογίες της που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (αρθρ. 561 παρ. 1 ΚπολΔ) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. Εξάλλου για να είναι ορισμένος ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως, θα πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο και σε τι ακριβώς συνίσταται η αποδιδόμενη στην απόφαση έλλειψη νόμιμης βάσεως και συγκεκριμένα αν πρόκειται για ανεπαρκείς αιτιολογίες ποια είναι τα πραγματικά περιστατικά που λείπουν και θα έπρεπε να αναφέρονται σ` αυτή (Ολ. ΑΠ 32/1996). Με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ προσάπτεται στο Εφετείο, ότι διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση ανεπαρκείς αιτιολογίες, αφού δεν αναφέρεται καθόλου στα περιστατικά που εκτέθηκαν στον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, παρά το γεγονός ότι τα περιστατικά αυτά αφορούσαν τον αγωγικό ισχυρισμό για την πρόσληψη της αναιρεσίβλητης ως οικιακής βοηθού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και ασκούσαν γι` αυτό ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, προεχόντως, διότι η επικαλούμενη ανεπάρκεια των αιτιολογιών δεν αναφέρεται στα γενόμενα δεκτά από το Εφετείο πραγματικά περιστατικά -για τα οποία δεν υποστηρίζεται ότι δεν αρκούν για να ελεγχθεί αν συντρέχουν οι όροι του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε—αλλά στα σχετικά με τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος περιστατικά, η παράλειψη των οποίων δεν καθιστά ανεπαρκή την αιτιολογία, όταν τα εκτιθέμενα στην απόφαση περιστατικά στηρίζουν επαρκώς την κρίση του Δικαστηρίου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-6-2003 αίτηση τoυ …………….. περί αναιρέσεως της 3616/2003 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε επτακόσια εβδομήντα (770) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2006. Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ