842/1996 ΑΠ – Μίσθωση εργασίας. Πρόσληψη εργαζομένου ως μπουφετζή – λατζέρη σε ζαχαροπλαστείο, απόλυση αυτού και πρόσληψή του ως σερβιτόρου απασχολούμενου επί 6 ημέρες αντί των 5 εβδομαδιαίως. Λήψη ημερομισθίου διαφορετικού από εκείνο που καθόριζαν οι διαιτητικές αποφάσεις για τους σερβιτόρους. Αδράνεια του άνω εργαζομένου για έξι χρόνια να ζητήσει την επιπλέον διαφορά.

842/1996 ΑΠ (177495)

 

 

Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/1997 (1), ΕΕΝ/1998 (113), ΕΠΙΘ.ΙΚΑ/1997 (253)

Μίσθωση εργασίας. Πρόσληψη εργαζομένου ως μπουφετζή – λατζέρη σε

ζαχαροπλαστείο, απόλυση αυτού και πρόσληψή του ως σερβιτόρου

απασχολούμενου επί 6 ημέρες αντί των 5 εβδομαδιαίως. Λήψη ημερομισθίου

διαφορετικού από εκείνο που καθόριζαν οι διαιτητικές αποφάσεις για τους

σερβιτόρους. Αδράνεια του άνω εργαζομένου για έξι χρόνια να ζητήσει την

επιπλέον διαφορά. Αναιρείται η 618/1995 απόφαση του Εφετείου Αθηνών

λόγω ασαφών αιτιολογιών σχετικά με την αναφερόμενη αδράνεια του

εργαζομένου επειδή δεν αποσαφηνίζει πως εκλαμβάνει την αδράνεια αυτή

και επειδή δεν αναφέρει και περιστατικά σχετικά με την οικονομική

κατάσταση της αναιρεσίβλητης από τα οποία να συνάγεται ότι θα υποστεί

αυτή δυσβάστακτες οικονομικές συνέπειες από την τυχόν ικανοποίηση των

ενδίκων αξιώσεων του αναιρεσείοντος.

 

 

 

 

 

Αριθμός 842/1996

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β` Πολ. Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές:  Νικόλαο Καβαλλιέρο,  Αντιπρόεδρο,

Γεώργιο Βελλή,  Πολύβιο Μαντζιάρα,  Ευάγγελο  Κρουσταλάκη και

Αναστάσιο Καραγεώργη, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις  7   Μαϊου

1996,   με την  παρουσία   και  της  Γραμματέως  Βασιλικής Σαμίου, για

να δικάσει μεταξύ:

 

Του   αναιρεσείοντος   :   Κ.  Β.,  κατοίκου Ηλιούπολης-Αττικής,  ο

οποίος εκπροσωπήθηκε  από  την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία

Δεληγιάννη.

 

Της  αναιρεσιβλήτου  : Ομόρρυθμης Εταιρείας  με  την  επωνυμία “Σ. Κ.

Α. Μ.  Ο.Ε.”,  ήδη λυθείσας και τελούσας υπό εκκαθάριση, που εδρεύει

στην  Ηλιούπολη-Αττικής  και εκπροσωπείται  νόμιμα,   η   οποία

εκπροσωπήθηκε  από  τον πληρεξούσιο δικηγόρο  της  Νικόλαο  Λιμπούση.

 

Η  ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10   Φεβρουαρίου  1992   αγωγή

του  ήδη αναιρεσείοντος που  κατατέθηκε  στο  Μονομελές  Πρωτοδικείο

Αθηνών.  Εκδόθηκαν  οι  αποφάσεις:  972/1993  του ίδιου Δικαστηρίου και

618/1995  του Εφετείου  Αθηνών.   Την  αναίρεση της τελευταίας

αποφάσεως  ζητεί  ο  αναιρεσείων με την από 3 Ιουλίου 1995 αίτησή του.

 

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής,  που εκφωνήθηκε  από το πινάκιο,

οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται  πιο πάνω,   ο   Εισηγητής

Αρεοπαγίτης  Πολύβιος Μαντζιάρας  ανέγνωσε την από 23 Απριλίου 1996

έκθεσή του, με την οποία  εισηγήθηκε  την   παραδοχή  της  κρινομένης

αιτήσεως,   η  πληρεξούσια του  αναιρεσείοντος ζήτησε  την  παραδοχή

της  αιτήσεως   και  ο  πληρεξούσιος  της  αναιρεσιβλήτου   την

απόρριψή της  και καθένας την καταδίκη του  αντιδίκου  στη  δικαστική

δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

I.Κατά την έννοια του άρθρου 281  ΑΚ,   το δικαίωμα  θεωρείται  ότι

ασκείται καταχρηστικώς όταν  η  συμπεριφορά  του  δικαιούχου  που

προηγήθηκε της  άσκησής  του  και  η  πραγματική  κατάσταση  που

διαμορφώθηκε  κατά  το  χρονικό  διάστημα  που  μεσολάβησε,  δεν

δικαιολογούν  επαρκώς  τη  μεταγενέστερη άσκησή του, σε τρόπο ώστε αυτή

να υπερβαίνει  προφανώς  τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη ή  τα

χρηστά  ήθη  ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του  δικαιώματος.

Μόνη   όμως  η  αδράνεια  ή  η  καθυστέρηση  άσκησης   του

δικαιώματος,  έστω και σε χρόνο που εγγίζει την παραγραφή,  δεν

καθιστά  την άσκησή του καταχρηστική,  ακόμη  και  αν  δημιούργησε

στον  οφειλέτη την πεποίθηση ότι ο  δανειστής  δεν θα ασκήσει το

δικαίωμά του,  εκτός εάν συνοδεύεται από  ειδικές   συνθήκες   και

περιστάσεις   τέτοιες   που   η  ικανοποίηση του δικαιούχου να γίνεται

τόσο επαχθής για τον  οφειλέτη,   ώστε προς  αποτροπή  των  συνεπειών

αυτών  να  καθίσταται  κατά  την  καλή  πίστη  και  τα   χρηστά   ήθη

επιβεβλημένη  η θυσία του δικαιώματος.  Εξάλλου η  ένσταση  κατάχρησης

δικαιώματος  του ως άνω άρθρου 281   ΑΚ,   που  αποτελεί κανόνα  με

έντονο  χαρακτήρα δημόσιας τάξης, δεν  αποκλείεται  να  προταθεί  και

εναντίον  δικαιώματος  που  απορρέει από διάταξη επίσης δημόσιας τάξης,

όπως είναι και  το στηριζόμενο σε διατάξεις του εργατικού δικαίου,

εφόσον  η άσκησή του αποβαίνει ιδιαιτέρως  επαχθής και συνεπάγεται

αφόρητες  συνέπειες  (Ολ.  ΑΠ 126/1976)  ή  και  χωρίς  να  συνεπάγεται

αναγκαίως τέτοιες συνέπειες,  συντρέχουν  όμως  άλλες  δυσμενείς  για

τον   οφειλέτη  περιστάσεις  Ολ.ΑΠ  1753/1984).   Στην ένδικη

περίπτωση  το Εφετείο,  με  την  προσβαλλόμενη  απόφασή  του,  δέχθηκε

μεταξύ  άλλων,   τα  ακόλουθα: Ο αναιρεσείων προσελήφθη στις 11-11-1986

από την  αναιρεσίβλητη  ομόρρυθμη  εταιρία που έχει ήδη  λυθεί  και

τελεί υπό εκκαθάριση,  με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου  για  να

προσφέρει τις  υπηρεσίες  του  ως  μπουφετζής  και  λαντζέρης στο επί

της  πλατείας  Εθνικής Αντίστασης αρ.  1  της Ηλιούπολης ζαχαροπλαστείο

της.   Με  την ιδιότητα αυτή  εργάστηκε  μέχρι  30-4-1988  και από τότε

μέχρι τις 20-11- 1991,   οπότε  απολύθηκε,   εργάστηκε  ως  σερβιτόρος

και  λαντζέρης,   απασχολούμενος  επί έξι ημέρες  την  εβδομάδα

(Δευτέρα   μέχρι   Σάββατο)   αντί  της   πενθήμερης   που  προβλέπεται

από  την  102/1984  απόφαση του ΔΔΔΔ  Αθηνών,  καθώς   και  τις

Κυριακές,   χωρίς  να   του   χορηγείται  αναπληρωματική ημέρα

ανάπαυσης (ρεπό)   κατά το μεγαλύτερο  χρονικό διάστημα.  Περαιτέρω το

δικαστήριο της ουσίας στην  απόφασή του  αναφέρει ειδικότερα τα επί

μέρους περιστατικά  που αφορούν  το  χρόνο  και  τον   τρόπο

απασχόλησης  του  αναιρεσείοντος, κατά τα προαναφερόμενα χρονικά

διαστήματα,  που  απασχολήθηκε με διαφορετική   ιδιότητα  (μπουφετζή  –

σερβιτόρου), το ημερομίσθιο που ελάμβανε, αντί εκείνου που  είχε

συμφωνηθεί να λαμβάνει, το οποίο ήταν το προβλεπόμενο  από τις οικείες

Δ.Α. και Σ.Σ.Ε.  που κηρύχθηκαν εκτελεστές  με   τις   αναφερόμενες

Υπουργικές  αποφάσεις,   ενώ   ως  σερβιτόρος ζαχαροπλαστείου έπρεπε να

αμείβεται τόσον με τα  ποσοστά που καθορίζουν οι σχετικές αγορανομικές

διατάξεις,  όσον και  με  συμβολικό μισθό,  συνιστάμενο σε  ένα  μικρό

σταθερό ποσό που καθορίζεται από τις Δ.Α.  και Σ.Σ.Ε.  και

αναπροσαρμόζεται περιοδικά.  Στη συνέχεια δέχθηκε   ότι  ο

αναιρεσείων,   καθόλη  τη  διάρκεια  της εργασιακής σχέσης  ουδέποτε

διαμαρτυρήθηκε,  προφορικώς  ή εγγράφως για  τις  καταβαλλόμενες  σε

αυτόν  αποδοχές και αδράνησε  επί  έξι  περίπου  έτη  να  αξιώσει  τις

επί  πλέον  διαφορές,   με  αποτέλεσμα να δημιουργήσει στην αντίδικό

του την πεποίθηση  ότι δεν επρόκειτο να ασκήσει οποτεδήποτε στο μέλλον

αγωγή  για  την καταβολή των επικαλούμενων διαφορών αποδοχών του,  η

ικανοποίηση  των  οποίων  θα  επέφερε  οπωσδήποτε  στην  αναιρεσίβλητη

–   εργοδότρια  δυσβάστακτες   οικονομικές  συνέπειες,  ενόψει και του

ότι λόγω της κακής πορείας  των  εργασιών  της  μέχρι  την αγωγή, η

αναιρεσίβλητη Ο.Ε.  ήδη  λύθηκε και  τελεί υπό εκκαθάριση.  Με τα

περιστατικά  αυτά  έκρινε (κατά πλειοψηφία)  νόμιμη και ουσιαστικά

βάσιμη την  ένσταση   κατάχρησης   δικαιώματος   που    επρότεινε    η

αναιρεσίβλητη,  ως εκκαλούσα  με λόγο της έφεσής της,   το  πρώτον

στο   δεύτερο  βαθμό,   κατά  της  απόφασης   του  πρωτοβάθμιου

δικαστηρίου,  στο οποίο  είχε  ερημοδικήσει,  εξαφάνισε την πρωτόδικη

αυτή απόφαση,  που είχε δεχθεί την  από  10.2.1992   αγωγή  του

αναιρεσείοντος,  την οποία και  απέρριψε.   `Ετσι όμως που  έκρινε το

Εφετείο υπέπεσε στην  πλημμέλεια που  αποδίδεται με τον   από το άρθρο

559 αριθ.  19   ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης,  γιατί διέλαβε  ανεπαρκείς  και

ασαφείς  αιτιολογίες  στο παραπάνω ζήτημα  της  κατάχρησης

δικαιώματος,   εφόσον  δεν  αναφέρει  περιστατικά  που  να  υποδηλώνουν

πρόθεση  του αναιρεσείοντος να μη ασκήσει τις  αξιώσεις του στο μέλλον,

ούτε αποσαφηνίζει πώς εκλαμβάνει  την  αναφερόμενη αδράνεια αυτού να

ασκήσει το δικαίωμά του  “επί  έξι και πλέον έτη”,  ενόψει του ότι οι

αξιώσεις του,  όπως αρχικά δέχθηκε,  αφορούν το χρονικό διάστημα από

την  πρόσληψή  του  (11..11.1986)   και  από  την  απόλυσή  του

(20.11.1991)   μέχρι την άσκηση της από 10.2.1992   αγωγής  του, δεν

παρήλθε εξαετία ενώ δεν  αναφέρει και περιστατικά  σχετικά με την

οικονομική κατάσταση της αναιρεσίβλητης από  τα  οποία  να συνάγεται

ότι αυτή θα  υποστεί  δυσβάστακτες  οικονομικές  συνέπειες  από  την

τυχόν  ικανοποίηση   των  ένδικων  αξιώσεων του αναιρεσείοντος.

Επομένως η  απόφασή  του καθίσταται αναιρετέα, κατά παραδοχή του ως άνω

βάσιμου  λόγου του αναιρετηρίου.

 

ΙΙ.  Μετά ταύτα η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς  περαιτέρω

εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο (Εφετείο  Αθηνών),  με  σύνθεση από άλλους

δικαστές,  σύμφωνα με τα άρθρα  579  παρ. 1 και 580 παρ. 3 ΚΠολΔ,  όπως

η τελευταία ισχύει μετά  το ν. 2172/1993 (άρθρα 31 παρ.3 και 32 παρ. 6

αυτού), η δε  αναιρεσίβλητη  να  καταδικασθεί στη δικαστική  δαπάνη

του  αναιρεσείοντος, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176  και

183 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Αναιρεί την 618/1995 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

 

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω  εκδίκαση  στο  ίδιο

δικαστήριο, με σύνθεση από άλλους δικαστές. Και

 

Καταδικάζει  την αναιρεσίβλητη στη δικαστική  δαπάνη  του

αναιρεσείοντος,   την οποία ορίζει σε  εκατόν  εξήντα  χιλιάδες

(160.000) δραχμές.

 

Κρίθηκε  και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28   Μαϊου  1996. Και

 

Δημοσιεύθηκε  στην  Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση  στο  ακροατήριο,

στις 11 Ιουνίου 1996.-

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ