1200/1991 ΑΠ – Μίσθωση εργασίας. Σερβιτόροι. Αποδοχές. Επιδόματα εορτών. Υπολογισμός. Διάρκεια εργασίας μισθωτών καταστημάτων. Πολιτική Δικονομία. Λόγοι αναίρεσης.

1200/1991 ΑΠ ( 21034)

 

 

ΕΕΝ/1992 (729), ΕΕΡΓΔ/1992 (497)

Μίσθωση εργασίας. Σερβιτόροι. Αποδοχές. Επιδόματα εορτών.

Υπολογισμός. Διάρκεια εργασίας μισθωτών καταστημάτων.

Πολιτική Δικονομία. Λόγοι αναίρεσης. `Ελλειψη νόμιμης βάσης.

 

 

 

 

Αρείου Πάγου 1200/1991, Τμ. Β`

 

Πρόεδρος ο αεροπαγίτης, κ. Χρ. Γιαννακούρος

 

Εισηγητής ο αεροπαγίτης, κ. Κων. Δαφέρμος

 

Δικηγόροι η κ. Μαρία Δεληγιάννη και ο κ. Ι. Παπασταύρος

 

Η 19040/1981 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας,

που εκδόθηκε μετά από εξουσιοδότηση του ν. 1901/1280, του άρθρου 2 παρ.

2 ν.δ. 4547/1966 και άρθρου 1 ν. 1082/1980 και δημοσιεύτηκε στο Φεκ

742/1981 (τ. Β`), ορίζει στην παρ. 1 του άρθρου ότι όλοι οι μισθωτοί

που αμείβονται με μισθό ή ημερομίσθιο δικαιούνται από τους εργοδότες

τους επίδομα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, στην παρ. 2 του ίδιου

άρθρου ορίζεται ο χρόνος που πρέπει να διαρκέσει η σχέση εργασίας για

να καταβληθεί ακέραιο το επίδομα, ενώ στην παράγραφο 3 ρυθμίζεται το

ποσοστό του επιδόματος  που δικαιούνται οι εργαζόμενοι αν η σχέση

εργασίας με τον εργοδότη διήρκησε μικρότερο χρονικό διάστημα.

 

Εξάλλου στο εδ. α` της παρ. 1 του άρθρου 5 της ιδίας Α.Υ. Ερ.Οικ.,

ορίζεται ότι με σκοπό να λάβουν επίδομα και οι σερβιτόροι που

εργάζονται σε εστιατόρια και αμείβονται με ποσοσστά, αυξάνονται τα

ποσοστά που έχουν κανονοσθεί για την αμοιβή τους από την Μ. Τρίτη μέχρι

και την 9η ημέρα μετά το Πάσχα και από 16.12 μέχρι 15.1 επομένου

χρόνου. Κατά το επόμενο εδ. β` της ίδιας παρ., το προϊόν της αύξησης

των ποσσοτών περιέχεται στον οικείο εργοδότη, ο οποίος υποχρεούται,

σύμφωνα με τους οποίους υποχρεούται, σύμφωνα με τους ορισμούς του

άρθρου 1 της Υπουργικής απόφασης, να καταβάλλει σαν επίδομα εορτών

Χριστουγέννων ποσό ίσο με το 25πλάσιο και Πάσχα ίσο με το 15πλάσιο του

τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφλιστικής κλάσης (του ΙΚΑ) στην οποία κάθε

ένας σερβιτόρος ανήκει ή ανάλογο κλάσμα.

 

Σαφής έννοια των διατάξεων αυτών είναι ότι και οι σερβιτόροι ως

εργαζόμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου δικαιούνται

επίδομα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα είτε αμείβονται με πάγιο μισθό,

είτε με ποσοστά και ανεξάρτητα από το χρόνο που διήρκησε η σχέση

εργασίας. Αν αμείβονται με ποσοστά και ο χρόνος εργασίας διήρκησε

λιγότερο από τον οριζόμενο στο άρθρο 1 παρ. 2 της Υ.Α., τότε

δικαιούνται ανάλογο κλάσμα με βάση το άρθρο 1 παρ. 3 και το τεκμαρτό

ημερομίσθιο της ασφαλιστικής κλάσης που ανήκει ο σερβιτόρος.

 

Μετά από αυτά, το δικαστήριο που δίκασε, αφού δέχτηκε ότι ο ενάγων

και ήδη αναιρεσείων σερβιτόρος εστιατορίου μαειβόμενος με ποσσοτά, δεν

δικαιούται δώρου Πάσχα 1988, γιατί η σύμβαση εργασίας αν και άρχισε

στις 11.5.1987, έληξε στις 20.3.1988, πριν δηλαδή αυξηθούν τα ποσοστά

λόγω εορτών Πάσχα, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που

προαναφέρθηκαν και πρέπει με παραδοχή του πρώτου από το άρθρο 559 παρ.

1 Κ.Πολ.Δ. λόγου αναίρεσης ν` αναιρεθεί κατά τούτο η απόφαση.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 118, 556 και 566 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται

ότι ο λόγος αναίρεσης για να είναι ορισμένος και γι` αυτό παραδεκτός,

πρέπει να περιέχει κατά τρόπο συγκεκριμένο και ευσύνοπτο, εκτός των

άλλων, αναφορά πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την πλημμέλεια

που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, λόγος αναίρεσης για

έλλειψη νόμιμης βάσης δεν δίδεται κατά το άρθρο, 559 παρ. 19 Κ.Πολ.Δ.

όταν οι ελλείψεις που αποδίδονται στην απόφαση αναφέρονται  στην

ανάλυση και στάθμιση του αποδιεκτικού υλικού και γενικά σην εκτίμησησ

των αποδείξεων εφόσον το πόρισμα που εξάγεται από αυτές είναι σαφές. Με

το δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην αρχή στο δικαστήριο παραβίαση

του ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 173, 200 έγινε. Είναι

συνεπώς, κατά το μέρος αυτό αόριστος ο λόγος. Κατά το μέρος που ο λόγος

αποδείδει την πλημμέλεια της παραγράφου 11 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Ο

λόγος πρέπει ν` απορριφθεί ως αλυσιτελής αφού, κατά  την αναιρεσείουσα,

η απόδειξη που είναι πλαστογραφημένη, για την οποία το κατηγορητήριο,

δεν λήφθηκε υπόψη για άλλο λόγο από το δικαστήρι. Τέλος απαράδεκτος

είναι ο ίδιος λόγος κατά το μέρος που πλήσσει την απόφαση για έλλειψη

νόμιμης βάσης αφού αναφέρεται σε εκτίμηση των αποδείξεων και το

αποδεικτικό πόρισμα είναι σαφές.

Από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 ν.δ. 1037/1971 συνάγεται ότι η

διάρκεια εργασίας των μισθωτών καταστημάτων ορίζεται σε οκτώ ώρες την

ημέρα ήτοι 48 την εβδομάδα. Αφού λοιπόν, στην ένδικη υπόθεση, το

δικαστήριο που δίκασε δέχτηκε ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων

εργάζονταν έξι ημέρες την εβδομάδα επί οκτώ ώρες την ημέρα με το να

απορρίψει στη συνέχεια το κεφάλαιο της αγωγής για επιδίκαση λόγω

παράνομης υπερωριακής εργασίας, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου

διάταξη που προαναφέρθηκε και πρέπει ν` απορριφθεί ο αντίθετος τρίτος

λόγος αναίρεσης ως αβάσιμος.

Η υπόθεση, για το μέρος που αναιρέθηκε, χρειάζεται και άλλες

διευκρινήσεις και πρέπει μα παραπεφθεί για εκδίκαση στι Εφετείο

Πειραιά, που είναι ισόβαθμο και ομοειδές μ` αυτό που έκδοσε την

προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, η υπέρ του αναιρεσείοντα δικαστική

δαπάνη πρέπει να συμψηφιστεί εν μέρει γιατί εν μέρει μόνο νίκησε.

(Αναιρεί την 10705/1989 απόφαση του Εφετείου Αθηνών).