2218/1996 ΕΦΑΘ – Πολιτική Δικονομία. Εκκρεμοδικία : Εννοια. Δεν υπάρχει όταν κάποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης σε δικάσιμο χρονικά προγενέστερη εκείνης που είχε αρχικά ορισθεί. Διατροφή ανηλίκου τέκνου : προϋποθέσεις σχετικής αξίωσης. Ευθύνη και των δύο γονέων να συμβάλουν στην διατροφή ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Περιεχόμενο διατροφής. Προσδιορισμός αναγκών δικαιούχου με βάση τις συνθήκες της ζωής του. Εάν το τέκνο ζητήσει διατροφή από τον ένα γονέα τότε αυτός δικαιούται να επικαλεσθεί οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα για να συμβάλει στην διατροφή. Εννοια ανάλογης διατροφής.

2218/1996 ΕΦΑΘ (178970)

 

 

ΑΡΜ/1997 (361)

Πολιτική Δικονομία. Εκκρεμοδικία : Εννοια. Δεν υπάρχει όταν κάποιος από

τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης σε δικάσιμο χρονικά

προγενέστερη εκείνης που είχε αρχικά ορισθεί.

Διατροφή ανηλίκου τέκνου : προϋποθέσεις σχετικής αξίωσης. Ευθύνη και

των δύο γονέων να συμβάλουν στην διατροφή ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

Περιεχόμενο διατροφής. Προσδιορισμός αναγκών δικαιούχου με βάση τις

συνθήκες της ζωής του. Εάν το τέκνο ζητήσει διατροφή από τον ένα γονέα

τότε αυτός δικαιούται να επικαλεσθεί οικονομική δυνατότητα του άλλου

γονέα για να συμβάλει στην διατροφή. Εννοια ανάλογης διατροφής.

 

 

 

 

 

 

ΕφΑθ 2218/1996

 

Πρόεδρος: Στέργιος Αλεξίου.

Δικαστές: Σ. Πατεράκης (εισηγητής), Ι. Βερέτσος.

Δικηγόροι: Α. Πεσματζόγλου – Δ. Σφυρής.

 

Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 222 του ΚΠολΔ, η οποία έχει εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ και στην προκείμενη ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνου και η οποία ορίζει στη μεν παράγραφο 1 ότι όταν επέλθει η εκκρεμοδικία (δηλαδή η ολοκλήρωση της ασκήσεως της κατ` άρθρο 215 ΚΠολΔ με την επίδοση της στον εναγόμενο, βλ. και Ν. Νίκα, Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη, 1991, σελ. 123, ΑΠ 31/1985, ΕλλΔνη 1985.657, ΑΠ 1761/1985, ΕΕΝ 1986.649, ΕφΑθ 5233/1985 Ελλ Δνη 1985.1349) και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα, στη δε παράγραφο 2 οτι, αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκαση της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη, προκύπτει ότι εκκρεμοδικία δεν  ιδρύεται μόνο με τις εναρκτήριες του δικαστικού αγώνα πράξεις των διαδίκων, αλλά και με διαδικαστικές πράξεις των τελευταίων, που υποβάλλονται κατά τη διάρκεια της δίκης (βλ. Ν. Νίκα, Η ένσταση εκκρεμοδικίας κλπ., όπ. ανωτ., σελ. 32). Δεν υπάρχει απαράδεκτο λόγω εκκρεμοδικίας στην περίπτωση που η συζήτηση της υπόθεσης επισπεύδεται με επιμέλεια ενός των διαδίκων κατά την παρεχόμενη σ` αυτούς ευχέρεια με την ΚΠολΔ 230 παρ. 2, σε δικάσιμο χρονικά προγενέστερη εκείνης που είχε οριστεί αρχικά (βλ. ΑΠ 1279/1982 ΝοΒ 31.1342, ΑΠ 1628/ 1988 ΕλλΔνη 1991.790, ΕφΘεσ 2634/1991 Αρμ 1992.163). Στην προκείμενη περίπτωση η συζήτηση της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιο δικαστηρίου είχε ορισθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 22.5.1995, κατά την οποία αναβλήθηκε από το οικείο πινάκιο προς εκδίκαση για τη δικάσιμο της 29.9.1995. Στη συνέχεια η ενάγουσα επίσπευσε, με την από 25.5.1995 και με αριθμό εκθ. καταθ. 1522/26.5.95 κλήση τη συζήτηση της αγωγής, για τη δικάσιμο της 14ης Ιουλίου 1995, κατά την οποία και συζητήθηκε η υπόθεση. Κατά τη συζήτηση της αγωγής, κατά την ανωτέρω δικάσιμο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας δήλωσε ότι “παραιτείται της αγωγής του που εκδικάζεται στις 22.9.1995”. Η αναγραφόμενη στα πρακτικά της πρωτοβαθμίου δίκης ανωτέρω δήλωση, πρόδηλη είχε την έννοια ότι παραιτείται η ενάγουσα όχι από το δικόγραφο της αγωγής αλλά από τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στην προηγηθείσα δικάσιμο της 29.9. 1995. Η δήλωση αυτή κατά νόμο ήταν περιττή και μη αναγκαία, ενόψει του ότι η ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, ποιούμενη χρήση της παρεχόμενης σ` αυτήν από την ΚΠολΔ 230 παρ. 2 ευχέρειας με κλήση είχε ζητήσει δικάσιμο χρονικά προγενέστερη εκείνης που είχε οριστεί αρχικά. Ορθά, επομένως, έγινε δεκτό με την εκκαλούμενη απόφαση ότι δεν υπήρχε απαράδεκτο λογω εκκρεμοδικίας, εκ του ότι η συζήτηση της υπόθεσης είχε επισπευσθεί, με επιμέλεια της ενάγουσας, σε δικάσιμο χρονικά προγενέστερη εκείνης που είχε οριστεί αρχικά και περαιτέρω ορθά έγινε δεκτό ότι με την καταχωρηθείσα στα πρακτικά ανωτέρω δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας δεν έλαβε χώρα παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής αλλά περιττή κατά νόμο παραίτηση από τη συζήτηση αγωγής που είχε οριστεί σε μεταγενέστερη δικάσιμο. Όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τον όγδοο λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.

 

Επειδή, κατά το άρθρο 1486 παρ. 1 ΑΚ, “Το ανήλικο τέκνο, και αν ακόμη έχει περιουσία, έχει δικαίωμα διατροφής από τους γονείς του, εφόσον τα εισοδήματα της περιουσίας του ή το προϊόν της εργασίας του δεν αρκούν για τη διατροφή του”. Κατά το άρθρο 1489 παρ. 2 ΑΚ, “Oι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του”. Η νέα αυτή ρύθμιση της ευθύνης των γονέων για τη διατροφή του τέκνου, όχι κατ` ίσα μέρη αλλά ανάλογα με τις δυνάμεις του ο καθένας, είναι δικαιότερη, εκείνος δε που έχει την επιμέλεια του τέκνου, μπορεί να συνυπολογίσει κάθε τι που συνδέεται με την εξαιτίας αυτής πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου καθώς και άλλες παροχές σε είδος, οι οποίες απορρέουν από τη συνοίκηση, η οποία, κατά κανόνα, συνοδεύει την επιμέλεια. Ετσι, η μητέρα μπορεί να υπολογίσει στην υποχρέωση αυτής για διατροφή του τέκνου κάθε παροχή που συνδέεται γενικά με την ανατροφή του τέκνου, κάθε παροχή που συνδέεται γενικά με την ανατροφή του τέκνου. (Βλ. Gernhuber, Lehrbuch des Familienrechts, 3η Aufl. παρ. 42 II 1, σελ. 627, Munch. Komm. Kohler 8 zu παρ. 1606, Derleder, NJW 1978.1129). Η αποτίμηση όμως σε κάθε περίπτωση των ιδιαίτερων φροντίδων και παροχών της μητέρας, για την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου της, είναι δυσχερής (βλ. ΕφΑθ 10372/1986 ΝοΒ 35.555, Derleder, NJW 1978.1129, Gunther Beitzke, Familienrecht 21η έκδοση, σελ. 63). Εξάλλου, από τη νέα διάταξη του άρθρου 1493 ΑΚ, που ορίζει ότι “το μέτρο διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του (ανάλογη διατροφή)…”, προκύπτει σαφώς ότι έγινε αντικατάσταση του παλιού (στον ΑΚ 1484) προσδιοριστικού των αναγκών του δικαιούχου όρου της κοινωνικής του θέσεως” από τον όρο “των συνθηκών της ζωής του” (βλ. σχ. Συντ. 47, Σχέδ. Αναθ. 58, ΑΠ 2127/1984 ΝοΒ” 1985.1169, ΑΠ 1838/1984 ΝοΒ 1985.1139). Ο νέος προσδιοριστικός όρος ανταποκρίνεται στο επίπεδο διαβίωσης που προσήκει στο δικαιούχο ανάλογα με την ηλικία, υγεία, ικανότητες ή κλίσεις, εκπαίδευση κλπ., οι συνθήκες δε αυτές του δικαιούχου θα προσδιορίσουν το ύψος της διατροφής που του οφείλεται και η οποία μπορεί να είναι μικρότερη από τις δυνατότητες του υπόχρεου (βλ. J. Gernhuber, Lehrbuch des Familienrechts, 3η Aufl. παρ. 41 VII 1, σελ. 612). Αντίθετα, η διατροφή θα μειώνεται κάτω από το επίπεδο διαβίωσης του δικαιούχου, αν οι δυνατότητες του υπόχρεου είναι περιορισμένες και δεν επαρκούν (βλ. Πρακτικά Συντ. Προσχ. και Αιτιολ. Εκθεση, σελ. 133, Gernhuber, όπ. ανωτ., παρ. 42 Ι 4, σελ. 626, Munch. – Komm. – Kohler 28 zu παρ. 1610, πρβλ. σχετ. BGH, Urteil v. 25.11.1992, Fam. RZ 1993. 417, NJW RR 1993.332).

 

Στην περίπτωση κατά την οποία το τέκνο στραφεί μόνο κατά του ενός των γονέων, δικαιούται ο τελευταίος να επικαλεστεί ότι ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του, να καλύψει μέρος από την ανάλογη διατροφή του ανήλικου τέκνου, η οποία κατ` άρθρο 1439 παρ. 2 ΑΚ περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του ανήλικου, καθώς και τα έξοδα ανατροφής και γενικά της εκπαίδευσης του, εφόσον δε αποδεικνύεται αυτό, περιορίζεται η υποχρέωση προς διατροφή του εναγομένου κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα (βλ. ΑΠ 2127/ 1984 ΝοΒ 1985.1169, ΑΠ 1239/1988 ΕΕΝ 1989. 595, ΕφΑθ 3115/1984 ΕλλΔνη 1984.1047). Δυσχερή νομικά ζητήματα ανακύπτουν στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται αποφυγή γονέα να εργασθεί για να μη θεωρηθεί ότι έχει τη δυνατότητα να διατρέφει το τέκνο. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1486 παρ. 2, 1487, 1489 παρ. 2 και 1493 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 15 του ν. 1329/83, όταν πρόκειται για διατροφή ανηλίκων τέκνων, προκειμένου να εξευρεθεί το μέτρο της ευθύνης του κάθε γονέα, ανάλογα με τις δυνάμεις του και όχι κατ` ίσα μέρη, πρέπει να ερευνάται και η δυνατότητα των γονέων να αποκτήσουν εισόδημα από εργασία ανάλογη προς τα προσόντα και τις δυνατότητες τους, την οποία εργασία, κατά τις αρχές της καλής πίστης (άρθρο 288 ΑΚ) οφείλουν να αναζητήσουν για να απασχοληθούν επικερδώς, αφού ληφθούν υπόψη και όλες οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας. Η παράλειψη επομένως, του γονέα να εξεύρει ανάλογη με τα προσόντα και τις δυνατότητες του εργασία, με αποκλειστικό σκοπό να επιτύχει την απαλλαγή της υποχρεώσεως του προς διατροφή ανήλικου τέκνου του, δεν πρέπει να επιβραβεύεται, αντίθετα, κατά τον προσδιορισμό της συμμετοχής του στη διατροφή του ανηλίκου, πρέπει να τύχει μεταχειρίσεως, σαν να είχε πραγματικό εισόδημα από την εργασία αυτή (βλ. Ατσαλάκη, Ερμ ΑΚ, άρθρο 1478 αριθ. 1, Γ. Νικολόπουλο, σχόλιο στην ΕλλΔνη 1988.572, ΕφΑθ 3389/1995 ΕλλΔνη 1995.1558 και το κάτω απ` αυτήν σύμφωνο σημείωμα Μιχ. Μαργαρίτη, όπου γίνεται προσέγγιση της προβληματικής και από πλευράς συνταγματικών διατάξεων, Gernhuber, όπ. ανωτ., παρ. 42 Ι, σελ. 625, Kappe, σε Staudinger BGB, έκδοση 12η παρ. 1603 αριθ. 15 και 15-20).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στον πρώτο βαθμό (2327/1995 πρακτικά), οι οποίες λαμβάνονται η καθεμία χωριστά και σε συσχετισμό μεταξύ τους και εκτιμώνται σύμφωνα με το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, όπως αυτά αναφέρονται στις προτάσεις τους, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στην Αθήνα στις 2.9. 1982. Από το γάμο αυτό απέκτησαν δύο τέκνα, τον Ε. και το Γ., ηλικίας 11 και 3 ετών αντίστοιχα και ήδη από το έτος 1992 βρίσκονται σε διάσταση. Τα ανωτέρω ανήλικα τέκνα των διαδίκων δεν έχουν εισοδήματα από περιουσία ούτε πόρους από οποιαδήποτε πηγή και αδυνατούν λόγω της ηλικίας τους να εργασθούν. Επομένως, υπόχρεοι για διατροφή τους είναι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 1486 παρ. 2 και 1489 παρ. 2 του ΑΚ και οι δύο γονείς, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις. Το ανήλικο τέκνο των διαδίκων Ε. στην αρχή του επιδίκου χρονικού διαστήματος ήταν μαθητής ΣΤ` τάξεως Δημοτικού και για τη φοίτηση του αυτή απαιτείται ετησίως το ποσό των 770.000 δραχμών. Για την προετοιμασία προδιπλώματος γερμανικής γλώσσας και για τις εισαγωγικές εξετάσεις για το γερμανικό Γυμνάσιο είναι αναγκαία η παρακολούθηση ιδιαίτερων μαθημάτων γερμανικής γλώσσας, για τα οποία απαιτείται δαπάνη 80.000 δραχμών περίπου μηνιαίως. Για την κάλυψη των εξόδων διατροφής των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, με βάση τις ανάγκες τους, όπως αυτές προκύπτουν από το όλο πλέγμα των συνθηκών διαβιώσεως τους και εκπαιδεύσεως τους, απαιτείται το ποσό των 120.000 δραχμών μηνιαίως για τον Ε. και 40.000 δραχμών για τον Γ. Σε σχέση με τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι διπλωματούχος μηχανικός του κλάδου ηλεκτρολογίας. Οπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 6.12.1994 βεβαίωση της εταιρίας E.E.L. απασχολήθηκε στην εν λόγω εταιρία έως 2.6.1994 με μηνιαίες αποδοχές 180. 000 δραχμές. Με την από 29.6.1994 εγκριτική απόφαση του ΟΑΕΔ του εγκρίθηκε η χορήγηση επιδόματος ανεργίας από 9.6.1994 μέχρι 8.6.1995, το οποίο ανερχόταν σε 56.820 δραχμές μηνιαίως. Στις 27.5. 1995 υπέστη μικρά κατάγματα αμφοτέριυν των χεριών του στην πηχειοκαρπική χώρα και κατέστη ανίκανος για εργασία μέχρι τέλος Αυγούστου 1995. Τούτο όμως δεν τον εμπόδισε στην παράδοση μαθημάτων γερμανικής γλώσσας, με την οποία ασχολείται, όπως προκύπτει και από την κατάθεση της ίδιας της εξετασθείσας μάρτυρος αυτού, η οποία βεβαιώνει ότι ο εναγόμενος παρέδινε μαθήματα γερμανικής γλώσσας σε δύο παιδιά. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο εναγόμενος λάβαινε επίδομα ανεργίας και το οποίο περιλαμβάνει ένα μικρό τμήμα του επίδικου χρονικού  διαστήματος

από  18.4.1995  (επίδοση αγωγής) μέχρι 8.6.1995 (λήξη επιδόμαστος ανεργίας) δεν αποδεικνύεται κατά την κρίση του δικαστηρίου, συναγόμενη από την προσήκουσα αξιολόγηση όλων των προσκομιζόμενων αποδεικτικών στοιχείων, ότι ο εναγόμενος είχε, όπως ισχυρίζεται, ως μοναδικό εισόδημα το εκ δραχμών 56.820 μηνιαίο επίδομα ανεργίας. Ο εναγόμενος, κατά το διάστημα αυτό, προδήλως απασχολήθηκε με την παράδοση ιδιαιτέρων μαθημάτων γερμανικής γλώσσας και απεκέρδαινε, με τους μετριότερους υπολογισμούς τουλάχιστον 120.000 δραχμές μηνιαίως, αν ληφθεί υπόψη ότι μια ώρα διδασκαλίας γερμανικής γλώσσας πληρώνεται τουλάχιστον 7.000 δραχμές. Κατά το υπόλοιπο επίδικο χρονικό διάστημα δεν προκύπτει από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία ότι απασχολείται σε κάποια ιδιωτική εταιρία. Ούτε αποδείχθηκε επίσης ότι αναζήτησε την εξεύρεση εργασίας, ανάλογης με τα προσόντα και τις δυνατότητες του και ότι τούτο κατέστη ανέφικτο. Αντίθετα, από την ίδια την κατάθεση της μάρτυρος αυτού που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ενισχύεται η υποστηριζόμενη από την ενάγουσα-εφεσίβλητη άποψη, ότι ο εναγόμενος, επειδή δεν είχε έντονο οικονομικό πρόβλημα, αποποιήθηκε προσφερθείσα εργασία σε γερμανική εταιρία. Οπως κατέθεσε η μάρτυς του εναγομένου, “δεν εργάστηκε σε γερμανική εταιρία, δεν συμφώνησαν γι` αυτό και δεν εργάστηκε”. Ο εναγόμενος δεν παρέχει μια πειστική εξήγηση για ποιο λόγο, ενώ είναι ικανός προς εργασία (είναι ηλικίας 45 ετών), είναι διπλωματούχος μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος, εκπαιδευμένος στη Γερμανία, δεν συμφωνεί για προσφερόμενη εργασία σε γερμανική εταιρία και αρκείται στη λήψη του μηνιαίου επιδόματος ανεργίας των 56.820 δραχμών. Κατά την κρίση του δικαστηρίου, συναγόμενη από την προσήκουσα αξιολόγηση όλων των προσκομιζομένων αποδεικτικών στοιχείων, ο εναγόμενος, αν αναζητούσε, όπως όφειλε, κατά τις αρχές της καλής πίστης, εργασία ανάλογη προς τα ανωτέρω προσόντα και τις δυνατότητες αυτού, θα μπορούσε να εξεύρει ευχερώς με βάση και την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας και να απασχοληθεί επικερδώς. Το γεγονός αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό της συμμετοχής του στη διατροφή των ανωτέρω ανηλίκων τέκνων του. Ο εναγόμενος, όπως αποδείχθηκε περαιτέρω, φιλοξενείται από τον Αύγουστο του 1994 στην οικία του αδελφού του και ως εκ τούτου δεν επιβαρύνεται με καταβολή μισθώματος, τα δε έξοδα διατροφής του είναι περιορισμένα. Είναι 1) κύριος ακινήτου (οικοπέδου) εκτάσεως 300 μ2 στη θέση Κ. της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Αγίου Πέτρου Λευκάδας, 2) συγκύριος κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου  μιας  οικίας

με  υπόγειο  συνολικής  επιφάνειας 300 τ.μ. περίπου, η οποία βρίσκεται στην προαναφερθείσα θέση, 3) συγκύριος, κατά 1/4 εξ αδιαιρέτου, αγρού ο οποίος καλλιεργείται με τριφύλλι, εκτάσεως συνολικής 4 στρεμμάτων, που βρίσκεται στη θέση Μ. της κτηματικής περιφέρειας Αγίου Πέτρου Λευκάδας. Ο εναγόμενος ήταν επίσης συγκύριος κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου ελαιοστασίου εκτάσεως 2 στρέμματος περίπου στη θέση Κ. της ίδιας ανωτέρω κτηματικής περιφέρειας, όμως το ακίνητο αυτό το μεταβίβασε, αντί τιμήματος 500.000 δραχμών, δυνάμει του με αριθμό …/17.9.1993 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ν.Χ. Από την ανωτέρου ακίνητη περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είχε κάποιο εισόδημα. Περαιτέρω, από τα ίδια ανώτερω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα είναι Πρωτοδίκης και υπηρετούσε στην αρχή του επιδίκου χρονικού διαστήματος στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου Κρήτης, ήδη δε στο Πρωτοδικείο Άμφισσας, και οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονται σε 264.000 δραχμές. Από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο από 3.1.1996 βεβαίωση της ΔΟΥ ΚΓ` Αθηνών προκύπτει ότι η ενάγουσα για το οικονομικό έτος 1995 δήλωσε συνολικό εισόδημα από μισθο,ιτές υπηρεσίες 5.511.754 δραχμές, που αναλογεί σε εισόδημα 459.312 δραχμών μηνιαίως, η διαφορά όμως αυτή σε σχέση με την ανωτέρω βεβαίωση αποδοχών οφείλεται στο ότι στο δηλωθέν συνολικό εισόδημα για το οικονομικό έτος 1995 περιλαμβάνονται και καθυστερούμενες αποδοχές προηγούμενοι ετών. Η ενάγουσα είναι συγκυρία κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου διαμερίσματος στην Αθήνα, επί της οδού Σ. Συγκύριος του διαμερίσματος αυτού, κατά το υπόλοιπο εξ αδιαιρέτου ποσοστό, τυγχάνει ο εναγόμενος. Στο ενλόγω διαμέρισμα διαμένει η ενάγουσα με τα ανήλικα τέκνα της κατά τον χρόνο παραμονής της στην Αθήνα, ήδη όμως ο εναγόμενος έχει εγείρει αγωγή και ζητεί τη δικαστική διανομή του ακινήτου αυτού, καθώς και αποζημίωση χρήσεως για το ιδανικό μερίδιο που ανήκει σ` αυτόν. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα είναι κυρία ΙΧΕ αυτοκινήτου μάρκας Rover, καθώς και ψιλή κυρία κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου το οποίο βρίσκεται στη θέση Ξ. της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Ν. Μάκρης Αττικής. Το ακίνητο αυτό περιήλθε στην ενάγουσα δυνάμει του με αριθμό …/1990 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Ν.Χ., που μεταγράφηκε νόμιμα. Στην αρχή του επιδίκου διαστήματος επιβαρυνόταν με έξοδα παραμονής της στο Ηράκλειο που υπηρετούσε, ήδη δε επιβαρύνεται με έξοδα παραμονής στην Α. που υπηρετεί. Επίσης, επιβαρύνεται με την καταβολή δόσεων δύο δανείου, τα οποία εισέπραξε από την Εθνική Κτηματική Τράπεζα για την αγορά του προαναφερθέντος διαμερίσματος, ύψους 2.200.000 δραχμών ετησίως. Με τα δεδομένα αυτά των αποδείξεων και ενόψει του ότι ο εναγόμενος, όπως αποδείχθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, είναι σε θέση να πραγματοποιήσει εισόδημα τουλάχιστον 180.000 δραχμών μηνιαίως κατά μέσο όρο, κατά το επίδικο ανωτέρου χρονικό διάστημα, με βάση τα προαναφερθέντα προσόντα και τις δυνατότητες του, πρέπει να μετέχει στην ανάλογη διατροφή των ανηλίκων τέκνων του, που προσδιορίζεται με τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν, με το ποσό των 45.000 δραχμών για τον Ε. και 15.000 δραχμών μηνιαίως για το Γ. Τα ποσά αυτά είναι σε θέση να καταβάλλει ο εναγόμενος χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή. Το υπόλοιπο τμήμα της ανάλογης διατροφής, που ανέρχεται σε 75.000 δραχμές για τον Ε. και σε 25.000 δραχμές για τον Γ., καλύπτεται από τις σε είδος παροχές της ενάγουσας με την προσφορά της προσωπικής της εργασίας και απασχόλησης για τη φροντίδα και περιποίηση τους, καθώς και με την παροχή στέγης, αλλά και με την προσφορά της σε χρήμα, δεκτής γενομένης ως εν μέρει βάσιμου σχετικής ενστάσεως του εναγομένου περί συνεισφοράς της ενάγουσας στη διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους (άρθρο 1489 παρ. 2 ΑΚ, ΑΠ 46/1989 ΕλλΔνη 31.521). Αυτά δέχθηκε ως αποδειχθέντα και η εκκαλούμενη απόφαση και συνεπώς προέβη σε σύννομη και προσήκουσα εκτίμηση των αποδείξεων που προσκομίστηκαν. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους λόγους της κρινόμενης έφεσης του εναγομένου είναι αβάσιμα και η έφεση, καθώς και η αντέφεση, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολο τους ως ουσιαστικά αβάσιμες, ανακύπτει δε μόνο θέμα συμπληρώσεως των αιτιολογιών της εκκαλουμένης.

 

Ν.Β