953/2002 ΑΠ (313078)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Πολιτική Δικονομία. Αίτημα για επίδειξη εγγράφου. Μπορεί να προβληθεί
και
με τις προτάσεις. Απαραίτητα στοιχεία για την πληρότητα του αιτήματος.
Αίτημα για επίδειξη θεωρημένων από την επιθεώρηση εργασίας καταστάσεων
του
προσωπικού από τον εργοδότη. Αόριστο το αίτημα αφού δεν αναφέρεται ότι
οι
καταστάσεις αυτές βρίσκονται στα χέρια του εργοδότη, ούτε
προσδιορίζονται
επακριβώς ούτε περιγράφεται το περιεχόμενό τους. Η παράλειψη του
δικαστηρίου ν΄ αποφανθεί σε τέτοιο αίτημα δεν συνιστά το σφάλμα του
αδίκαστου αιτήματος.
Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ
Κ.Σ
Αριθμός 953/2002
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Eυάγγελο Περλίγκα, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο
Γεωργακόπουλο, Δημήτριο Παπαμήτσο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο και Αναστάσιο
Πράσσο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Απριλίου 2002, με
την παρουσία και της Γραμματέως Ευθυμίας Μαντζάνα για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος ………………………ο οποίος παραστάθηκε με την
πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη.
Της αναιρεσίβλητης …………………..Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο της Δημήτριο Μαούνη.
Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 28 Απριλίου 1999 αγωγή του ήδη
αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 1274/2000 του ίδιου δικαστηρίου και 1255/2000 του
Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο
αναιρεσείων, με την από 24 Ιουλίου 2001 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι
διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης
Δημήτριος Παπαμήτσος, ανέγνωσε την από 20 Φεβρουαρίου 2002 έκθεσή του, με
την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αναίρεσης. Η πληρεξούσια του
αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως και ο
πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την
καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τα άρθρα 118 παρ. 4, 566 παρ.1, 577 και 578 του ΚΠολΔ προκύπτει
ότι, όταν η αγωγή κρίθηκε κατ΄ ουσίαν βάσιμη ή αβάσιμη, για να είναι
ορισμένος, άρα και παραδεκτός, ο λόγος αναιρέσεως που αποδίδει στην
προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολΔ 559 αριθ.
1), δεν αρκεί η παράθεση στο αναιρετήριο της διατάξεως, που φέρεται ότι
παραβιάσθηκε, της κατά τον αναιρεσείοντα έννοιας της διατάξεως αυτής, καθώς
και της περί αυτής κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας και της δεκτής
γενομένης από αυτό έννομης συνέπειας, αλλά πρέπει να παρατίθενται στο
αναιρετήριο με σαφήνεια, πληρότητα και όχι αποσπασματικά και οι ουσιαστικές
παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δηλαδή τα δεκτά γενόμενα από αυτήν
πραγματικά περιστατικά. Διότι η ευδοκίμηση της αναιρέσεως εξαρτάται,
σύμφωνα με το άρθρο 578 ΚΠολΔ, από την ορθότητα όχι των νομικών
αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το
τελευταίο δε συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του
δικαστηρίου. Επομένως, η παράθεση των τελευταίων στο αναιρετήριο είναι
αναγκαία για να μπορεί να ελεγχθεί με βάση το περιεχόμενο αυτού αν η
αποδιδόμενη στην απόφαση παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου οδήγησε
σε σφαλερό διατακτικό. Δεν επιτρέπεται δε συμπλήρωση του αναιρετηρίου με
παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα ή στην προσβαλλόμενη απόφαση (Ολ.
Α.Π. 27/1998, 32/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της
αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ
αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου
διατάξεων των άρθρων 648 ΑΚ και 6 του ν. 765/1943 που κυρώθηκε με την
324/30-5-1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του Εισ. Ν ΑΚ,
με την κρίση της ότι τους διαδίκους συνέδεε σύμβαση έργου και όχι σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας. Στο αναιρετήριο, όμως, ενώ εκτίθενται το ιστορικό της
υποθέσεως, η νομική άποψη του αναιρεσείοντος περί της εννοίας των διατάξεων
που φέρονται ότι παραβιάστηκαν και η περί της εννοίας αυτής κρίση του
δικαστηρίου, δεν παρατίθενται με πληρότητα, αλλά αποσπασματικά, οι
ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου, δηλαδή τα δεκτά γενόμενα από αυτό
πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων κατέληξε στην ως άνω νομική κρίση
του, γι΄ αυτό ο ανωτέρω λόγος πρέπει προεχόντως να απορριφθεί ως αόριστος.
Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για
έλλειψη νόμιμης βάσης ιδρύεται όταν στην απόφαση δεν εκτίθενται σαφώς τα
πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου,
στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των όρων της διατάξεως που
εφαρμόσθηκε, ή περί της μη συνδρομής των όρων αυτών που αποκλείει την
εφαρμογή της, καθώς και όταν η ανωτέρω έλλειψη ή η έκθεση αντιφατικών
πραγματικών γεγονότων δεν επιτρέπουν το νομικό χαρακτηρισμό των
περιστατικών που έγιναν δεκτoί συνακόλουθα δε και τον έλεγχο της ορθής (ή
μη) εφαρμογής του νόμου. Αντίθετα, δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης για
έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν οι ελλείψεις της αποφάσεως ανάγονται στη
μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, ή αναφέρονται στην εκτίμηση των
αποδείξεων και στην αιτιολόγηση του συναχθέντος από αυτές πορίσματος, αρκεί
τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς, αφού στην κρίση του αυτή το
δικαστήριο της ουσίας προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ.
Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, από το
άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ. ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέλαβε σαφείς
και πλήρεις αιτιολογίες, ως προς το χρόνο λήξεως του ανατεθέντος έργου στον
ενάγοντα, σε τι συνίστατο η περαιτέρω παραμονή του τελευταίου στην
επιχείρηση και το λόγο της παραμονής του, μετά την “περάτωση του έργου”,
περί της προσφυγής στις 16-2-1999 του ενάγοντος στον Επόπτη Εργασίας λόγω
καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, περί δήθεν απασχόλησης του
ενάγοντος σε ατομική του επιχείρηση κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο
κ.λ.π., πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι πλήσσει τη στάθμιση,
ανάλυση και εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα την αιτιολόγηση του
σαφούς αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου.
Επειδή, αν αποδίδεται στην απόφαση ότι παραβιάσθηκαν οι ερμηνευτικοί
κανόνες των δικαιοπραξιών (ΑΚ 173, 200, 559 παρ.1 εδ. α΄ περ. β΄ ΚΠολΔ)
πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, αλλά και να προκύπτει, ότι το
δικαστήριο της ουσίας, διαπιστώσαν, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενών, ή
αμφιβάλλον ως προς την έννοια μιας δικαιοπραξίας (η σχετική του κρίση είναι
ανέλεγκτη), κατέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες. Στην προκείμενη
περίπτωση, ο αναιρεσείων, παρόλο ότι, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως,
κατά το οικείο μέρος του, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την
πλημμέλεια ότι παραβιάστηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200
ΑΚ, δεν επικαλείται ότι το Εφετείο διεπίστωσε, ευθέως ή εμμέσως, ότι
υπάρχει κενό ή αμφιβολία στις δηλώσεις των συμβαλλομένων ως προς το αν
συμφωνήθηκε μεταξύ των σύμβαση έργου ή εξαρτημένης εργασίας. Εξαιτίας της
ελλείψεως αυτής ο λόγος αυτός της αναιρέσεως είναι προεχόντως αόριστος και
πρέπει να απορριφθεί. Ο ίδιος λόγος της αναιρέσεως κατά το μέρος με τον
οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβιάσεως
του άρθρου 288 ΑΚ. πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, διότι δεν
προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η παραβίαση σε σχέση με την καλή πίστη και
τα συναλλακτικά ήθη.
Επειδή, κατά το άρθρο 450 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., κάθε διάδικος ή τρίτος έχει
υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα που κατέχει και που μπορούν να
χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος που
δικαιολογεί τη μη επίδειξή τους. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του
επόμενου άρθρου 451 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η επίδειξη, εφόσον
υπόχρεως είναι διάδικος, μπορεί να ζητηθεί και με τις προτάσεις. Για
την πληρότητα της σχετικής αιτήσεως πρέπει να εκτίθεται ότι το
έγγραφο βρίσκεται στα χέρια του αντιδίκου, αφού τούτο αποτελεί
προϋπόθεση της υποχρεώσεως για επίδειξη επίσης πρέπει να προσδιορίζεται
το έγγραφο και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενό του.
Διαφορετικά η αίτηση είναι αόριστη και άρα επουσιώδες. `Ετσι, αν το
δικαστήριο της ουσίας παραλείψει να αποφανθεί επ` αυτής δεν υποπίπτει
στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 Κ.Πολ.Δ.
πλημμέλεια, ήτοι δεν αφήνει αίτηση αδίκαστη. Στην προκείμενη περίπτωση, ο
ενάγων (ήδη αναιρεσείων), όπως προκύπτει από τις προτάσεις που ως
εφεσίβλητος κατέθεσε στο Εφετείο, ζήτησε να υποχρεωθεί η εκκαλούσα
εταιρία ( ήδη αναιρεσίβλητη) να επιδείξει τις θεωρημένες από την
επιθεώρηση εργασίας καταστάσεως του προσωπικού της, χωρίς, όμως, να
εκθέτει αν οι ως άνω καταστάσεις βρίσκονται στα χέρια της ήδη
αναιρεσίβλητης, να προσδιορίζονται επακριβώς οι εν λόγω καταστάσεις και
να περιγράφεται το περιεχόμενό τους. Συνεπώς, η αίτηση του
αναιρεσείοντος για επίδειξη των πιο πάνω καταστάσεων ήταν, κατά τα
προαναφερόμενα, αόριστη και άρα επουσιώδης. Το Εφετείο, λοιπόν, που
παρέλειψε να αποφανθεί επ` αυτής δεν υπέπεσε στην παραπάνω πλημμέλεια
της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 9 Κ.Πολ.Δ., ο δεύτερος δε και
τελευταίος λόγος της αναιρέσεως, που πλήσσει την προσβαλλόμενη απόφαση,
διότι το Εφετείο δεν απάντησε στο συγκεκριμένο ως άνω αίτημα του
αναιρεσείοντος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-7-2001 αίτηση του …………….για αναίρεση της
1255/2000 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης,
την οποία ορίζει σε επτακόσια (700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2002 και
δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο στις 28 Μαϊου 2002.
Ο ANTIΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ