912/2006 ΑΠ (415798)
(ΔΕΕ 2006/1313)
Μίσθωση εργασίας. Κλαδικές ΣΣΕ και ΔΑ. Αυτές ρυθμίζουν τους όρους εργασίας των εργαζομένων σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις. Ποιες είναι ομοειδείς επιχειρήσεις. Απόσπαση επιχειρήσεων που έχουν ένα ειδικότερο αντικείμενο δραστηριότητας και σχηματισμός αυτοτελούς κλάδου. Οι αποσπώμενες επιχειρήσεις συνιστούν ίδιο συνδικαλιστικό φορέα και καταρτίζονται ιδιαίτερες κλαδικές ΣΣΕ. Επέκταση της εφαρμογής των κλαδικών ΣΣΕ σε όλη τη χώρα, αν οι ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις επεκτείονται σε όλη τη χώρα. Συρροή ΣΣΕ ή ΔΑ και επιλογή της εφαρμοστέας. Δεν υφίσταται συρροή όταν οι αποσπώμενες επιχειρήσεις καταρτίζουν ίδιες κλαδικές ΣΣΕ. Δεκτή η αναίρεση κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. (Επικυρώνει την αρ. 5891/2003 ΕΦ ΑΘ).
Αριθμός 912/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1΄ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Αντιπρόεδρο, Ιωάννη Δαβίλλα, Γεώργιο Καράμπελα, Εμμανουήλ Καλούδη και Μάριο – Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 10 Ιανουαρίου 2006, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: …… …….. με την επωνυμία «………. ……….. ….», που εδρεύει στη …….. …….. και εκπροσωπείται νόμιμα.
Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Κουτσόλαμπρο.
Του αναιρεσίβλητου: ……… …….. του ……, κατοίκου ……. ……., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/11/2001 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2577/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 5891/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5 Δεκεμβρίου 2003 αίτησή της και τους από 2 Φεβρουαρίου 2005 πρόσθετους λόγους της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Δαβίλλας, διάβασε την από 1/2/2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από το συνδυασμό των άρθρων 3 παρ.1β, 8 παρ.2 και 11 παρ.2 του ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» προκύπτει ότι οι κλαδικές Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. περιέχουν τους όρους εργασίας που αφορούν τους εργαζομένους ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων πόλεως, περιφέρειας ή και όλης της χώρας. Ομοειδείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν το αυτό αντικείμενο δραστηριότητας και λειτουργούν υπό τις αυτές περίπου συνθήκες παραγωγής και διαθέσεως προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών και συναφείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν παρεμφερές αντικείμενο δραστηριότητας ή λειτουργούν υπό παρόμοιες συνθήκες. Οι κλαδικές Σ.Σ.Ε. ρυθμίζουν τους όρους εργασίας των εργαζομένων σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις ανεξάρτητα από την ειδικότητά τους και συνάπτονται από συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν εργαζομένους των επιχειρήσεων αυτών ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους. Είναι δυνατόν από ένα ευρύτερο κλάδο συναφών ή και ομοειδών επιχειρήσεων να αποσπώνται επιχειρήσεις που έχουν ένα ειδικότερο αντικείμενο δραστηριότητας ή λειτουργούν υπό ιδιαίτερες συνθήκες και να σχηματίζουν έτσι αυτοτελή κλάδο. Στις περιπτώσεις αυτές οι αποσπώπενες από τον ευρύτερο κλάδο επιχειρήσεις, εφ` όσον έχουν ένα ειδικότερο αντικείμενο δραστηριότητας ή λειτουργούν κάτω από ειδικές συνθήκες παραγωγής ή διαθέσεως των προϊόντων – υπηρεσιών τους(εφόσον δηλαδή διαφοροποιούνται από τις λοιπές επιχειρήσεις του κλάδου) νόμιμα συνιστούν ίδιο συνδικαλιστικό φορέα και επιδιώκουν την κατάρτιση ίδίων κλαδικών ΣΣΕ. Οι κλαδικές ΣΣΕ μπορεί να επεκτείνονται σε όλη τη χώρα (εθνικές κλαδικές) αν οι ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις, όπου απασχολούνται οι δεσμευόμενοι εργαζόμενοι, εκτείνονται σε όλη τη χώρα (άρθρ. 3 παρ. 1β ν. 1876/1990). Όταν μία ατομική σύμβαση εργασίας
εμπίπτει στο πεδίο ισχύος δύο ή περισσοτέρων Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. δημιουργείται το πρόβλημα της εφαρμοστέας, αφού διεκδικούν όλες την ρύθμιση της συγκεκριμένης εργασιακής σχέσεως (συρροή). Δεν υπάρχει, όμως, συρροή στην ανωτέρω περίπτωση των αποσπώμενων από τον ευρύτερο κλάδο επιχειρήσεων που έχουν ειδικότερο αντικείμενο δραστηριοτήτων και καταρτίζουν ίδιες κλαδικές Σ.Σ.Ε., οι οποίες και εφαρμόζονται ως ειδικές ή στην περίπτωση που ο εργοδότης και ο εργαζόμενος είναι μέλη των συμβαλλόμενων μόνο στη μία Σ.Σ.Ε. `η Δ.Α. συνδικαλιστικών οργανώσεων. Εξάλλου, η υπ` αριθ. 44/1998 Δ.Α. ( πρ. καταθ. Υπ. Εργασίας 31/28-8-1998,ΔΕΝ 54, 1108) επέλυσε διένεξη μεταξύ της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος (ΟΙΥΕ) αφ` ενός και των Εργοδοτικών Οργανώσεων : 1) Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος, 2) Σύνδεσμος Ανωνύμων Εταιρειών και Ε.Π.Ε., 3) Σύνδεσμος Εταιρειών
Πληροφορικής Eλλάδος 4) Ένωση Διαφημιστικών Εταιριών Ελλάδος, 5) Σύνδεσμος Διεθνών Διαμεταφορέων Ελλάδας 6) Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εθνικών Διαμεταφορέων Ελλάδος 7) Σύνδεσμος Ελληνικών Επιχειρήσεων COURIER, 8) Ελληνικός Σύνδεσμος Εταιριών Κέντρων Επαγγελματικής 9) Πανελλήνια Ένωση Ιδιωτικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, 10) Σύλλογος Ιδιοκτητών Παιδικών Σταθμών ΑΠΠ, 11) Ένωση Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιριών 12) Σύνδεσμος Εταιριών Καθαρισμού και 13) Σύλλογος Εταιριών Δημοσκόπησης και Έρευνας Αγοράς (ΣΕΔΕΑ). Το άρθρο 1 αυτής ορίζει : στην παρ. 1 με τον τίτλο «πεδίον εφαρμογής» ότι στους όρους
της υπάγονται οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας και έχουν τις εις αυτή ειδικότητες, μεταξύ των οποίων και «…δ) Προσωπικό φύλαξης (φύλακες , νυκτοφύλακες, θυρωροί) ..» και στην παρ. 2 ότι η απόφαση αυτή ισχύει για όλους τους εργαζόμενους των ανωτέρω ειδικοτήτων που είναι μέλη πρωτοβαθμίων σωματείων και ανήκουν στην ΟΙΥΕ και απασχολούνται στις επιχειρήσεις που υπάγονται στις εργοδοτικές οργανώσεις που δεσμεύονται από την απόφαση. Η ιδιότητα του μέλους πρωτοβάθμιου σωματείου, που ανήκει στην ΟΙΥΕ πιστοποιείται με βεβαίωση που εκδίδεται από τα αντιπροσωπευτικά πρωτοβάθμια σωματεία για λογαριασμό της ΟΙΥΕ στην οποία ανήκουν. Ακολούθησαν οι Δ.Α. 20/1999 (Π.Κ.Υ.Ε.15/1.6.1999, ΔΕΝ 55-735) και 28/2000 (Π.Κ.Υ.Ε.19/27.7.2000, ΔΕΝ 56-1124) οι οποίες
επέλυσαν διένεξη μεταξύ της Ο.Ι.Υ.Ε. αφενός και της «Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος» (οι υπόλοιπες επαγγελματικές οργανώσεις παρ` ότι κλήθηκαν νόμιμα δεν εμφανίστηκαν στην 1η Δ.Α., ενώ σε καμία από τις δύο δεν μετείχε ο Σύνδεσμος Ελληνικών Επιχειρήσεων COURIER) αφετέρου, και έχουν το ίδιο πεδίο εφαρμογής όπως και η προηγούμενη. Οι ανωτέρω Διαιτητικές Αποφάσεις, η ρύθμιση των οποίων δεν προσδιορίζει το είδος των επιχειρήσεων, έχουν, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, το χαρακτήρα κλαδικών Δ.Α., καλύπτουν δε τους εργαζομένους που απασχολούνται σε όλες τις επιχειρήσεις που έχουν ως επιχειρησιακό αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών σε τρίτους ανεξάρτητα από τις ειδικότερες υπηρεσίες που παρέχει η κάθε μία, διότι όλες έχουν παρεμφερές αντικείμενο δραστηριότητας. Περαιτέρω, μεταξύ της Ένωσης Εταιριών Ασφαλείας (Ε.Ε.Ν.Α.) αφενός και των εκπροσώπων της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος (ΟΙΥΕ) – εκπροσωπούμενης από τον Γεν Γραμματέα αυτής και τους Προέδρους των Σωματείων : Υπαλλήλων Wackenhut Security Hellas και Εργαζομένων στις Χρηματοαποστολές Group 4 – αφετέρου,
καταρτίστηκε η από 26-6-1998 Κλαδική ΣΣΕ «Εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και συστημάτων ασφαλείας όλης της Χώρας ετών 1998 και 1999» (Πρ. κατ. Υπ. Εργασίας 41/29-6-1998, κηρ. υποχρ. με Α.Υ.Ε. 11916/20-7-1998, ΔΕΝ 54-956 και 1119), το άρθρο 1 της οποίας με τίτλο
«Πεδίο ισχύος» ορίζει ότι στις διατάξεις αυτής υπάγονται όλοι οι εργαζόμενοι
που απασχολούνται στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και στις επιχειρήσεις συστημάτων ασφαλείας όλης της χώρας που έχουν τις εις αυτή ειδικότητες, ήτοι, εκτός άλλων, «Ι. Προσωπικό ασφαλείας (φύλακες, αρχιφύλακες, επόπτες) ΙΙ. Συνοδοί χρηματαποστολών. ΙΙΙ. Οδηγοί χρηματαποστολών….». Μεταξύ των ιδίων επαγγελματικών οργανώσεων καταρτίστηκε και η από 17-7-2000 Κλαδική ΣΣΕ (Πρ. καταθ. Υπ. Εργασίας 76/18-7-2000, ΔΕΝ 56-988) με το ίδιο πεδίο ισχύος όπως και η αμέσως προηγούμενη. Πρόκεινται, συνεπώς, δύο κανονιστικής ισχύος εθνικές κλαδικές ρυθμίσεις, τόσο με Δ.Α. (όπως οι προαναφερόμενες «παροχής υπηρεσιών») – στις οποίες σημειωτέον η οργάνωση των εργοδοτών (Ε.Ν.Ε.Α.) δεν μετείχε, – όσο και με ΣΣΕ (όπως οι ως άνω « παροχής υπηρεσιών ασφαλείας») , εκ των οποίων οι δεύτερες (Σ.Σ.Ε.), αφορούν επιχειρήσεις που έχουν ειδικότερο αντικείμενο δραστηριότητας, ήτοι ειδικά την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας, οι οποίες ως εκ τούτου σχηματίζουν αυτοτελή κλάδο. Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η 2577/2002 απόφαση του οποίου θεωρείται ότι ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, μετά την απόρριψη της ασκηθείσας κατ` αυτής εφέσεως ως ανυποστήρικτης, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, και τα εξής : Η εναγομένη και ήδη
αναιρεσείουσα προσέλαβε τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο την 1-12-1998 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως φύλακας – νυκτοφύλακας σε χώρους υποδεικνυόμενους από αυτή, των οποίων είχε αναλάβει την φύλαξη, στα πλαίσια επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και φύλαξης και συστημάτων συναγερμού που αυτή διατηρούσε, όπου και εργάστηκε, υπό σύστημα 5νθήμερης εργασίας, σε πέντε κυλιόμενες βάρδιες, που η αναιρεσείουσα είχε προσδιορίσει και αναφέρονται, μέχρι τέλος Φεβρουαρίου 2001 όταν οικειοθελώς αποχώρησε. Περαιτέρω δέχθηκε ότι, κατ` εφαρμογή των διατάξεων των (επικαλουμένων) Δ.Α. 44/1998 (από παραδρομή αναφέρεται 41/98), 20/1999 και 28/2000 « για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων που απασχολούνται στις επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών όλης της χώρας», ο αναιρεσίβλητος δικαιούται για κάθε μία από τις εις την αγωγή αιτίες και για κάθε αναφερόμενη χρονική περίοδο τα εις την πρωτοβάθμια απόφαση χρηματικά ποσά, ως διαφορές αποδοχών και προσθέτων αμοιβών (μετά προσαυξήσεων) για εργασία νυκτερινή, Κυριακών – αργιών και παράνομη υπερωριακή. Με βάση τις ανωτέρω υπηρεσίες που παρείχε ο αναιρεσίβλητος το ουσιαστικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποδοχές του ρυθμίζονταν με τις προαναφερθείσες Δ.Α. των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών κ.λ.π. και κατά μερική παραδοχή της αγωγής του, επιδίκασε σ` αυτόν τις διαφορές αποδοχών που προέκυπταν μεταξύ των καταβαλλομένων αποδοχών του και των προβλεπομένων από τις ανωτέρω Δ.Α. του χρονικού διαστήματος από 1-12-1998 έως 28-2-2001. Με τον μοναδικό, από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, όπως συμπληρώνεται με τους λόγους του δικογράφου των προσθέτων ως προς τις ελλιπώς παρατιθέμενες στο αναιρετήριο παραδοχές της πρωτόδικης αποφάσεως που ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, αποδίδεται στην άνω απόφαση η αιτίαση ότι , με το να εφαρμόσει στην περίπτωση του αναιρεσίβλητου τις ως άνω Δ.Α., αντί των από 26-6-1998 και 17-7-2000 Κλαδικών Σ.Σ.Ε. των «εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και συστημάτων ασφαλείας όλης της χώρας» των ετών 1998 και 1999 (Π.Κ.Υ.Ε. 41/29.6.98),παραβίασε τις κανονιστικές διατάξεις αυτών, ενόψει του ότι οι ως άνω Σ.Σ.Ε. έχουν καταρτισθεί μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΕΝ.Ε.Α. και Ο.Ι.Υ.Ε.) των οποίων οι διάδικοι είναι μέλη και στο πεδίο εφαρμογής τους
υπάγονται όλοι οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και στις επιχειρήσεις συστημάτων ασφαλείας όλης της χώρας και έχουν τις αναφερόμενες ειδικότητες, μεταξύ των οποίων και αυτή του «προσωπικού ασφαλείας (φύλακες, αρχιφύλακες, επόπτες)», με την οποία εργαζόταν και αμειβόταν ο αναιρεσίβλητος. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως είναι βάσιμος, αφού η ειδική σύμβαση εργασίας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής περισσότερων Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., ώστε να τεθεί θέμα εφαρμογής των διατάξεων για τη συρροή του άρθρου 10 του Ν. 1876/1990, αλλά υπάγεται στις ανωτέρω Σ.Σ.Ε., που αφορούν στο ειδικότερο αντικείμενο δραστηριότητας της αναιρεσείουσας, δηλαδή στην παροχή υπηρεσιών ασφαλείας ειδικά και διέπουν ως εκ τούτου την εργασιακή σχέση του αναιρεσίβλητου. Το Εφετείο, άρα, που δέχθηκε το αντίθετο με την ενσωματωμένη στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του πρωτόδικη απόφαση, παραβίασε τις, κανονιστικές, διατάξεις των ως άνω κλαδικών Σ.Σ.Ε (με τη μη εφαρμογή τους) και πρέπει γι` αυτό να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκουσας
έτσι της έρευνας των λοιπών λόγων του δικογράφου των προσθέτων. Ακολούθως, πρέπει, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 5.891/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που ορίζει σε χίλια εκατό (1.100) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 31 Ιανουαρίου 2006.
Και
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 9 Μαΐου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Π.Β.