90/2000 ΑΠ (287892)
Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/2000 (1)
Σύμβαση εργασίας. Καταγγελία συμβάσεως εργασίας. Δικαίωμα του εργοδότη
να αφαιρέσει από τους οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας κάθε τι που
ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή την παροχή της αλλού, επομένως
και τους μισθούς που έλαβε ο μισθωτός από την παροχή της εργασίας του
σε άλλον εργοδότη, την οποία δεν θα παρείχε εάν δεν μεσολαβούσε η
καταγγελία. Περιστατικά. Ορθή η κρίση του Εφετείου ότι ο αναιρεσείων
μισθωτός δεν δικαιούται μισθούς υπερημερίας, επειδή κατά το επίδικο
χρονικό διάστημα παρείχε την εργασία του αλλού με τις ίδιες αποδοχές.
Απόρριψη λόγων αναίρεσης κατ` άρθρο 559 αρ. 8, 11, 19 και 20 ΚΠολΔ της
προσβαλλόμενης υπ` αρ. 1303/97 απόφασης Εφετείου Αθηνών.
Μ.Ν
Αριθμός 90/2000
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2? Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Πολύβιο Μαντζιάρα, Αντιπρόεδρο,
Γεώργιο Ρήγο, Αρχοντή Ντόβα, Λέανδρο Ρακιντζή και Θεόδωρο
Παπαγιαννάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου
1999, με την παρουσία και της Γραμματέως Κωνσταντίνας Ξηροτύρη για να
δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ………………………….. ο οποίος
παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη.
Της αναιρεσίβλητης: ………………………. Εκπροσωπήθηκε από
τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παύλο Παπαδόγιαννη, ο οποίος δήλωσε ότι
-διά της από 24-6-1998 Τροποιητικής Συμβάσεως του Καταστατικού της
αναιρεσίβλητης απεχώρησε από την εταιρεία ο εκ των ομορρύθμων εταίρων
………………………………………χωρίς
οποιαδήποτε μεταβολή του νομικού της προσώπου και συνεχίζει τη δίκη με
τη νέα της επωνυμία.
Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 6/9/1995 αγωγή του ήδη
αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2340/1996 του ίδιου δικαστηρίου και 1303/1997
του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο
αναιρεσείων με την από 24/11/1998 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,
οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής
Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Παπαγιαννάκης ανέγνωσε την από 25 Οκτωβρίου
1999 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης
αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξουσία του αναιρεσείοντος ζήτησε
την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την
απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική
δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 656 εδ. β? του Α.Κ. ο εργοδότης δικαιούται να
αφαιρέσει από τους οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας κάθε τι που ο
εργοζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή την παροχή της
αλλού. Επομένως και τους μισθούς που έλαβε ο εργαζόμενος από την
παροχή της εργασίας του σε άλλο εργοδότη, την οποίαν εργασία αν δε
μεσολαβούσε η καταγγελία δεν θα παρείχε. Στην προκειμένη περίπτωση το
Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε,
ανελέγκτως, τα εξής: Με την προηγούμενη, υπ? αριθ. 7112/1995 απόφαση
του ίδιου δικαστηρίου κρίθηκε τελεσιδίκως ότι η από 1-9-1993
καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας του αναιρεσείοντος
ως σερβιτόρου ήταν άκυρη και περαιτέρω επιδικάσθηκαν σε αυτόν μισθοί
υπηρημερίας για το από 2-9- 1993 έως 2-3-1994 χρονικό διάστημα. Η ως
άνω απόφαση καθόσον αφορά την ύπαρξη έγκυρης συμβάσεως εργασίας και
την ακυρότητα της καταγγελίας αυτής, από την αναιρεσίβλητη παρέχει
δεδικασμένο. Περαιτέρω δέχτηκε τα εξής: Με αγωγή ο αναιρεσείων ζήτησε
να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, μισθούς υπερημερίας του
για τα μεταγενέστερα από 2-3-1994 μέχρι 15-6-1994 και από 17-10-1994
μέχρι 2- 5-1995 χρονικά διαστήματα κατά το οποίο η αναιρεσίβλητη
εξακολούθησε, να αρνείται την παροχή των υπηρεσιών του.
Κατά το άνω επίδικο χρονικό διάστημα ο αναιρεσείων εργάστηκε ως
σερβιτόρος σε άλλο εργοδότη, στην εταιρία με την επωνυμία “…………..
Κηφισιά Α.Ε?, η οποία διατηρεί ζαχαροπλαστείο στην Κηφισιά Αττικής και
κέρδισε από την εργασία του αυτή τα ίδια ποσά που θα κέρδιζε αν
εργαζόταν στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης. Ο αναιρεσίβλητος,
δέχτηκε ειδικότερα το Εφετείο, εργάστηκε στην πιο πάνω επιχείρηση στην
Κηφισιά καθόλο το πιο πάνω επίδικο χρονικό διάστημα και όχι με
συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μόνο κατά τα χρονικά διαστήματα
από 15-6-1994 μέχρι και 16-10-1994 και από 2-5-1995 μέχρι 15-10-1995
για τα οποία δεν ζήτησε με την ένδικη αγωγή του μισθούς υπερημερίας,
επειδή, κατά τους ισχυρισμούς του, κέρδισε από την εργασία του στην
πιο πάνω επιχείρηση όσα θα κέρδιζε αν εργαζόταν στην επιχείρηση της
αναιρεσίβλητης. Και το δικαστήριο, με βάση τις παραδοχές αυτές, έκρινε
ότι ο αναιρεσείων δεν δικαιούται μισθούς υπερημερίας για το επίδικο
χρονικό διάστημα, αφού εργάσθηκε στην επιχείρηση …………..με τις ίδιες
αποδοχές που θα αποκόμιζε αν εργαζόταν στην επιχείρηση της
αναιρεσίβλητης και κατέληξε στην απόφαση ότι η αγωγή του ήταν
απορριπτέα, κατ? αποδοχή της σχετικής ενστάσεως της αναιρεσίβλητης
(του εδ. β? του άρθρ. 656 του Α.Κ.), που προσβλήθηκε πρωτοδίκως κατά
τρόπο ορισμένο και επαναφέρθηκε στην κατ? έφεση δίκη από την
αναιρεσίβλητη. Με τις πιο πάνω ουσιαστικές παραδοχές και την κρίση του
αυτή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα μη προταθέντα και έχοντα
ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης καθόσον σαφώς προτάθηκε, όπως
προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (προτάσεις
στο πρωτοδικείο, έφεση, προτάσεις στο Εφετείο), κατά τρόπο σαφή και
ορισμένο η ένσταση από την αναιρεσίβλητη ότι ο αναιρεσείων καθόλο το
επίδικο χρονικό διάστημα εργάσθηκε στην άνω επιχείρηση “……….” στην
Κηφισιά ως σερβιτόρος και αποκόμισε οφέλη και αποδοχές κατά πολύ
μεγαλύτερες από αυτές (δηλαδή τις αξιούμενες με την αγωγή) που θα
ελάμβανε παραμένων στη μικρή επιχείρηση της αναιρεσίβλητης, ήτοι αν
δεν μεσολαβούσε η άκυρη καταγγελία και η υπερημερία της τελευταίας.
Επίσης το Εφετείο διέλαβε επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες στην απόφασή
του δεχόμενον ότι αποκόμισε οφέλη ίδια που θα ελάμβανε αν εργαζόταν
στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης, αφού το τελευταίο σαφώς έχει την
έννοια που προαναφέρθηκε. Επομένως οι πρώτος και δεύτερος λόγοι
αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 19 του Κ.Πολ.Δ. είναι
αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το
δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι
επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν.
Εξάλλου από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και
340 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη
δικανική του πεποίθηση συνεκτιμά ελεύθερα όλα τα αποδεικτικά μέσα που
επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι προς απόδειξη των
ισχυρισμών τους. Και έχει μεν την υποχρέωση, σύμφωνα με τις πιο πάνω
διατάξεις και εκείνες του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος,
αιτιολογώντας την απόφασή του, να αναφέρει τους λόγους που το οδήγησαν
στο σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όχι όμως και να κάνει
ειδική μνεία για καθένα από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και
προσκόμισαν οι διάδικοι προς άμεση και έμμεση απόδειξη. Τα παραπάνω
δεν αποκλείουν το δικαίωμα του δικαστηρίου να μνημονεύσει και να
εξάρει ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη
κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα
βέβαιο, από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα
αποδεικτικά μέσα που επικλήθηκαν και προσκομίσθηκαν νόμιμα. Στην
προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη
απόφασή του, κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι είναι βάσιμη η
ένσταση της αναιρεσίβλητης και αβάσιμη η αγωγή του αναιρεσείοντος,
συνικτιμώντας και αξιολογώντας όλα τα έγγραφα που προσκομίστηκαν από
τους διαδίκους. Από τη βεβαίωση αυτή και τις αιτιολογίες της
προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει αναμφισβήτητα ότι το ως άνω
δικαστήριο, έλαβε υπόψη του και εκτίμησε προς σχηματισμόν της κρίσεώς
του επί των κατά της αγωγής προβληθέντων ισχυρισμών και επί των
ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης μεταξύ όλων των άλλων και τα αναφερόμενα
έγγραφα και μάλιστα τις αναφερόμενες στο αναιρετήριο δύο συμβάσεις
εργασίας ορισμένου χρόνου με την επιχείρηση “…………..”, τα (αναφερόμενα)
ασφαλιστικά βιβλιάριά του και τα ατομικά δελτία ασφαλιστικών εισφορών
Ι.Κ.Α. Το δικαστήριο μάλιστα εκτιμώντας ως μεγαλύτερης σημασίας τα πιο
πάνω έγγραφα τα εμνημόνευσε ιδιαιτέρως. Επομένως ο δεύτερος λόγος
αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του από το άρθρο 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ.
πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559
αριθ. 20 ιδρύεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου
με το να δεχθεί γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που
αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. λγγραφα κατά το λόγο αυτό είναι τα
αποδεικτικά, κατά τα άρθρα 339 και 432 Κ.Πολ.Δ., που παρέχουν άμεση ή
έμμεση απόδειξη κατά του αντιδίκου. Παραμόρφωση υπάρχει όταν το
δικαστήριο κάνει διαγνωστικό λάθος και αποδίδει σε ορισμένο έγγραφο
περιεχόμενο διαφορετικό από το αληθινό και όχι λάθος κατά την
αξιολόγησή του, δηλαδή κάνει ελλιπή ή εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου.
Δεν ιδρύεται δε από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως όταν κατ?
εκτίμηση εγγράφου, ως τούτο έχει κατά το περιεχόμενό του, είτε
μεμονωμένως είτε σε συνδυασμό με το σύνολο των επικληθέντων και
προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, το δικαστήριον
πείθεται περί της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας των πραγματικών
γεγονότων, προς απόδειξη των οποίων το έγγραφο προσκομίζεται. Στην
προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχτηκε τ? ανωτέρω, ήτοι ότι ο
αναιρεσείων εργάσθηκε ως σερβιτόρος στην ως άνω επιχείρηση “……….”
και αποκόμισε οφέλη και αποδοχές ίδιες με αυτές που θα απεκόμιζε αν
εργαζόταν στην επιχείρησή της αναιρεσίβλητης, από την εκτίμηση του
συνόλου των αποδείξεων που προσκομίσθηκαν, μεταξύ των οποίων και τα
αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη έγγραφα. Επομένως ο λόγος
αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος και
πρέπει να απορριφθεί.
Τέλος ο τρίτος λόγος αναιρέσεως με την αιτίαση ότι το Εφετείο για το
σχετικό σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος στηρίχθηκε στις
καταθέσεις των μαρτύρων, (παρά την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 19,
ενώ ελλείπει από την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως η
έκθεση και παράθεση των πραγματικών περιστατικών και στοιχείων τα
οποία δικαιολογούσαν την κρίση του δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθη ότι
δεν εργάσθηκε κατά τη διάρκεια της υπερημερίας όλο το επίδικο διάστημα
στην επιχείρηση ………….., πλήττει την εκτίμηση από το Εφετείο
πραγματικών γεγονότων, που είναι κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. του
ίδιου κώδικα, αναιρετικά ανέλεγκτη.
Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και
να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, γιατί νικήθηκε, στη δικαστική δαπάνη
της αναιρεσίβλητης (άρθρο 176, 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24 Νοεμβρίου 1998 αίτηση του ………………….
για αναίρεση της 1303/1997 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της
αναιρεσίβλητης την οποία ορίζει στις διακόσιες ογδόντα χιλιάδες
(280.000) δραχμές.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Δεκεμβρίου 1999. Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο στις 18 Ιανουαρίου 2000.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ