843/2002 ΑΠ (330883)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Δ/ΝΗ 2002/1659, ΔΕΕ 2003/831, ΕΕΡΓΔ 2004/407)
Η συμφωνία περί παραιτήσεως του εργαζομένου από νόμιμες εν γένει μισθολογικές αξιώσεις του, είναι άκυρη είτε γίνεται πριν από την παροχή της εργασίας, είτε μετά από αυτήν. Αντιθέτως η απαγόρευση και η ακυρότητα δεν αφορούν στον υπέρ τα νόμιμα όρια συμβατικό μισθό, καθώς και στις απαιτήσεις εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Μορφή παραιτήσεως από το μισθό αποτελεί και ο κατ΄ άρθρο 871 ΑΚ συμβιβασμός του εργαζομένου ως προς μισθολογικές αξιώσεις, ο οποίος είναι μεν άκυρος όσον αφορά τις ανωτέρω αξιώσεις, ως προς τις οποίες απαγορεύεται η παραίτηση, είναι όμως έγκυρος, όταν ως προς τις πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις των εν λόγω αξιώσεων του εργαζομένου επικρατεί σοβαρή αμφιβολία, και, σε κάθε περίπτωση (είναι έγκυρος ο συμβιβασμός), ως προς τις αξιώσεις του αυτές για τις οποίες επιτρέπεται η παραίτηση. Εάν σε δίκη με αντικείμενο την επιδίκαση μισθολογικών αξιώσεων του εργαζομένου απορρεουσών από το νόμιμο μισθό του, προβληθεί από τον εργοδότη η ανατρεπτική της αγωγής ένσταση της αποσβέσεώς τους μέσω συμβιβασμού, η αποδοχή αυτής (της ανωτέρω ενστάσεως) προϋποθέτει την επίκληση και απόδειξη από πλευράς εργοδότη της υπάρξεως σοβαρής αμφιβολίας ως προς τις πραγματικές και νομικές προϋποθέσεις των επιδίκων αξιώσεων, τη συνδρομή της οποίας, καθώς και το περιεχόμενό της οφείλει να αναφέρει στο σκεπτικό της η εκδιδόμενη επί της αγωγής απόφαση για την πληρότητα της αιτιολογίας της (αναιρεί την Εφετείου Αθηνών 1741/2000).
Κ.Σ
Αριθμός 843/2002
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Δαμάσκο, Αντιπρόεδρο, Αρχοντή Ντόβα, Λέανδρο Ρακιντζή, Χρήστο Μπαλντά και Θεόδωρο Τζέμο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Φεβρουαρίου 2002, με την παρουσία και της γραμματέως Χαρίκλειας Αντωνοπούλου, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: …………….. ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη.
Της αναιρεσιβλήτου: …………Εκπροσωπήθηκε από την εκπρόσωπο και εκκαθαρίστριά της ……… που διόρισε στο ακροατήριο πληρεξούσιό της τον δικηγόρο Δημήτριο Ασημακόπουλο, ο οποίος δήλωσε ότι η αναιρεσίβλητος Ο.Ε. έχει λυθεί και τελεί υπό εκκαθάριση.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30 Ιουλίου 1997 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 817/1999 του ίδιου Δικαστηρίου και 1741/2000 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30 Νοεμβρίου 2000 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. O εισηγητής Αρεοπαγίτης Λέανδρος Ρακιντζής ανέγνωσε την από 12 Φεβρουαρίου 2002 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια, ότι δεν απέρριψε την ένδικη αντέφεση ως απαράδεκτη, διότι δεν αφορούσε τα εκκληθέντα και τα αναγκαίως μετά τούτων συνεχόμενα κεφάλαια, αλλ` αναγόταν στον κατά τα κατωτέρω μεταξύ των διαδίκων κατά το άρθρο 871 του ΑΚ συμβιβασμό, πρέπει να απορριφθεί, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμος, αφού ο συμβιβασμός αυτός δεν συνιστά ίδιο κεφάλαιο της δίκης, αλλ` αποτελεί βάση μη γνήσιας, καταλυτικής
της αγωγής, ενστάσεως.
Επειδή, όπως προκύπτει από τα άρθρα 3, 174 και 679 Α.Κ. 8 ν. 2112/20, 11 παρ. 1 ν. 547/37 4 α.ν. 1843/39, 5 παρ. 1 ν. 539/45, 14 ν. 551/14, 8 ν. 4020/59 η συμφωνία περί παραιτήσεως του μισθωτού από τις νόμιμες εν γένει μισθολογικές αξιώσεις του, είναι άκυρη είτε γίνει πριν από την παροχή εργασίας είτε μετά από αυτή. Αντίθετα η απαγόρευση και η ακυρότητα δεν αφορούν στον υπέρ τα νόμιμα όρια συμβατικό μισθό και στις απαιτήσεις εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Μορφή παραιτήσεως από το μισθό αποτελεί και ο
κατά το άρθρο 871 του ΑΚ συμβιβασμός του μισθωτού με τον εργοδότη ως προς
μισθολογικές αξιώσεις, ο οποίος είναι μεν άκυρος όσον αφορά τις παραπάνω αξιώσεις, ως προς τις οποίες απαγορεύεται η παραίτηση, είναι όμως έγκυρος, όταν ως προς τις πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις των εν λόγω αξιώσεων του μισθωτού επικρατεί σοβαρή αμφιβολία και σε κάθε περίπτωση, ως προς αυτές, για τις οποίες επιτρέπεται η παραίτηση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής : Στις 12-12-1996 o ενάγων και ήδη αναιρεσείων προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας Ν. Φιλαδελφείας αναφέροντας οικονομικές διαφορές του με την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη, από νυκτερινή εργασία, συμβολικούς μισθούς, εργασία τις Κυριακές και αργίες, αποζημίωση για στέρηση εβδομαδιαίας αναπαύσεως, τριετίες και δώρο Χριστουγέννων 1996. Κατά τη συζήτηση της προσφυγής, την 9-1-1997, οι διάδικοι συμβιβάσθηκαν στο ποσό του 1.000.000 δραχ. και συγκεκριμένως συμφώνησαν εγγράφως ότι, εφόσον καταβληθεί στον ενάγοντα όλο το ως άνω ποσό, δεν θα υπάρχει μεταξύ αυτού και της εναγομένης οιαδήποτε οικονομική διαφορά και ειδικότερα ικανοποιούνται οι προαναφερθείσες αξιώσεις του ενάγοντος
καθόσον αφορά το χρονικό διάστημα από 15-3-1995 έως 10-11-1996, εφόσον η εναγομένη (που κατέβαλε μέχρι την ημέρα του συμβιβασμού το ποσό των 770.000 δρχ.) θα εξοφλούσε εμπρόθεσμα στις 10-3-1997 και 25-4-1997 δύο συναλλαγματικές των 50.000 κι 280.000 δραχ. αντίστοιχα που δόθηκαν στον ενάγοντα. Στις 10-3-1997, η εναγομένη εξόφλησε την πρώτη συναλλαγματική των 50.000 δραχ. Στην συνέχεια όμως στις 25-4-1997 η δεύτερη συναλλαγματική των 280.000 δραχ. δεν εξοφλήθηκε. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε υπαιτιότητα του ενάγοντος και όχι της εναγομένης. Τούτο δε διότι, όπως προέκυψε, η τελευταία όχλησε τον ενάγοντα να της προσκομίσει τη συναλλαγματική αλλ` αυτός δεν την εμφάνισε, ανεξαρτήτως βεβαίως του ότι μεταγενεστέρως η εναγομένη προθυμοποιήθηκε να εξοφλήσει τη συναλλαγματική, αλλ` ο ενάγων αρνήθηκε.
Συνεχίζει δε το Εφετείο ότι από τα ως άνω εκτεθέντα κρίνεται ότι ο υπό διαλυτική αίρεση διαπλαστικού χαρακτήρος συμβιβασμός, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, παρέμεινε ενεργός και έγκυρος, εφόσον δεν πληρώθηκε η πιο πάνω αίρεση, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται η ευχέρεια σε κανέναν από αυτούς να προβάλει αξιώσεις από τις οποίες παραιτήθηκε με τον συμβιβασμό. Κατόπιν αυτών- καταλήγει το Εφετείο- ο προβληθείς με τις προτάσεις της εναγομένης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρισμός, που επαναφέρθηκε στο Εφετείο, περί του προαναφερθέντος συμβιβασμού (που συνιστά ανατρεπτική ένσταση κατά της αγωγής) πρέπει να γίνει δεκτός και κατ` ουσίαν. Για την κρίση του όμως περί του κύρους του ως άνω συμβιβασμού το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό
έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ως άνω διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, ο ως άνω συμβιβασμός ανάγεται κατά το Εφετείο σε νόμιμες μισθολογικές κυρίως αξιώσεις του ενάγοντος κατά της εναγομένης με βάση
μεταξύ τους σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου- την οποία ( σύμβαση ) ουδόλως έκρινε άκυρη η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση. Εξ άλλου, κατά την απόφαση αυτή, το ποσό του εν λόγω συμβιβασμού ενιαίως
συμφωνήθηκε για όλες τις επί μέρους ένδικες αξιώσεις και επομένως, το κύρος αυτού κατ` ανάγκη ενιαίως θα κριθεί για όλες τις αξιώσεις αυτές. Δεν διευκρινίζεται όμως στην προσβαλλόμενη απόφαση αν υπήρχε – και ως προς τι
συγκεκριμένως- σοβαρή αμφιβολία ως προς τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις των ως άνω απαιτήσεων του ενάγοντος. Πρέπει, συνεπώς, κατά το βάσιμο υπό την έννοιαν αυτήν, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 του Κ.πολ.Δ. λόγο της αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι
δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές ( άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.πολ.Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1741/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος,
την οποία ορίζει στο ποσόν των χιλίων (1000) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2002
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο στις 14 Μαϊου 2002.
Ο ANTIΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ