83/1997 ΑΠ (184336)
Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/1997 (1), Δ/ΝΗ/1997 (1560), ΕΕΝ/1998 (417), ΕΕΡΓΔ/1999 (12)
Δικονομία πολιτική. Η παράλειψη εκτιμήσεως των αποδείξεων ή και η
στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος σε δικαστικά τεκμήρια ή αποδεικτικά
επιχειρήματα δεν συνιστά πλημμέλεια του άρθρου 559 περ. 19 του ΚΠΟΛΔ.
Μίσθωση εργασίας. Καταγγελία. Καταβολή αποζημιώσεως εργατοτεχνίτη αντί
της αποζημιώσεως υπαλλήλου. Αναίρεση της υπύ αριθμόν 12.932/1995
αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών που έκρινε άκυρη την καταγγελία για τον
άνω λόγο ενώ ο εργαζόμενος είχε ζητήσει την καταβολή μισθών υπερημερίας
θεωρώντας έγκυρη την απόλυσή του.
Αριθμός 83/1997
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β` Πολ. Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Καβαλλιέρο, Αντιπρόεδρο,
Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Ευάγγελο Περλίγκα, Ιωάννη Τέτοκα και Αναστάσιο
Καραγεώργη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Οκτωβρίου
1996, με την παρουσία και της Γραμματέως Βασιλικής Σαμίου, για να
δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “………..
…..”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Παραστάθηκε ο
νόμιμος εκπρόσωπός της …………… και διόρισε στο ακροατήριο
πληρεξούσιό της τον δικηγόρο Δημήτριο Πανταζή.
Του αναιρεσιβλήτου: Β. Κ., κατοίκου Νέων Λιοσίων-Αττικής, ο οποίος
παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25 Φεβρουαρίου 1994 αγωγή του
ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2531/1994 του ίδιου Δικαστηρίου και 12932/1995
του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η
αναιρεσείουσα με την από 6 Φεβρουαρίου 1996 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,
οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο Εισηγητής
Αρεοπαγίτης Αναστάσιος Καραγεώργης ανέγνωσε την από 15 Οκτωβρίου 1996
έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινομένης
αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της
αιτήσεως και η πληρεξουσία του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και
καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από την διαβεβαίωση του Εφετείου που περιέχεται στην προσβαλλομένη
απόφαση ότι εξετίμησε όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν
οι διάδικοι προκύπτει ότι εκτιμήθηκαν και τα έγγραφα που αναφέρονται
στον πρώτο εκ του άρθρου 559 αριθ. 11 του Κ.Πολ.Δ. λόγο του
αναιρετηρίου. Συνεπώς ο λόγος αυτός, για τον οποίο υποστηρίζεται το
αντίθετο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΙ. Ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για
έλλειψη νόμιμης βάσης, συνεπεία ανεπαρκούς ή αντιφατικής αιτιολογίας,
ιδρύεται όταν από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν
προκύπτουν σαφώς, επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά
περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της διάταξης
ουσιαστικού νόμου που εφαρμόσθηκε ή δεν εφαρμόσθηκε και όχι όταν
υπάρχουν πλημμέλειες στην μείζονα σκέψη του δικανικού συλλογισμού της
απόφασης ή ελλείψεις στην εκτίμηση των αποδείξεων ή δεν ελήφθησαν
υπόψη αποδείξεις. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο του
αναιρετηρίου αποδίδεται στο Εφετείο πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αριθ.
19 του Κ.Πολ.Δ. για ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία διότι δέχθηκε
αφ` ενός μεν ότι ο αναιρεσίβλητος είχε γνωστοποιήσει κατά την πρόσληψή
του στην υπηρεσία της αναιρεσείουσας ότι ήταν απόφοιτος της σχολής
τουριστικών επαγγελμάτων χωρίς να εκτιμήσει τα αποδεικτικό υλικό, αλλά
στηριζόμενο σε επιχειρήματα περί της πειστικότητας ή μη των αντιθέτων
ισχυρισμών της αναιρεσείουσας, αφ` ετέρου δε ότι και αν ο
αναιρεσίβλητος δεν είχε γνωστοποιήσει την ως άνω ιδιότητά του
εδικαιούτο πάντως κατά την απόλυση αυτού να λάβει αποζημίωση υπαλλήλου.
Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού,
όπως αναφέρθηκε, η παράλειψη εκτίμησης των αποδείξεων ή και η στήριξη
του αποδεικτικού πορίσματος σε δικαστικά τεκμήρια ή αποδεικτικά
επιχειρήματα δεν συνιστά πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 του
Κ.Πολ.Δ., η δε κρίση του δικαστηρίου ότι ο αναιρεσίβλητος και χωρίς την
γνωστοποίηση του πτυχίου του εδικαιούτο κατά την απόλυση να λάβει
αποζημίωση υπαλλήλου είναι νομική και δεν συνιστά αντιφατική
αιτιολογία, σφάλμα δηλαδή στην ελάσσονα πρόταση της απόφασης, όπως
απαιτείται για να θεμελιωθεί ο εκ της ως άνω διατάξεως λόγος αναίρεσης.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 656 του ΑΚ, 1 και 3 του νόμου
2112/1920, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 4558/1930, του β.δ. της 16/18
Ιουλίου 1920 και 5 του νόμου 3198/1955, προκύπτει ότι η καταγγελία της
σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι άκυρη αν δεν γίνει
εγγράφως και δεν καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Η ακυρότητα είναι
σχετική υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος έχει την ευχέρεια είτε να
θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή μισθών
υπερημερίας είτε να παραιτηθεί ρητώς ή σιωπηρώς από το δικαίωμα
προσβολής του κύρους της και να αξιώσει την καταβολή της οφειλόμενης
αποζημίωσης. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον υπό
στοιχ. 2 λόγο της έφεσής της κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου, προς απόκρουση της αγωγής του αναιρεσιβλήτου με την οποία
ο τελευταίος είχε ζητήσει την καταψήφισή της σε καταβολή μισθών
υπερημερίας, επικαλούμενος ότι η υπ` αυτής γενομένη καταγγελία της
σύμβασης εργασίας του ήταν άκυρη λόγω μη καταβολής ολόκληρης της
οφειλόμενης γι` αυτήν νόμιμης αποζημίωσης, προέβαλε την ένσταση ότι ο
αναιρεσίβλητος με δήλωσή του ενώπιον της επιθεώρησης εργασίας
ανεγνώρισε ως έγκυρη την απόλυσή του και εζήτησε, παραιτούμενος έτσι
από το δικαίωμα να προσβάλλει ως άκυρη την καταγγελία, την καταβολή
συμπληρωματικής αποζημίωσης. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την
προσβαλλομένη, δέχθηκε, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, ότι η
καταγγελία της σύμβασης του αναιρεσιβλήτου που έγινε στις 31/12/1993
ήταν άκυρη διότι καταβλήθηκε αποζημίωση εργατοτεχνίτη, ενώ έπρεπε να
καταβληθεί αποζημίωση υπαλλήλου, εκ του λόγου ότι αυτός ήταν απόφοιτος
σχολής τουριστικών επαγγελμάτων και περαιτέρω υποχρέωσε την
αναιρεσείουσα να του καταβάλει, εκτός των άλλων, μισθούς υπερημερίας
για την περίοδο από 1/1/1994 έως 31/5/1994, χωρίς να λάβει υπόψη τον
ως άνω καταλυτικό της αγωγής ισχυρισμό. Συνεπώς υπέπεσε στην
πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 του Κ.Πολ.Δ., για την οποία πρέπει,
κατ` ορθήν εκτίμηση του τρίτου λόγου (πρώτο μέρος) του αναιρετηρίου,
να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση εν μέρει (καθ` όσον αφορά την ως
άνω ένσταση), να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο
αυτό Εφετείο συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που
εδίκασαν προηγουμένως (αρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ όπως αντικαταστάσθηκε
από το άρθρο 31 παρ. 1 του νόμου 2172/1993) και να καταδικασθεί ο
αναιρεσίβλητος στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της
αναιρεσείουσας λόγω της μερικής ήττας και αυτής (άρθρ. 176, 183
Κ.πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθ. 12932/1995 απόφαση του Εφετείου
Αθηνών, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο αυτό Εφετείο,
συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή μέρους της δικαστικής
δαπάνης της αναιρεσείουσας εκ δραχμών εκατόν πενήντα χιλιάδων
(150.000).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 1996.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 28
Ιανουαρίου 1997.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ