671/2007 ΑΠ (431953)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Ζήτημα εφαρμογής της ανάλογης με την ιδιότητά του σ.σ.ε., σε εργάτη εταιρείας κατασκευής παιδικών παιχνιδιών, η οποία από το σύνολο των πραγματικών περιστατικών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάγεται στις επιχειρήσεις γραφικών τεχνών. Απόρριψη των λόγων αναιρέσεως εκ των διατάξεων του άρθρου 559 αρ. 1, 8, 11 και 19 στην ίδια ως άνω περίπτωση. Περιστατικά. (Απόρριψη της αιτήσεως για αναίρεση της 484/2005 ΕφΑθ).
Αριθμός 671/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1΄ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Στέφανο Γαβρά, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Καράμπελα, Εμμανουήλ Καλούδη, Χρήστο Αλεξόπουλο και Ειρήνη Αθανασίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Νοεμβρίου 2006, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: …, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη.
Της αναιρεσίβλητης: Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “……. …………..”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κων/νο Χριστοδούλου βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 § 2 Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-11-2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 796/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 484/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5-9-2005 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρήστος Αλεξόπουλος, διάβασε την από 8-11-2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Oπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων προσελήφθη στις 22/3/1988 από την αναιρεσίβλητη εταιρία, η οποία έχει αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία επιτραπέζιων εκπαιδευτικών παιδικών παιχνιδιών, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως εργάτης και παρείχε τις υπηρεσίες του σ`αυτήν μέχρι τις 2/9/2002, που η τελευταία κατήγγειλε την εν λόγω σύμβαση εργασίας. Ο αναιρεσείων κατά το διάστημα που εργαζόταν στην αναιρεσίβλητη εκτελούσε γενικές εργασίες, χωρίς να αναπτύσσει πρωτοβουλίες ή να αναλαμβάνει ευθύνες κατά την εκτέλεση αυτών.
Ειδικότερα, στοίβαζε και τακτοποιούσε τα άδεια κουτιά παιχνιδιών στην έξοδο της κυτιοποιητικής μηχανής, έπαιρνε τα έτοιμα κουτιά παιχνιδιών από την έξοδο της μηχανής περιτυλίγματος διαφανούς σελοφάν και τα τοποθετούσε σε κούτες ή παλέτες, βοηθούσε τον οδηγό του φορτηγού να φορτώσει στο φορτηγό τις παραγγελίες, ξεφόρτωνε κατά την παραλαβή την πρώτη ύλη, μάζευε τις έτοιμες κάρτες παιχνιδιών από τη μηχανή κοπής καρτών και τις τοποθετούσε στο κιβώτιο και χειριζόταν, όποτε υπήρχε ανάγκη, για μερικές ώρες ή ακόμα και για ολόκληρες μέρες, μία παλαιάς τεχνολογίας ηλεκτρική τροφοδοτούμενη με το χέρι κοπτική μηχανή (του 1971), κατασκευής του εργοστασίου ………. , μοντέλο ………… , που είχε η αναιρεσίβλητη. Τη μηχανή αυτή χρησιμοποιούσαν στην αναιρεσίβλητη εταιρία μόνο για την κοπή κομματιών παιχνιδιών συναρμολογήσεως εικόνας. Ο χειριστής της, που δεν χρειαζόταν να έχει θεωρητική κατάρτιση, αλλά απλώς πρακτική εμπειρία, μη δυνάμενος να θεωρηθεί υπάλληλος κατά τους όρους του νόμου, αφού πατούσε το διακόπτη “on”, τοποθετούσε ένα άκοπο φύλλο χαρτονιού πάνω στην κινούμενη κάτω βάση της μηχανής και την ενεργοποιούσε, πατώντας με το πόδι του, το επιδαπέδιο πετάλι, οπότε η βάση της μηχανής πραγματοποιούσε μία πλήρη κίνηση, κατά την οποία το χαρτόνι κοβόταν από τις ρυθμιστικές λεπίδες κοπής χάρτου στις διαστάσεις που ήθελε και ακολούθως αφαιρούσε το κομμένο φύλλο χαρτιού για να τοποθετήσει στη συνέχεια άλλο, φτάνοντας κατά μέσο όρο στα 700 φύλλα παιχνιδιών ανά ώρα. Υπό τα δεδομένα αυτά η εν λόγω μηχανή την οποία χειριζόταν κατά καιρούς και ο αναιρεσείων δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως “αυτόματη κοπτική στράντζα”, διότι δεν διαθέτει, κατά τα προαναφερθέντα, χαρακτηριστικά αυτόματης λειτουργίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη, για την υλοποίηση του προαναφερθέντος αντικειμένου της και δη την κατασκευή των εξωτερικών κουτιών και του περιεχομένου των παιχνιδιών αυτών, όπως είναι οι χάρτινες κάρτες που απαιτούνται για το παίξιμο του παιχνιδιού, διέθετε δώδεκα παραγωγικές μηχανές από τις οποίες δύο είναι εκτυπωτικές μηχανές ……………. , με τις οποίες διενεργείται εκτύπωση σε λευκό χαρτί ή χαρτόνι για τη δημιουργία των παιχνιδιών και δύο κοπτικές στράντζες με τις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, κοβόταν το χαρτί ή το χαρτόνι σε διάφορα σχήματα. Ακολούθως, έκρινε το Εφετείο ότι, με βάση το αντικείμενο των εργασιών της, η αναιρεσίβλητη δεν υπάγεται στις επιχειρήσεις γραφικών τεχνών, παρόλο που σε κάποιες σφραγίδες αυτής, παράλληλα με το πραγματικό της αντικείμενο της κατασκευής παιδικών παιχνιδιών, αναγράφονται και οι γραφικές τέχνες. Τούτο διότι η αναιρεσίβλητη δεν ανήκει, ούτε θα μπορούσε να ανήκει ως ομοειδής ή συναφής, στην εργοδοτική οργάνωση των εργαστηρίων γραφικών τεχνών που είναι, ο …… , ο οποίος, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1997-2002), συμβλήθηκε με την …… και συναφών επαγγελμάτων για την κατάρτιση των ΣΣΕ “Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων λιθογράφων στα Λιθογραφεία και Εργαστήρια Γραφικών Τεχνών όλης της Χώρας”, που κηρύχθηκαν υποχρεωτικές με Υπουργικές Αποφάσεις, αφού δεν τυγχάνει επιχείρηση εκτυπωτικών μέσων επικοινωνίας.
Συνεπώς, οι από 19.4.1996, 12.3.1997, 8.5.1998, 19.4.1999, 6.6.2000, 3.4.2001 και 27.6.2002 σχετικές ΣΣΕ, παρόλο που κηρύχθηκαν υποχρεωτικές στις 22.4.1996, 13.3.1997, 11.5.1998, 27.4.1999, 16.6.2000, 4.4.2001 και 4.7.2002, δεν έχουν εφαρμογή στην αναιρεσίβλητη, η οποία μη έχουσα υποχρέωση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, να αμείβει τον αναιρεσείοντα σύμφωνα με τους όρους οποιασδήποτε άλλης εφαρμοστέας κλαδικής ή ομοιεπαγγελματικής ΣΣΕ (όπως πχ της ΣΣΕ εργατοτεχνικών Κυτιοποιΐας και Χαρτοκιβωτίων όλης της χώρας), ορθώς του κατέβαλε τις προβλεπόμενες για την ανωτέρω ιδιότητά του από τις εκάστοτε ισχύουσες ΕΓΣΣΕ αποδοχές. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο δεν παρεβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις του ν. 1876/1990, διέλαβε δε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντίφαση αιτιολογίες αναφορικώς με την μη υπαγωγή του αναιρεσείοντος στις ρυθμίσεις των ανωτέρω ΣΣΕ.
Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, ως προς τις εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ αντίθετες αιτιάσεις του είναι αβάσιμος. Ως προς την εκ του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ απορρέουσα αιτίαση, ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους προς θεμελίωση της αγωγής του αναφερόμενους στο αναιρετήριο πραγματικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος ότι η αναιρεσίβλητη υπάγεται στις επιχειρήσεις γραφικών τεχνών, ο ίδιος λόγος είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς αυτούς και τους απέρριψε ως αναπόδεικτους. Ως προς την εκ του άρθρου 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ αποδιδόμενη αιτίαση περί μη λήψεως υπόψη από το Εφετείο ως αναφερόμενων στο αναιρετήριο αποδεικτικών εγγράφων, ήτοι της έγγραφης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της, των βιβλιαρίων των ενσήμων της, των καταστάσεων της Επιθεωρήσεως Εργασίας, του 212/2000 σημειώματος της Δ.Ο.Υ. και του προσπέκτους της αναιρεσίβλητης, ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος, διότι από τη βεβαίωση του Εφετείου ότι για το σχηματισμό της αποδεικτικής του κρίσεως έλαβε υπόψη, πλην άλλων, “και τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται”, καθώς και από όλο το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία για τη συνεκτίμηση από το Εφετείο των ανωτέρω αποδεικτικών εγγράφων.
Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια, ότι κατά παραβίαση του άρθρου 1 του ν.δ. 26551953 δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων, με βάση το είδος της εκτελούμενης εργασίας του, ήταν εργάτης, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι η παρεχόμενη απ` αυτόν εργασία ήταν εργασία ημιαυτόματης στράντζας, υπαγόμενη ως εκ τούτου στις αφορώσες την ειδικότητά του ΣΣΕ. Κατά την ως άνω αιτίαση ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς του, πλήττει την ανεπίδεκτη αναιρετικού ελέγχου εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το Εφετείο (Ολομ. ΑΠ 1/1995). Με τον ίδιο λόγο αποδίδεται στο Εφετείο η εκ του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ αιτίαση της ανεπάρκειας των αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την άνω αιτίαση ο λόγος αυτός είναι αόριστος, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια της αιτιολογίας (Ολομ. ΑΠ 20/2005 Δ/νη 2005). Ως προς την εκ του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ απορρέουσα αιτίαση για μη λήψη υπόψη “πραγμάτων προταθέντων”, ήτοι: α) των περιεχομένων στις προτάσεις της αναιρεσίβλητης “ομολογιών”, β) της ενώπιον του Ειρηνοδίκου Αθηνών 9488/2003 ένορκης βεβαιώσεως, γ) της καταθέσεως του εξετασθέντος μάρτυρα …, δ) της καταθέσεως του εξετασθέντος μάρτυρα … και ε) της ενώπιον του Ειρηνοδίκου Αθηνών 17144/2002 ένορκης βεβαιώσεως, ο λόγος αυτός, ο οποίος εμπίπτει κατ` εκτίμηση στη ρύθμιση του άρθρου 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ, ως προς τις υπό στοιχεία β΄ έως και ε΄ ως άνω αιτιάσεις είναι αβάσιμος, διότι από τη βεβαίωση του Εφετείου ότι για το σχηματισμό της αποδεικτικής του κρίσεως έλαβε υπόψη, πλην άλλων, τις καταθέσεις των ως άνω εξετασθέντων μαρτύρων των διαδίκων … και ….. , τις ενώπιον του Ειρηνοδίκου Αθηνών 9488/2003 και 17144/2002 ένορκες βεβαιώσεις και “όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται”, αλλά και από τις αιτιολογίες της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του όλα τα αναφερόμενα ως άνω αποδεικτικά μέσα, ενώ, ως προς την υπό στοιχείο α΄ ως άνω αιτίαση είναι αόριστος, διότι δεν αναφέρονται ούτε τα Δικαστήρια ενώπιον του οποίου έγιναν οι επικαλούμενες ομολογίες της αναιρεσίβλητης ούτε και το περιεχόμενό τους, δηλαδή σε ποια πραγματικά γεγονότα αφορούσαν αυτές.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-9-2005 αίτηση του ……. περί αναιρέσεως της 484/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε επτακόσια εβδομήντα (770) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2006. Και
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 28 Μαρτίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.