6026/2004 ΕΦ ΑΘ – Καταχρηστική καταγγελία συμβάσεως εξαρτ. εργασίας αορίστου χρόνου, λόγω υποβολής προσχηματικής μηνύσεως εις βάρος του απολυθέντος εργαζομένου και εις την πραγματικότητα εκ λόγων εκδικήσεως προς το πρόσωπον του εργαζομένου, επειδή αυτός ζητούσε κατά τρόπο ενοχλητικό δεδουλευμένες αποδοχές του. Ακύρωση της καταγγελίας ως καταχρηστικής και επιδίκαση στον απολυθέντα εργαζόμενο χρηματικής ικανοποιήσεως προς αποκατάσταση της εκ των συνθηκών υπό τις οποίες συντελέσθηκε η καταγγελία της συμβάσεώς του, προκληθείσας ηθικής βλάβης του.

6026/2004 ΕΦ ΑΘ (371176)

 

 

(ΔΕΕ 2005/478)

Καταχρηστική καταγγελία συμβάσεως εξαρτ. εργασίας αορίστου χρόνου, λόγω υποβολής προσχηματικής μηνύσεως εις βάρος του απολυθέντος εργαζομένου και εις την πραγματικότητα εκ λόγων εκδικήσεως προς το πρόσωπον του εργαζομένου, επειδή αυτός ζητούσε κατά τρόπο ενοχλητικό δεδουλευμένες αποδοχές του. Ακύρωση της καταγγελίας ως καταχρηστικής και επιδίκαση στον απολυθέντα εργαζόμενο χρηματικής ικανοποιήσεως προς αποκατάσταση της εκ των συνθηκών υπό τις οποίες συντελέσθηκε η καταγγελία της συμβάσεώς του, προκληθείσας ηθικής βλάβης του. Περιστατικά.

 

 

 

 

 

 

ΕφΑθ 6026/2004

 

Πρόεδρος: Δ. Κολίκα, Πρόεδρος Εφετών

Εισηγητής: Θ. Σπηλιάδης, Εφέτης

Δικηγόροι: Ο. Πεσματζόγλου, Ε. Παπαδέας

 

[…] Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη με την από 27.4.1998

αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ισχυρίσθηκε, ότι προσελήφθη στις 10.4.1997 από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη Ε.Ε. με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως ταμίας, αλλά και

ως υπεύθυνη της επιχειρήσεως ζαχαροπλαστείου, την οποία αυτή διατηρεί στο Περιστέρι Αττικής, έχοντας εξαετή συναφή υπηρεσία. Οτι εργάσθηκε στην εναγομένη συνεχώς μέχρι τις 6.3.1998, οπότε απολύθηκε άκυρα και καταχρηστικά λόγω υποβολής μηνύσεως εναντίον της για -δήθεν- αξιόποινη πράξη (υπεξαίρεση ποσού 100.000 δραχμών) και εν γνώσει της ότι η κατηγορία αυτή είναι ψευδής, αλλά ο πραγματικός λόγος της απολύσεώς της είναι το ότι η εναγομένη ήθελε να απαλλαγεί από αυτήν αζημίως, διότι ζητούσε έντονα την πληρωμή του επιδόματος Χριστουγέννων και των δεδουλευμένων αποδοχών της και ήταν ενοχλητική. Και

ότι για το λόγο αυτό η απόλυσή της είναι άκυρη ως γενομένη κατά κατάχρηση δικαιώματος, αλλιώς είναι άκυρη, διότι δεν της καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Ζητούσε δε να αναγνωρισθεί ως άκυρη και καταχρηστική η γενομένη παρά της εναγομένης καταγγελία συμβάσεως εργασίας και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σ` αυτήν το συνολικό ποσό των 10.854.621 δραχμών,

με το νόμιμο τόκο από της επομένης της επιδόσεως της αγωγής, εκ του οποίου ποσό 4.231.676 δραχμών αντιστοιχεί σε οφειλόμενες διαφορές αποδοχών, ποσό 2.622.945 δραχμών σε μισθούς υπερημερίας για το από 27.2.1998 έως 30.9.1998 χρονικό διάστημα και ποσό 4.000.000 δραχμών σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 593/1999 απόφασή του δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος και ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν εκατέρωθεν εφέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επί των εφέσεων αυτών, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η 381/2000 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία απέρριψε την έφεση της εναγομένης και δέχθηκε την έφεση της ενάγουσας. Στη συνέχεια εξαφάνισε την ως άνω 593/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς το μέρος που απορρίφθηκε η αγωγή και διέταξε

τον χωρισμό και την αναστολή εκδόσεως αποφάσεως επί των αιτημάτων της αγωγής περί επιδικάσεως μισθών υπερημερίας και ηθικής βλάβης, μέχρις ότου περατωθεί αμετακλήτως η ως άνω σχετική ποινική δίκη. Με την από 30.3.2002 κλήση της ενάγουσας και μετά την αμετάκλητη περάτωση της ως άνω ποινικής δίκης, εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η ένδικη αγωγή εντός των ορίων των οριζομένων από την ως άνω 3817/2000 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη 708/2003 απόφασή του δέχθηκε την αγωγή, επί των ως άνω αιτημάτων, κατά ένα μέρος και ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι διάδικοι με τους λόγους των εφέσεών τους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των προσκομισθεισών αποδείξεων και ζητούν η μεν ενάγουσα τη μεταρρύθμισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου η αγωγή της, ως προς τα ως άνω αιτήματά της, η δε εναγομένη την εξαφάνισή της και την εξ ολοκλήρου απόρριψη της αγωγής ως προς τα αιτήματα αυτά.

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 280, 281, 288, 652, 656, 668, 677, 678 ΑΚ και των διατάξεων του Ν 2112/1920, προκύπτει, ότι ο μισθωτός δικαιούται να παρέχει τη συμφωνημένη εργασία και ο εργοδότης υποχρεούται

να τη δέχεται, σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους εργασιακής συμβάσεως, μέσα όμως στα πλαίσια τα οποία οριοθετούν, τόσο η καλή πίστη, όσο και τα συναλλακτικά ήθη. Ετσι ο εργοδότης δεν δικαιούται να προβαίνει σε ενέργειες από τις οποίες θίγεται η προσωπικότητα του εργαζομένου – μισθωτού, ο δε τελευταίος δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη από την πράξη του εργοδότη, αν αυτή είναι παράνομη, είτε γιατί υπερβαίνει τα όρια του διευθυντικού του δικαιώματος, το οποίο αναγνωρίζει

σ` αυτόν ο νόμος, είτε γιατί αποτελεί καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αυτού και προσβάλλει την προσωπικότητα του μισθωτού στην εκδήλωση της επαγγελματικής αξίας και υπολήψεώς του ή τον εκθέτει στους συναδέλφους του

ή το κοινωνικό του περιβάλλον (άρθρα 59 και 652 ΑΚ, βλ. ΑΠ Ολ 4/1993 ΕλΔ 35,329).

 

[…] Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκαν τ` ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει προφορικής συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου η ενάγουσα προσελήφθη από την εναγομένη Ε.Ε. με την επωνυμία “Γ.Δ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.”, ως ταμίας, αλλά και ως υπεύθυνη της επιχειρήσεως ζαχαροπλαστείου, την οποία η εναγομένη διατηρεί στο Π. Αττικής, αντί των αποδοχών που προβλέπονται από τις οικείες ΣΣΕ και ΔΑ. Με την ως άνω ιδιότητά της η ενάγουσα απασχολήθηκε στην επιχείρηση της εναγομένης μέχρι τις 6.3.1998, όταν η τελευταία κατήγγειλε την εργασιακή της σύμβαση λόγω υποβολής μηνύσεως εναντίον της, για φερόμενη αξιόποινη πράξη (υπεξαίρεση ποσού 100.000 δραχμών). Ειδικότερα, στις 26.2.1998 και περί ώραν 20:00`, ενώ η ενάγουσα εργαζόταν στην ως άνω επιχείρηση, επικοινώνησε μαζί της ο Κ.Γ., πατέρας της Σ.Γ., η οποία είναι εταίρος της εναγομένης με ποσοστό συμμετοχής σε αυτήν κατά 50% και της ζήτησε κατ` εντολήν και για λογαριασμό της κόρης του, να αναλάβει από το ταμείο ποσό 100.000 δραχμών, το οποίο χρειαζόταν για επείγοντα οικογενειακό λόγο και θα επέστρεφε στην εταιρία εντός των προσεχών ημερών. Η ενάγουσα αμέσως επικοινώνησε με τη Σ.Γ., η οποία της έδωσε την εντολή να καταβάλει στον πατέρα της το εν λόγω ποσό. Επίσης, ενημέρωσε

τον εκ των εταίρων Γ.Κ. με ποσοστό συμμετοχής στην εταιρία 16%, ο οποίος

κατ` εκείνον το χρόνο βρισκόταν στο κατάστημα Και ήταν πάντοτε σε άμεση επικοινωνία με τον τρίτο των εταίρων Γ.Δ. Εκείνος ισχυρίσθηκε, ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα χρήματα, λόγω των υποχρεώσεων της εταιρίας προς τρίτους, αλλά, εάν κατά το κλείσιμο του ταμείου υπήρχαν διαθέσιμα χρήματα, θα εξετάζετο το ζήτημα.

 

Ακολούθως, η ενάγουσα χωρίς υπαl1lότητα, αφού πίστευε, ότι ήταν ένα τρέχον, μικρής σημασίας, γεγονός, ανέλαβε κατ` εντολήν και για λογαριασμό της Σ.Γ. το ποσό των 100.000 δραχμών από το ταμείο της εταιρίας και σημείωσε την ανάληψη αυτή στη σχετική καρτέλα ημερήσιας κινήσεως της εταιρίας, την οποία τηρούσε επί καθημερινής βάσεως, ώστε να μην υπάρχει έλλειμμα στο ταμείο και να γνωρίζει η εταιρία και το λογιστήριο αυτής, ακριβώς ποιο χρηματικό ποσό ανελήφθη για λογαριασμό της εταίρου της. Το παραπάνω χρηματικό ποσό η ενάγουσα παρέδωσε την ίδια ημέρα στη Σ.Γ. Την επομένη ημέρα (27.2.1998) το απόγευμα η ενάγουσα, ενώ πήγε κανονικά στην εργασία της, βρέθηκε αντιμέτωπη με τον εταίρο Γ.Κ., ο οποίος την ρώτησε για τα αναληφθέντα χρήματα και της δήλωσε, ότι έπρεπε να τα επιστρέψει σε διάστημα μιας ώρας. Η ενάγουσα του εξήγησε, ότι τα χρήματα αυτά δεν τα είχε αναλάβει αυθαίρετα και για δικό της λογαριασμό, αλλά γιατί της είχε δοθεί η εντολή από τη συνεταίρο του Σ.Γ., στην οποία και τα είχε παραδώσει.

 

Στη συνέχεια, ο ως άνω εταίρος εμπόδισε την ενάγουσα να εισέλθει στο Κατάστημα για να προσφέρει την εργασία της και της δήλωσε, ότι δεν θα εργάζεται πλέον στην εναγομένη. Αμέσως τότε η ενάγουσα ειδοποίησε την εταίρο Σ.Γ., για όσα συνέβησαν, και η τελευταία επικοινώνησε αμέσως με τον ως άνω συνεταίρο της και του εξήγησε την κατάσταση, επιβεβαιώνοντας πλήρως τα όσα ήδη είχε ειπεί και εκφράζοντας την πρόθεσή της να επιστρέψει στην εταιρία τα χρήματα αυτά. Παρά ταύτα, όμως, εκείνος δεν της επέτρεψε να εργασθεί και την απέλυσε, στις δε 6.3.1998 έλαβε από την εναγομένη εξώδικη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της, χωρίς καταβολή αποζημιώσεως, για το λόγο ότι υπέβαλε μήνυση σε βάρος της για το αδίκημα της υπεξαιρέσεως. Η ενάγουσα, μετά τη

λήψη του ως άνω εξωδίκου, απέστειλε στην εναγομένη την από 9.3.1998 εξώδικη απάντηση, με την οποία την καλούσε να ανακαλέσει, όσα συκοφαντικά ανέφερε σε βάρος της, σχετικά με την υποτιθέμενη εκ μέρους της υπεξαίρεση χρημάτων και ότι θεωρεί άκυρη την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της. Πλην όμως η εναγομένη έκτοτε δεν προέβη σε καμία θετική ενέργεια, εμμένουσα στην ως άνω θέση και συμπεριφορά. Κατά την εκδίκαση της ως άνω μηνύσεως της εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας για υπεξαίρεση εκδόθηκε η 31100/2002 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε αθώα η εναγομένη για την πράξη της αυτή. Αντίθετα, κατόπιν υποβολής μηνύσεως

της ενάγουσας σε βάρος των συνεταίρων Γ.Δ. και Γ.Κ. για ψευδή καταμήνυση

και συκοφαντική δυσφήμηση εκδόθηκε η 97340/2002 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος των πράξεων αυτών ο πρώτος κατηγορούμενος, Γ.Δ. και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών για κάθε πράξη και κατά συγχώνευση του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως έντεκα (11) μηνών.

 

Κατόπιν αυτών, η ασκηθείσα σε βάρος της ενάγουσας μήνυση βασιζόταν σε μία κατηγορία για την οποία η εναγομένη γνώριζε, ότι δεν υπήρχε κανένας δόλος από την ενάγουσα για τα αφαιρεθέντα χρήματα, αλλά προκειμένου να απαλλαγεί από αυτήν αζημίως, γιατί η ενάγουσα ζητούσε κατά τρόπο ενοχλητικό δεδουλευμένες αποδοχές της, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, αφού προηγήθηκε η υποβολή σε βάρος της ως άνω μηνύσεως προσχηματικώς. Επομένως, ο ως άνω τρόπος καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας δεν αποτελεί ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, αλλά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αυτής και συνεπώς παράνομη πράξη, δεδομένου ότι υπερβαίνει καταδήλως τα όρια, τα οποία καθορίζονται από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου – μισθωτού (άρθρο 281 ΑΚ) και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρο 180 ΑΚ). Αποτελεί δε και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας, δεδομένου ότι θίγει ανεπανορθώτως την επαγγελματική της αξία και υπόληψη, τόσο στο επαγγελματικό, όσο και στο κοινωνικό της περιβάλλον. Τούτο οφείλεται σε υπαιτιότητα των οργάνων της εναγομένης, τα οποία προέβησαν στην κατά τον ως άνω τρόπο καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, αν και γνώριζαν την επαγγελματική κατάρτιση της ενάγουσας, τις ικανότητές της και το ζήλο της για τη συγκεκριμένη εργασία της. Συνεπώς, εφόσον η ως άνω γενομένη από την εναγομένη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, που συνδέει τους διαδίκους, είναι άκυρος, κατά τα προεκτεθέντα, η εναγομένη, αρνούμενη την αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας, κατέστη υπερήμερη και υποχρεούται στην προς αυτήν καταβολή των αποδοχών της του επιδίκου από 27.2.1998 έως 30.9.1998 χρονικού διαστήματος, ανερχόμενες στο ποσό των 2.622.945 δραχμών (ή 7.697,60 ευρώ), όπως ορθά δέχθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση.

 

Επίσης, η ενάγουσα δικαιούται Χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, από την προσβολή της προσωπικότητάς της, η οποία συμφώνως προς τις συνθήκες της προσβολής, το είδος αυτής, το βαθμό του πταίσματος των οργάνων της εναγομένης, τη διάρκεια αυτής, την περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων και την κοινωνική θέση της ενάγουσας (άρθρα 57 και 932 ΑΚ), θα πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 2.000.000 δραχμών (ή 5.869,40 ευρώ). Αρα ο σχετικός τέταρτος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο παραπονείται η εναγομένη, ότι κακώς απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την ένσταση του άρθρου 656 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού δεν αποδείχθηκε, ότι η ενάγουσα εργαζόταν από 1.6.1998 ως υπάλληλος στο περίπτερο του Β.Α. επί της οδού Π. στο Π. Αττικής.

 

Συνεπώς, η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα για τις ως άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 4.622.945 δραχμών (2.622.945 δρχ. + 2.000.000 δρχ. = 4.622.945 δρχ.) (ή 13.567 ευρώ). Επομένως, η αγωγή έπρεπε να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή

και ως ουσιαστικά βάσιμη και για το ποσό αυτό. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, ότι η αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή ως προς την αναγνώριση ως άκυρης και καταχρηστικής της από 6.3.1998 καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως της ενάγουσας από πλευράς εναγομένης και επιδίκασε στην ενάγουσα το ποσό των 2.622.945 δραχμών (ή 7.697,60 ευρώ, κατ` ορθό αριθμητικό υπολογισμό), για μισθούς υπερημερίας, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, οι δε το αντίθετο υποστηρίζοντες πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της εφέσεως της εναγομένης κρίνονται απορριπτέοι

ως αβάσιμοι. Αντίθετα, κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα της αγωγής

για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης έσφαλε περί

την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των προσκομισθεισών αποδείξεων, κατά το βάσιμο περί τούτου σχετικού μόνου λόγου της εφέσεως

της ενάγουσας.

 

Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμη η έφεση της εναγομένης και αντιθέτως να γίνει δεκτή η έφεση της ενάγουσας και ως κατ` ουσία βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της για το ενιαίο της εκτελέσεως (βλ. ΑΠ 748/1984 ΕλΔ 26,642). Στη συνέχεια, η αγωγή, αφού κρατηθεί και δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, εντός των ορίων των οριζομένων από την ως άνω 3817/2000 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος και ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα να αναγνωρισθεί ως άκυρη και καταχρηστική η ως άνω καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως της ενάγουσας […].

 

(Δέχεται την έφεση και εν μέρει την αγωγή.)

 

Next

1199/2003 ΕΦ ΑΘ – Το άρθρο 931 ΑΚ δε θεμελιώνει αυτοτελή αξίωση. Τοκοφορία του επιδικασθέντος αναγνωριστικά ποσού από την επίδοση της αγωγής. Αυτοκινητικό ατύχημα. Υπαιτιότητα του οδηγού που με υπερβολική ταχύτητα σε εθνική οδό με περιορισμένη ορατότητα λόγω νύχτας, αριστερή στροφή και ολισθηρό οδόστρωμα, έχασε τον έλεγχο του οχήματός του και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα, όπου προσέκρουσε στα προστατευτικά κιγκλιδώματα. Μόνιμη αναπηρία του συνεπιβάτη του κατά ποσοστό 67% λόγω ακρωτηριασμού του αριστερού ποδιού του. Αποζημίωση. Μισθός τρίτου προσώπου λόγω ανικανότητας αυτοεξυπηρέτησης. Δαπάνη τοποθέτησης τεχνητού μέλους στο μέλλον. Διαφυγόν κέρδος. Αοριστία αγωγής, εάν δεν αναφέρεται ότι ο παθών είχε την απαιτούμενη διοικητική άδεια ή ότι πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για την απόκτησή της για την άσκηση επαγγέλματος. Βιβλιάριο υγείας για σερβιτόρο.