5262/1998 ΕΦΑΘ – Σύμβαση εργασίας. Εξώδικος συμβιβασμός. Εναντίον της σχετικής αξίωσης του αντισυμβαλλομένου που επιδιώκεται με την αγωγή, παρέχεται από τον συμβιβασμό, ανάλογα με το περιεχόμενό του, ανατρεπτική ή και αναβλητική ένσταση. Ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω σπουδαίας απειλής που ασκήθηκε από άλλον ή τρίτον, χωρίς να απαιτείται να γνώριζε ο αντισυμβαλλόμενος την απειλή που άσκησε ο τρίτος. Η ακύρωση επέρχεται με δικαστική απόφαση κατόπιν αγωγής ή και ενστάσεως, με την οποία επέρχεται αναδρομικώς ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων που παρήχθηκαν εν τω μεταξύ.

5262/1998 ΕΦΑΘ (288941)

 

 

ΑΡΧΝ/1999 (792)

Σύμβαση εργασίας. Εξώδικος συμβιβασμός. Εναντίον της σχετικής αξίωσης

του αντισυμβαλλομένου που επιδιώκεται με την αγωγή, παρέχεται από τον

συμβιβασμό, ανάλογα με το περιεχόμενό του, ανατρεπτική ή και αναβλητική

ένσταση. Ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω σπουδαίας απειλής που ασκήθηκε από

άλλον ή τρίτον, χωρίς να απαιτείται να γνώριζε ο αντισυμβαλλόμενος την

απειλή που άσκησε ο τρίτος. Η ακύρωση επέρχεται με δικαστική απόφαση

κατόπιν αγωγής ή και ενστάσεως, με την οποία επέρχεται αναδρομικώς

ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων που παρήχθηκαν εν τω μεταξύ.

Περιστατικά.

Σημείωση στο ΑΡΧΝ : Μαρία Βογιατζή.

 

 

 

 

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 5262/1998

 

Πρόεδρος: Δημ.Ζέρβας

Εισηγητής: Νικ. Δακαναλάκης, Εφέτης

Δικηγόροι: Μαρία Δεληγιάννη, Ιωάν. Τρίμης

 

Από τη διάταξη του άρθρου 306 του ΚΠολΔ, συνδυαζόμενη προς τις διατάξεις των άρθρων 288, 361, 806 και 871 του Α. Κώδικα προκύπτει με σαφήνεια ότι εξώδικος συμβιβασμός που γίνεται έγκυρα κατά το αστικό δίκαιο, δηλαδή ο συμβιβασμός, που δεν έχει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από την προαναφερόμενη διάταξη του ΚΠολΔ, δεν καταργεί τη δίκη. Ωστόσο, όμως, η έλλειψη αυτή δεν εμποδίζει καθόλου την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων που πηγάζουν από αυτόν. Ετσι, εναντίον της σχετικής αξιώσεως του αντισυμβαλλομένου που επιδιώκεται με την αγωγή παρέχεται από αυτόν (συμβιβασμό) ανάλογα με το περιεχόμενό του, ανατρεπτική ή και αναβλητική ένσταση, ύστερα δε από την πρόταση και απόδειξη αυτής το δικαστήριο έχει υποχρέωση να ρυθμίσει ανάλογα το διατακτικό της αποφάσεως του απορρίπτοντος εν όλω ή μερικώς, οριστικώς ή επί του παρόντος, ή και, αντιθέτως, δεχόμενο την αγωγή στην οποία αναφέρεται ο συμβιβασμός(ΑΠ 363/1968 ΝοΒ 16.955). Από τη διάταξη δε του άρθρου 150 Α. Κώδικα, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 151, 152, 154 και 184 συνάγεται με σαφήνεια ότι όποιος παρανόμως ή εναντίον των χρηστών ηθών εξαναγκαζόμενος προέβη σε δήλωση βουλήσεως, λόγω σπουδαίας απειλής που ασκήθηκε από άλλο ή τρίτο μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας χωρίς να είναι απαραίτητο να γνώριζε ο αντισυμβαλλόμενος την απειλή που άσκησε ο τρίτος (Ταύση, Γεν. Αρχ. παρ. 81 περ. 111). Η ακύρωση δε αυτή, επέρχεται με δικαστική απόφαση κατόπιν αγωγής ή και ενστάσεως εκείνου που έχει το σχετικό δικαίωμα για την ακύρωση, με την οποία επέρχεται αναδρομικώς ανατροπή των έννομων αποτελεσμάτων πουπαρήχθη καν εν τω μεταξύ. Ετσι, η ακυρώσιμη δικαιοπραξία μετά την ακύρωση εξομοιώνεται με την άκυρη ευθύς εξαρχής δικαιοπραξία (Ταύση, ό.π. παρ. 103 περίπτ. VII).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, κατά της ένδικης πιο πάνω αγωγής ο εναγόμενος προέβαλε πρωτοδίκως ανατρεπτική ένστασή του θεμελιούμενη σε εξώδικο συμβιβασμό του με τον ενάγοντα. Με τον συμβιβασμό δε αυτό, την κατάρτιση και τοπεριεχόμενο του οποίου ρητώς ομολόγησε ο ενάγων, ρυθμίστηκαν όλες οι ένδικες διαφορές οικονομικών εκκρεμοτήτων που αποτελούν αντικείμενο και συμφωνήθηκε μάλιστα ρητώς ειδικότερα ότι κατόπιν αυτού ο ενάγων εμφανιζόμενος στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου η αγωγή εκκρεμούσε θα παραιτεί το από κάθε τυπικό και ουσιαστικό δικαίωμά του που αναφερόταν σ` αυτή και αποτελούσε αντικείμενο της δίκης. Κατά της συνολογούμενης όμως αυτής ενστάσεως ο ενάγων προέβαλε νομίμως αντέσταση με το περιεχόμενο ότι στη σχετική δήλωσή του για τη σύναψη του προβαλλόμενου από τον εναγόμενο εξώδικου συμβιβασμού προέβη όχι διότι ικανοποιείτο πράγματι με αυτόν και συγκατένευσε για την εξώδικη επίλυση της διαφοράς, αλλά διότι σπουδαίως απειλήθηκε η ζωή του και η σωματική του ακεραιότητα από γιο του εναγομένου και εξαναγκάστηκε έτσι να συμφωνήσει παρά την αντίθετη πραγματική του θέληση. Την ένσταση αυτή από τον εξώδικο συμβιβασμό και την αντένσταση κατ` αυτού που αποτελούν πρόκριμα για το δικαίωμα ουσιαστικής εξέτασης της αγωγής από το δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να εξετάσει προηγουμένως το Πρωτοδικείο, προώρως δε, αντιθέτως, αποφάνθηκε ότι η αγωγή ήταν αόριστη, διότι προκειμένου να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητά της (αγωγής) δεν μπορούσε να πράξει αυτό από το λόγον ότι ο ενάγων περιόρισε γενικώς κατά 2.000.000 δραχμές το ζητούμενο με αυτή ολικό ποσό χωρίς να εξειδικεύει ποία κεφάλαια αυτής και κατά πόσο από καθένα αφορούσε ο περιορισμός αυτός που έχει την έννοια μερικής παραιτήσεως από την επιδιωκόμενη με την αγωγή αξίωσή του, η οποία μερική παραίτηση πρέπει να είναι ορισμένη ώστε να προκύπτει κατά περίπτωση το τυχόν ζητούμενο υπόλοιπο. Ετσι, όμως, αποφαινόμενο το Πρωτοδικείο, έσφαλε, όπως βάσιμα παραπονείται ο εναγόμενος με την έφεσή του που πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αφού δε, σύμφωνα με το άρθρο 535 ΚΠολΔ, κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο η υπόθεση πρέπει να εξετασθεί ουσιαστικά, όπως προαναφέρθηκε.