473/2006 ΕΦ ΠΕΙΡ (410505)
(ΠΕΙΡΝΟΜ 2006/350, ΠΕΙΡΝΟΜ 2008/442)
Ακυρη ως καταχρηστική η καταγγελία σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη επειδή ο εργαζόμενος διεκδίκησε νόμιμο δικαίωμά του – Η εργασία του οδηγού δεν είναι συναφής με την εργασία φορτοεκφόρτωσης – Νόμιμος ο περιορισμός αγωγικού αιτήματος χωρίς προσδιορισμό των ειδικοτέρων κεφαλαίων στα οποία αναφέρεται. Η καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική, διότι απέλυσε τον εργαζόμενο όταν διεκδίκησε νόμιμο δικαίωμά του. Η εργασία φορτοεκφόρτωσης δεν αποτελεί εργασία συναφή με αυτή του οδηγού και όταν εκτελείται από αυτόν πρέπει να του καταβληθεί συμπληρωματική αμοιβή. Ο περιορισμός της αγωγής ως προς το αιτούμενο χρηματικό ποσό το οποίο αποτελεί άθροισμα διαφόρων κονδυλίων χωρίς να προσδιορίζεται σε ποια ειδικότερα κονδύλια αναφέρεται ο περιορισμός, δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, διότι θεωρείται ότι τα κονδύλια περιορίζονται συμμέτρως και αναλογικά κατά ποσοστό.
Η περίληψη αυτή ελήφθη από το περιοδικό “ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ” εκδόσεως του Δ.Σ. Πειραιώς.
Εφετείο Πειραιώς 473/2006
Πρόεδρος: Ελευθέριος Ζάμπρας
Εισηγητής: Χαράλαμπος Καλαματιανός
Δικηγόροι: Μαρία Δεληγιάννη, Νίκος Κόρδης
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ` αριθμόν 1777/2005 οριστικής αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων ασκήθηκε εμπρόθεσμος και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (αρθρ. 495 παρ. 1 και 2, 511,513 παρ. 16, 516 παρ. 1, 517,518 παρ.2,499,591 παρ. 1 Κ. Πολ. Δ.). Επομένως πρέπει να γίνει δεκτή κατά τύπους και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθ.533 παρ. 1 Κ. Πολ. Δ.).
Με την υπ` αρ. έκθ. Καταθέσεως 5477/2003 αγωγή ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθεσε ότι : Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που κατάρτισε με την εναγόμενη, προσλήφθηκε από αυτήν με την ειδικότητα του οδηγού Γ` κατηγορίας φορτηγού αυτοκινήτου ψυγείου άνω των έξι τόνων, για να διανέμει τα μεταφερόμενα από αυτήν προϊόντα εντός της Αττικής, με τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες Σ.Σ.Ε., και να εργάζεται πενθήμερο και οκτάωρο από Δευτέρα ως και Παρασκευή από τις 7.30 π.μ. έως 15.30. στην πραγματικότητα εκτελούσε εργασία 10 ωρών ημερησίως, κατά μέσο όρο και 50 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ παρείχε πρόσθετη εργασία φορτοεκφόρτωσης των εμπορευμάτων που μετέφερε. Στις 6-6-2003 η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του καταχρηστικώς, διότι διεκδίκησε νόμιμο δικαίωμα του απαιτώντας την ύπαρξη βοηθού, όπως προβλέπεται από τις κλαδικές συμβάσεις, και καταβάλλοντος του ελλιπή αποζημίωση. Ζήτησε δε ο ενάγων, όπως το αίτημα του περιορίστηκε μερικώς με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικός του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό για το πέραν των 12.000 ευρώ αιτούμενο ποσό, να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει 17.515 ευρώ (που αφορούν διαφορές αποδοχών, αμοιβή για παροχή ιδιόρρυθμης και παράνομης υπερωρίας, επίδομα αδείας, δώρο εορτών, αμοιβή για παροχή πρόσθετης εργασίας και μισθούς υπερημερίας λόγω άκυρης απόλυσης), και να υποχρεωθεί να του καταβάλει εκ του ως άνω ποσού το ποσό των 12.000 ευρώ, άλλως και όλως επικουρικά να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των 12.079,88 ευρώ (συμπεριλαμβανομένης και συμπληρωματικής αποζημίωσης απολύσεως αντί μισθών υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Η εκκαλούμενη απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, διότι ο ενάγων δεν προσδιόρισε ειδικότερα τα κεφάλαια της αγωγής του κατά τα οποία περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του σε αναγνωριστικό. Κατ` αυτής βάλλει ο εκκαλών, επικαλούμενος ότι η πρωτόδικη έκανε κακή ερμηνεία του νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του, και την καταδίκη της εφεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη των αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Από τον συνδυασμό των άρθρων 221,223,224 και 216 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι, εάν η αγωγή περιορίζεται νομίμως ως προς το αιτούμενο χρηματικό ποσό, το οποίο αποτελεί άθροισμα διαφόρων κονδυλίων, και δεν προσδιορίζεται σε ποια ειδικότερα κεφάλαια αναφέρεται ο περιορισμός, αυτό δεν καθιστά την αγωγή αόριστη διότι θεωρείται ότι τα κονδύλια περιορίζονται συμμέτρως και αναλογικά κατά ποσοστό, (βλ. Α.Π. 781/2004 Ε.Ε.Ν 2004.74 Α.Π. 164/1974 No B22-1052 Εφ. Αθ. 316/1987 No B27-235, Εφ.ΑΘ. 7197/ 1978 No Β 235). Κατά συνέπεια η εκκαλούμενη με την προαναφερθείσα κρίση της έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, ο δε σχετικός λόγος εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ` ουσίαν. Μετά ταύτα πρέπει να γίνει δεκτή κατ` ουσίαν η έφεση, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο θα δικάσει κατ` ουσίαν την αγωγή. Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως της μάρτυρος ανταποδείξεως και της εξέτασης του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου , οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδριάσεως αυτού, όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, ανεξάρτητα αν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 674 παρ.2 671 παρ.1 εδ-α Κ. Πολ. Δ.), και των υπ` αρ. 253/9-1-2006 και 254/9-1-2006 ενόρκων βεβαιώσεων που προσκομίζει ο ενάγων, οι οποίες δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, ύστερα από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο ενάγων προσλήφθηκε στις 17-1-2002 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από την εναγόμενη εταιρεία, η οποία διατηρεί επιχείρηση Αντιπροσωπείες- Διανομές στον Πειραιά, για να προσφέρει σε αυτήν τις υπηρεσίες του ως οδηγός Γ` κατηγορίας φορτηγού αυτοκινήτου ψυγείου άνω των 6 τόνων σε διάφορους προορισμούς εντός της περιοχής Αττικής. Στην εργασία αυτή απασχολήθηκε μέχρι τις 6-6-2003, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση, υπό τις συνθήκες που θα αναφερθούν κατωτέρω, αφού του κατέβαλε ελλιπή αποζημίωση ποσού 1598,35 ευρώ. Η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων προέβλεπε καταβολή στον εργαζόμενο των νομίμων αποδοχών των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων αυτής της κατηγορίας και πενθήμερη εργασία από Δευτέρα έως και Παρασκευή από τις 7.30 έως τις 15.30. Το ωράριο όμως αυτό δεν τηρείτο συνήθως και ο ενάγων εργαζόταν κατά μέσο όρο 10 ώρες ημερησίως, και 50 ώρες εβδομαδιαίως, χωρίς να αμείβεται για τις επιπλέον ώρες εργασίας του. Περαιτέρω απασχολήθηκε εντός του νόμιμου ωραρίου επί 2 ώρες ημερησίως και συνολικά 46 ώρες μηνιαίως σε εργασία φορτοεκφόρτωσης των μεταφερόμενων δεμάτων με τα χέρια του, δεδομένου ότι το αυτοκίνητο δεν διέθετε υδραυλικό σύστημα φορτοεκφόρτωσης, ενώ ο ίδιος δεν είχε βοηθό στα δρομολόγια εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, χωρίς να λάβει τον εθισμένο για την εργασία αυτή μισθό.
Πρέπει να σημειωθεί ότι,η εργασία φορτοεκφόρτωσης δεν αποτελεί εργασία συναφή με αυτήν του οδηγού και όταν εκτελείται από αυτόν πρέπει να του καταβληθεί συμπληρωματική αμοιβή (βλ. Α.Π. 706/1975 Ε .Εργ .Δ. 35-26, Εφ. Αθ. 1074, 1989 Ε .Εργ .Δ. 48,504, Εφ. Αθ. 12321/1988 Ε.Εργ .Δ. 48.502). Ο ενάγων υπέστη οσφυαλγία, συνέπεια της ως άνω πρόσθετης εργασίας του, εξαιτίας της οποίας παρέμεινε εκτός εργασίας από 5-5-2003 μέχρι 11-5-2003 χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιδοτήθηκε από το ΙΚΑ . Οταν επανήλθε στην εργασία του ,του χορήγησε την κανονική του άδεια και όταν μετά τη λήξη της επέστρεψε και διαμαρτυρήθηκε ζητώντας βοηθό, η εναγόμενη τον απέλυσε, καταβάλλοντος του ελλιπή αποζημίωση, ποσού 1598,35 ευρώ.
Η εργοδότρια πλήρωνε μηνιαίες αποδοχές που ανέρχονταν από την πρόσληψη του σε 585,34 ευρώ, από 1-4-2002 σε 655 ευρώ και από 1-1-2003 σε 685 ευρώ, ποσά που υπολείπονται από τις νόμιμες αποδοχές. Επίσης δεν κατέβαλε όπως προαναφέρθηκε, ούτε τη νόμιμη αμοιβή για την ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση, ούτε για την παράνομη χωρίς άδεια της αρχής υπερωριακή απασχόληση (άρθ. 4 ν-2874/ 2000).
Ειδικότερα ο ενάγων διατηρεί κατά της εναγόμενης τις κατωτέρω αξιώσεις : Α Διαφορές αποδοχών : 1)Από 17-1-2002 μέχρι 31-12-2002 σύμφωνα με την ΔΑ 14/2002 “για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών και λοιπών πάσης φύσεως αυτοκινήτων όλης της χώρας”(ΔΕΝ 58.958). Ο βασικός μισθός είναι 548 ευρώ και διορθωτικό 56 ευρώ και επίδομα ειδικών συνθηκών εργασίας 48
άντ` αυτού ο ενάγων ζητεί 47 ευρώ για το ως άνω επίδομα) ευρώ και επίδομα μεταφοράς εμπορευμάτων 42 ευρώ και επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 21 ευρώ (άντ` αυτού ο ενάγων ζητεί 20 ευρώ) και σύνολο μισθού 713 ευρώ. Επ` αυτού το ημερομίσθιο ανέρχεται σε 28,52 ευρώ, το ωρομίσθιο σε 4,27 ευρώ, η αμοιβή ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης σε 6,40 ευρώ και της παράνομης υπερωριακής απασχόλησης 10,67 ευρώ. α) Επρεπε να παίρνει μισθό 713 ευρώ χ 11 μήνες =7843 ευρώ συν 10 ημέρες Ιανουαρίου χ 28,52 ευρώ = 285,20 ευρώ συν δώρο Πάσχα 1/2 του μισθού ήτοι 356,5 χ 0,04166=14,85 και συνολικά 371,35 ευρώ, συν δώρο Χριστουγέννων 713 χ 0,0416= 29,7 και συνολικά 742,70 ευρώ. συνολικά έπρεπε να λάβει 9242,22 ευρώ (7843+285,20+ 371,35+ 742,70). Έλαβε αντίστοιχα 234,14 ευρώ και 585,34+ 585,34+ 585,34+ 655+ 655+655+ 655+ 655+ 655+ 655+ 655+ 655+ 682,29 (δώρο Χριστουγέννων)+ 289,29 (δώρο Πάσχα) = 8271,4 ευρώ. Οφειλόμενη διαφορά 970,82 ευρώ. β) Έπρεπε να λάβει για 12 ώρες μηνιαίας ιδιόρρυθμης υπερωρίας χ 11 μήνες = 132 χ 6,40 ευρώ = 844,80 ευρώ. γ) Έπρεπε να λάβει για ώρες παράνομης υπερωρίας 30 μηνιαίως χ 11 μήνες = 330 χ 10,67= 3521,10 ευρώ.
- Από 1-1-2003 μέχρι 6-6-2003 : Σύμφωνα με την Δ.Α. 15/2003 (ΔΕΝ 59
σελ. 246) “για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών κλπ” ο βασικός μισθός είναι 574 ευρώ+ διορθωτικό 59 ευρώ + επίδομα ειδικών συνθηκών 50 ευρώ + επίδομα μεταφοράς 44 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 21 ευρώ και σύνολο μισθού 748 ευρώ. Επ` αυτού το ημερομίσθιο ανέρχεται σε 29,92 ευρώ, το ωρομίσθιο σε 4,48 ευρώ, η αμοιβή της ιδιόρρυθμης υπερωρίας σε 6,72 ευρώ και της παράνομης υπερωρίας σε 11,20 ευρώ. α) Επρεπε να παίρνει μισθό 748 ευρώ χ 5,5 μήνες = 3740 ευρώ. Επίσης δώρο Πάσχα 374 ευρώ (αιτούμενο μισθού). Συνολικά 4114 ευρώ. Ελαβε 685 ευρώ χ 5,5 μήνες = 3767,5 ευρώ. Οφειλόμενη διαφορά 346,50. β) Επρεπε να λάβει για 12 ώρες μηνιαίως ιδιόρρυθμης υπερωρίας χ 4 μήνες = 48χ 6,72 ευρώ= 322,56 ευρώ γ) Επρεπε να λάβει για ώρες παράνομης υπερωρίας 30 μηνιαίως χ 4 μήνες, 120 χ 11,20= 1344 ευρώ.
Β. Αμοιβή για την πρόσθετη εργασία του : Δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα πλήρωνε η εναγόμενη σε βοηθό, με βάση το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη για την ίδια εργασία. Ητοι δικαιούται τα εξής ποσά : 1) Από 17-1-2002 μέχρι 30-6-2002 το ελάχιστο ημερομίσθιο ήταν 21,96 ευρώ (ΔΕΝ 2002 σελ. 656) και το ωρομίσθιο 3,29. Με ώρες πρόσθετης εργασίας (5 μήνες χ 46 = 230 συν 22 τον Ιανουάριο) = 252 χ 3,29 ευρώ δικαιούται 829,08 ευρώ. 2) Από 1-7-2002 μέχρι 31-12-2002 το ελάχιστο ημερομίσθιο ήταν 22,35 ευρώ. Με ώρες πρόσθετης εργασίας (6 μήνες χ 46)= 276 χ 3,35 ευρώ δικαιούται 924,6 ευρώ. 3) Από 1-1-
2003 μέχρι 30-4-2003 το ελάχιστο ημερομίσθιο ήταν 23,29 ευρώ και το ωρομίσθιο 3,49 ευρώ. Με ώρες πρόσθετης εργασίας (4 μήνες χ 46) = 184 χ 3,49 ευρώ δικαιούται 642,16 ευρώ.
Γ. Επίδομα αδείας: Επρεπε να λάβει το 1/2 του μισθού με τις προσαυξήσεις για ιδιόρρυθμη υπερωρία και πρόσθετη εργασία που παρείχε τακτικά και μόνιμα. Ο βασικός μισθός ήταν 748 +80,6 ευρώ για 12 ώρες ιδιόρρυθμης υπερωρίας συν 154,10 ευρώ για 46 ώρες πρόσθετης εργασίας = 982,74 μηνιαίως. Έπρεπε συνεπώς να λάβει 491,37 ευρώ (982,74 :2) έλαβε 342,50 ευρώ. Οφειλόμενη διαφορά 148,87 ευρώ.
Δ. Μισθοί υπερημερίας. Η καταγγελία της συμβάσεως από την εναγόμενη είναι άκυρη, αφενός ως καταχρηστική, διότι απόλυσε τον εναγόμενο όταν διεκδίκησε νόμιμο δικαίωμα του, απαιτώντας την ύπαρξη βοηθού, που προβλέπεται από τις κλαδικές συμβάσεις, αμέσως μετά την επιστροφή του από την άδεια του, που του έδωσε η εργοδότρια μετά την νοσηλεία του, και αφετέρου διότι του κατέβαλε μειωμένη αποζημίωση. Ητοι έπρεπε να του κατα-βάλει αποζημίωση ίση με δύο μηνιαίους μισθούς συν 1/6 = 982,74 χ 2 + 1/6 = 1965,48 + 1/6 = 2.293,06 ευρώ και έλαβε μόνο το ποσό των 1598,35 ευρώ. Επομένως ο ενάγων δικαιούται μισθούς υπερημερίας έξι μηνών από την επόμενη της άκυρης απόλυσης του μέχρι 7-12-2003 ήτοι το ποσόν των (982,74 ευρώ χ 6) 5896,44 ευρώ. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγόμενη δεν προτείνει σε συμψηφισμό με τους μισθούς υπερημερίας το ποσό της (μειωμένης) αποζημίωσης που κατέβαλε.
Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ` ουσίαν, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα συνολικά το ποσό των(970,82+844,80 + 3521,10 + 346,50 + 322,56 + 1344 + 829,08+924,60+642,16 + 148,87 + 5896,44) = 15.790,93 ευρώ, νομιμοτόκως αφού του ήταν απαραίτητο κάθε επιμέρους κονδύλιο μέχρι εξοφλήσεως
και να υποχρεωθεί η εν λόγω εναγόμενη (με καταψηφιστική διάταξη) να καταβάλει στον ενάγοντα, εκ του ως άνω συνολικού ποσού, το ποσό των 12.000 ευρώ κατά σύμμετρο περιορισμό των ανωτέρων κονδυλίων. Η εναγόμενη, που ηττήθηκε εν μέρει πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφότερων βαθμών δικαιοδοσίας, που κατανέμεται ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας κάθε διαδίκου (αρθ. 176,178 και 183 Κ.Πολ.Δ.).
Ν.Β