354/2004 ΑΠ – Αναίρεση. Λόγος αναιρέσεως εκ της ΚΠολΔ 559 αρ. 19 (έλλειψη νομίμου βάσεως). Πότε ιδρύεται ο προκείμενος λόγος αναιρέσεως. Μόνη η παράλειψη μνείας των νομικών διατάξεων που στηρίζουν το αγωγικό αίτημα, δεν θεμελιώνει την συνδρομή του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως, εάν αυτές υφίστανται και δικαιολογούν, βάσει των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το διατακτικό της.

354/2004 ΑΠ (350790)

 

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΙΚΗ 2005/184

Αναίρεση. Λόγος αναιρέσεως εκ της ΚΠολΔ 559 αρ. 19 (έλλειψη νομίμου βάσεως). Πότε ιδρύεται ο προκείμενος λόγος αναιρέσεως. Μόνη η παράλειψη μνείας των νομικών διατάξεων που στηρίζουν το αγωγικό αίτημα, δεν θεμελιώνει την συνδρομή του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως, εάν αυτές υφίστανται και δικαιολογούν, βάσει των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το διατακτικό της. Σαφής η παραδοχή του εφετείου για τον χρόνο εργασίας και αναπαύσεως του αναιρεσιβλήτου – εργαζομένου με την ιδιότητα του σερβιτόρου σε επιχείρηση επιχείρηση καφετέριας – εστιατορίου, το είδος του μισθού και ποσοστών επί

των εισπράξεων), τις ημέρες και ώρες εργασίας και τον συνολικό καθορισμό των ωρών υπερωριακής και νυχτερινής εργασίας κατά μήνα, χωρίς να είναι αναγκαίο να διαλαμβάνονται στην προσβαλλομένη οι ώρες και ημέρες της νυχτερινής κεχωρισμένως τον συνολικό καθορισμό των ώρων υπερωριακής και νυχτερινής εργασίας κατά τον συνολικό καθορισμό των ωρών υπερωριακής και νυχτερινής εργασίας κατά μήνα, χωρίς να είναι αναγκαίο να διαλαμβάνονται στην προσβαλλομένη οι ώρες και ημέρες της νυχτερινής εργασίας κεσωρισμένως ή κατά συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, εφ` όσον αυτές σαφώς προσδιορίζοντο σε

αυτήν συνολικώς κατά μήνα. Απόρριψη ως απαράδεκτου λόγου αναιρέσεως εκ της ΚΠολΔ 559 αρ. 1, για παραβίαση του άρθρου 655 ΑΚ, διότι με την επίφαση της προσβαλλόμενης ως άνω πλημμέλειας επλήττετο η περί των πραγμάτων ανέλεγκτη κρίση του εφετείου και ως αβάσιμου ετέρου λόγου αναιρέσεως εκ της ΚΠολΔ 599 αρ. 10 ως αβασίμου (απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως κατά της Εφετείου Αθηνών 1151/1999). Mε παρατηρήσεις Κώστα Μπέη στη ΔΙΚΗ.

 

 

Αριθμός 354/2004

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

Β2` Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Αρχοντή Ντόβα, Αντιπρόεδρο, Χρήστο Μπαλντά, Θεόδωρο Τζέμο, Σπυρίδωνα Κολυβά  και Δημήτριο Λοβέρδο, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 10 Φεβρουαρίου 2004, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τζιώτη, για να δικάσει μεταξύ :

 

Των αναιρεσειουσών : 1) Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «…….» που εδρεύει στο ……… πρώην επί της οδού … που λύθηκε  ήδη, τελεί υπό εκκαθάριση και εκπροσωπείται νόμιμα και στην παρούσα δίκη εκπροσωπήθηκε από την εκπρόσωπο και εκκαθαρίστριά της ….. η οποία διόρισε στο ακροατήριο πληρεξούσιο δικηγόρο της τον Δημήτριο Ασημακόπουλο, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις. 2) ……… υπό την ιδιότητά της ως πρώην ομορρύθμου μέλους της ανωτέρω ομόρρυθμης εταιρείας, κατοίκου …. , η οποία παραστάθηκε με τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

Του αναιρεσίβλητου : ……………………. , κατοίκου …. , ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5 Οκτωβρίου 1995 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 549/1998 του ίδιου Δικαστηρίου και 1151/1999 του Εφετείου Αθηνών.

 

Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείουσες   με την από 14 Φεβρουαρίου 2002 αίτησή τους.

 

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, και ο εισηγητής

Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Τζέμος  διάβασε την έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αναιρέσεως.

 

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της και οι δύο πλευρές την καταδίκη της αντίδικης στην δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, η περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές

αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση την έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 28/1997, Ολ. ΑΠ 30/1997). Αντιθέτως, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά τη διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις της αποφάσεως, ανάγονται στη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, ή αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, στην ανάλυση και στάθμισή τους και στην αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, αρκεί τούτο να διατυπώνεται σαφώς. Εξάλλου η έλλειψη μείζονος προτάσεως, η παράλειψη δηλαδή παραθέσεως των διατάξεων στις οποίες ευρίσκει έρεισμα το αγωγικό αίτημα, δεν καθιστά την απόφαση αναιρετέα. Διότι η συνταγματική επιταγή της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογήσεως των αποφάσεων (άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος) δεν καθιερώνει ούτε επιβάλλει αντίστοιχο αναιρετικό έλεγχο. Ο δε κοινός νομοθέτης στο πεδίο της πολιτικής δίκης προβλέπει ως λόγο αναιρέσεως την έλλειψη νομίμου βάσεως «ιδίως αν (η απόφαση) δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ). Ως αιτιολογίες όμως νοούνται στην διάταξη αυτή μόνο οι ουσιαστικές παραδοχές, η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια των οποίων καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Οι νομικές διατάξεις που στηρίζουν το αγωγικό αίτημα αρκεί, έστω και αν δεν μνημονεύονται στη προσβαλλόμενη απόφαση, να υφίστανται και να δικαιολογούν, βάσει των ουσιαστικών παραδοχών της, το διατακτικό της, οπότε ο Άρειος Πάγος μπορεί να τις συμπληρώσει (άρθρο 578 ΚΠολΔ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει, δέχθηκε τα εξής: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στις 20.1.1991, η πρώτη εναγομένη ομόρρυθμη εταιρεία, μέλος της οποίας είναι η δεύτερη τούτων (ήδη αναιρεσείουσες), προσέλαβε τον άγοντα (και ήδη αναιρεσίβλητο) για να εργαστεί ως σερβιτόρος στην επιχείρηση καφετέριας – εστιατορίου, την οποία διατηρεί στο ….. … και επί της …………. , λειτουργεί δε με το διακριτικό τίτλο «……..». Η επιχείρηση αυτή ανήκε παλαιότερα στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………………», την οποία διαδέχθηκε η πρώτη εναγομένη και στην οποία από 1.8.1990 εργαζόταν ο ενάγων με την ίδια (του σερβιτόρου) ιδιότητα. Σε εκτέλεση της εργασιακής αυτής σύμβασης, με την οποία

 

συμφωνήθηκε να εργάζεται ο ενάγων οκτώ (8) ώρες την ημέρα και επί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα, αμείβεται δε σύμφωνα με τις οικείες συλλογικές συμβάσεις

 

εργασίας, δηλαδή με συμβολικό μισθό και ποσοστά επί των εισπράξεων, ο ενάγων απασχολήθηκε, εργαζόμενος έξι (6) αντί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα και με ημερήσιο ωράριο από 16.00 έως 24.00 και άλλοτε από 17.00 έως 0.00 ώρα της επομένης ημέρας εναλλάξ, μέχρι την 15.9.1995, όταν η εργοδότιδά του εναγομένη

 

εταιρεία κατήγγειλε τη σύμβασή του εγγράφως μεν, χωρίς όμως να του καταβάλλει

 

τη νόμιμη αποζημίωση, που για το λόγο αυτό, εδικαιούτο. Ενόψει αυτών η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως του ενάγοντος από την εργοδότιδά του εταιρεία ήταν άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρα 174, 180 ΑΚ). Συνεπώς και, αφού η πρώτη εναγομένη έπαυσε έκτοτε να αποδέχεται τις υπηρεσίες που πραγματικά και κατά προσήκοντα τρόπο της προσέφερε ο ενάγων, κατέστη υπερήμερη και υποχρεούται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 656 ΑΚ, στην πληρωμή μισθών υπερημερίας για το ένδικο κρίσιμο χρονικό διάστημα (από 16.9.1995 έως 16.2.1996). Περαιτέρω δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της

 

εργασίας στην ανωτέρω επιχείρηση των εναγομένων, που ανήκει στην κατηγορία «πολυτελείας», α) απέκτησε (στις 28.9.1993) το με αριθμό 19333/1993 βιβλιάριο

 

υγείας, β) παρακολούθησε από 12.12.94 μέχρι 14.4.95 το Εστιατορικό Τμήμα του Κλάδου Μετεκπαίδευσης Αθήνας και έλαβε το πτυχίο της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων, το οποίο γνωστοποίησε στην εργοδότιδά του και γ) συμπλήρωσε την

 

1.8.1993 τριετία, με την προσμέτρηση στο χρόνο της προκείμενης εργασίας του και εκείνης που από την 1.8.1990 είχε πραγματοποιήσει στην εταιρεία «… ………………..», την οποία, όπως ελέχθη, διαδέχθηκε η πρώτη των εναγομένων, εργαζόταν δε όλες τις Κυριακές και αργίες κάθε μήνα, όπως και κατά τη νύκτα και πραγματοποιούσε συνολικά 40 ώρες νυκτερινής εργασίας το μήνα, ενόψει του ωραρίου της εργασίας του (από 5 μμ – 1 πμ ή από 4 μμ – 11 μμ), χωρίς να του καταβάλλεται η νόμιμη προσαύξηση από 75% και 25% αντίστοιχα, την οποία προσαύξηση, ας σημειωθεί, εδικαιούτο ο ενάγων και δη για μεν την εργασία που πραγματοποίησε κατά το χρονικό διάστημα από 20.1.1991

 

μέχρι 28.9.1993, κατά το οποίο εστερείτο βιβλιαρίου υγείας και συνεπώς συνδεόταν με την πρώτη εναγομένη με απλή σχέση εργασίας, ευθέως από το νόμο, για δε εκείνη που παρείχε μετά την 29.9.1993 με βάση την εργασιακή του σύμβαση. Κατ΄ ακολουθίαν αυτών το Εφετείο έκρινε ότι σωστά το πρωτόδικο δικαστήριο για τον καθορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος προκειμένου βάσει αυτών να προσδιορίσει τους μισθούς υπερημερίας, που, κατά τα προαναφερόμενα και για τον εκτιθέμενο λόγο, εδικαιούτο για το χρονικό διάστημα της υπερημερίας της πρώτης εναγομένης (από 16.9.1995 έως 16.2.1996),

 

συνυπολόγισε, εκτός από το συμβολικό μηνιαίο μισθό, το επίδομα τουριστικής εκπαίδευσης και το επίδομα πολυετούς υπηρεσίας (τριετίας) που έπρεπε να καταβάλλονται στον ενάγοντα, και την προσαύξηση που εδικαιούτο για την εργασία που παρείχε κατά τις Κυριακές και άλλες μη εργάσιμες ημέρες, όπως και

 

κατά τη διάρκεια της νύκτας και ότι κατόπιν αυτών η ένδικη έφεση με τους δύο μοναδικούς λόγους της οποίας προσάπτεται στην εκκαλούμενη απόφαση το σφάλμα, ότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε ότι ο ενάγων σταθερά και μόνιμα

 

εργαζόταν τις Κυριακές και νύκτες, είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι οι εκκαλούντες δεν παραπονούνται ως προς την ορθότητα του υπολογισμού και το ύψος των μισθών υπερημερίας που υποχρεώθηκαν να πληρώσουν στον αντίδικό τους. Με το σχετικό πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση συνιστάμενη στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ελλιπείς, αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες περί του πότε και ποιες ώρες εργάσθηκε ο αναιρεσίβλητος ώστε να προκύπτει εάν αυτός εργάσθηκε υπερωριακά, εάν εργάσθηκε σε αργίες και κατά την νύκτα, και ποιες ημέρες της εβδομάδος αυτός εργαζόταν. Η σαφής όμως παραδοχή του Εφετείου για το χρόνο εργασίας και αναπαύσεως (ρεπό), το είδος του μισθού, τις ημέρες και ώρες εργασίας και συνολικό καθορισμό ωρών υπερωριακής και νυκτερινής εργασίας

 

κατά μήνα του αναιρεσίβλητου, που διαλαμβάνονται στην αναιρεσιβαλλόμενη, είναι κρίση περί τα πράγματα με σαφές το αποδεικτικό πόρισμα που δεν ελέγχεται αναιρετικά, ενώ δεν ήταν αναγκαίο να διαλαμβάνονται σε αυτή οι ώρες

 

και ημέρες της νυκτερινής εργασίας κεχωρισμένως ή κατά συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα για είναι σαφές το περί αυτών αποδεικτικό πόρισμα για το σύνολο αυτών, εφόσον αυτές σαφώς προσδιορίζονται συνολικώς κατά μήνα (40). Επομένως ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του (από το άρθρο 559 αριθ. 19

 

ΚΠολΔ) πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος και κατά το τελευταίο μέρος του ως αβάσιμος. Το δεύτερο μέρος του ίδιου λόγου με το οποίο προβάλλεται η εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου είναι απορριπτέο ως αόριστο, αφού δεν καθορίζονται στο αναιρετήριο ποιοι συγκεκριμένοι ενάριθμοι κανόνες ουσιαστικού δικαίου παραβιάσθηκαν και πού ακριβώς εντοπίζεται το νομικό σφάλμα της προσβαλλόμενης, δηλαδή κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή των κανόνων δικαίου (Ολ. ΑΠ 1/1995). Επίσης το σχετικό μέρος του λόγου αναιρέσεως

 

με το οποίο προβάλλεται, η εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια συνιστάμενη κατ` εκτίμηση του περιεχομένου της, στο ότι το Εφετείο

 

στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση γιατί δεν διέλαβε στην τελευταία συγκεκριμένες νομικές διατάξεις (με την έννοια της μείζονος προτάσεως χωρίς όμως οι αναιρεσείουσες να προβάλλουν με το αναιρετήριο ότι δεν υφίστανται σχετικές διατάξεις που να στηρίζουν τα αγωγικά αιτήματα ή τις σαφείς παραδοχές του Εφετείου) που καθόριζαν την αμοιβή του αναιρεσίβλητου, δηλαδή το ύψος του συμβολικού του μισθού, τις ΣΣΕ που εφαρμοζόταν στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ύψος της αποζημιώσεως για τη στέρηση της εβδομαδιαίας ανάπαυσης, το επίδομα τουριστικής εκπαίδευσης, το επίδομα πολυετίας, την προσαύξηση για την εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες και για την νυκτερινή εργασία του ανωτέρω, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, διότι με τέτοιο περιεχόμενο η προβαλλόμενη πλημμέλεια δεν εμπίπτει στον αναιρετικό αυτό λόγο σύμφωνα με αυτά που προεκτέθηκαν.

 

Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται η εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αιτίαση για παραβίαση του άρθρου 656 ΑΚ συνιστάμενη κατά λέξη στο ότι «εσφαλμένα δέχθηκε το Εφετείο ότι οπωσδήποτε ο αναιρεσίβλητος θα εργαζόταν και θα πραγματοποιούσε εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες και νυχτερινά δηλαδή έκτακτες αποδοχές πέραν του συμβολικού μισθού

 

και συμπεριέλαβε στον μισθό υπερημερίας και τις ανωτέρω προσαυξήσεις και μάλιστα τη στιγμή που όπως απεδείχθη η επιχείρηση λόγω της δεινής της οικονομικής κατάστασης έκλεισε κατά το μήνα Νοέμβριο του 1996 ολίγους μήνες μετά την απόλυση του αναιρεσίβλητου» είναι απαράδεκτος και απορριπτέος γιατί με την επίφαση της προβαλλόμενης πλημμέλειας της προσβαλλόμενης αποφάσεως πλήττεται η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Εφετείου. Το μέρος του ίδιου λόγου με το οποίο προβάλλονται οι εκ των αριθμών 8 και 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης συνιστάμενες στο ότι το  Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τους δύο λόγους εφέσεως των αναιρεσειόντων με τους οποίους αυτοί παρεπονούντο για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ότι παρανόμως δέχθηκε πράγματα ως αληθινά χωρίς απόδειξη σχετικά με την εργασία του αναιρεσίβλητου κατά τις Κυριακές, τις ώρες τις νυκτερινής εργασίας και το μήκος του ωραρίου του, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, διότι η προσβαλλόμενη, όπως από την επισκόπηση του περιεχομένου της

 

προκύπτει, κατέληξε στο σχετικό με τις ανωτέρω αιτιάσεις αποδεικτικό της πόρισμα αφού εξήτασε και απέρριψε κατ` ουσίαν τους δύο άκρως συνοπτικούς λόγους της από 26.7.1998 εφέσεως των αναιρεσειόντων, με τους οποίους αυτοί παρεπονούντο μόνο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ κατέληξε στο σαφές αποδεικτικό πόρισμά της αφού έλαβε υπόψη τα προσαχθέντα και προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα.

 

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 14.2.2002 αίτηση της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………………….» και ………….. για αναίρεση της 1151/1999 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και

 

Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, το ποσόν της οποίας ορίζει σε επτακόσια εβδομήντα (770) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα  στις  2 Μαρτίου 2004 και δημοσιεύθηκε

στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Μαρτίου 2004.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ