353/2004 ΑΠ – Μίσθωση εργασίας. Αποδοχές και επιδόματα σερβιτόρου. Επίδομα τουριστικής εκπαίδευσης και πολυετούς υπηρεσίας. Αποζημίωση για στέρηση εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Προσαυξήσεις για νυχτερινή εργασία. Ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει τις αποδοχές του για το χρονικό διάστημα που δεν διέθετε βιβλιάριο υγείας, βάσει απλής σχέσης εργασίας που τον συνέδεε με τον εργοδότη του. Με παρατηρήσεις Κώστα Μπέη στη ΔΙΚΗ.

353/2004 ΑΠ (351613)

 

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Δ/ΝΗ 2005/1399, ΔΙΚΗ 2005/19)

Μίσθωση εργασίας. Αποδοχές και επιδόματα σερβιτόρου. Επίδομα τουριστικής εκπαίδευσης και πολυετούς υπηρεσίας. Αποζημίωση για στέρηση εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Προσαυξήσεις για νυχτερινή εργασία. Ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει τις αποδοχές του για το χρονικό διάστημα που δεν διέθετε βιβλιάριο υγείας, βάσει απλής σχέσης εργασίας που τον συνέδεε με τον εργοδότη του. Με παρατηρήσεις Κώστα Μπέη στη ΔΙΚΗ.

 

 

Αριθμός 353/2004

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

B2΄ Πολιτικό Τμήμα

 

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Αρχοντή Ντόβα, Αντιπρόεδρο, Χρήστο Μπαλντά, Θεόδωρο Τζέμο, Σπυρίδωνα Κολυβά  και Δημήτριο Λοβέρδο, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 10 Φεβρουαρίου 2004, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τζιώτη, για να δικάσει μεταξύ :

 

Των αναιρεσειουσών :…………και στην παρούσα δίκη εκπροσωπήθηκε από την εκπρόσωπο και εκκαθαρίστριά της ………. η οποία διόρισε στο ακροατήριο πληρεξούσιο δικηγόρο της τον Δημήτριο Ασημακόπουλο, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις, ………..η οποία παραστάθηκε με τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

Του αναιρεσίβλητου :……….ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5 Οκτωβρίου 1995 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι

 

αποφάσεις : 548/1998 του ίδιου Δικαστηρίου και 1152/1999 του Εφετείου Αθηνών.

 

Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείουσες   με την από 12 Φεβρουαρίου 2002 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, και ο  εισηγητής

Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Τζέμος  διάβασε την έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αναιρέσεως. O πληρεξούσιoς των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της και οι δύο πλευρές την καταδίκη της αντίδικης στην δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ,  λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης  ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε η περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που  έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 28/1997, Ολ. ΑΠ 30/1997). Αντιθέτως, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά τη διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις της αποφάσεως ανάγονται στη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, ή  αναφέρονται στην εκτίμηση των

 

αποδείξεων, στην ανάλυση και στάθμισή τους και στην αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, αρκεί τούτο να διατυπώνεται σαφώς. Εξάλλου η

 

έλλειψη μείζονος προτάσεως, η παράλειψη δηλαδή παραθέσεως των διατάξεων στις οποίες ευρίσκει έρεισμα το αγωγικό αίτημα, δεν καθιστά την απόφαση αναιρετέα.

 

Διότι η συνταγματική επιταγή της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογήσεως των αποφάσεων (άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος) δεν καθιερώνει ούτε επιβάλλει

 

αντίστοιχο αναιρετικό έλεγχο. Ο δε κοινός νομοθέτης  στο πεδίο της πολιτικής δίκης προβλέπει ως λόγο αναιρέσεως την έλλειψη νομίμου  βάσεως “ιδίως αν (η απόφαση) δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης” (άρθρο

 

559 αριθ. 19 ΚΠολΔ). Ως αιτιολογίες όμως νοούνται στην διάταξη αυτή μόνο οι ουσιαστικές παραδοχές, η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια των οποίων καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Οι διατάξεις που στηρίζουν το αγωγικό αίτημα αρκεί, έστω και αν δεν μνημονεύονται στη προσβαλλόμενη απόφαση, να υφίστανται και να δικαιολογούν, βάσει των ουσιαστικών παραδοχών της , το διατακτικό της, οπότε ο Άρειος Πάγος

 

μπορεί να τις συμπληρώσει (άρθρο 578 ΚΠολΔ). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει, δέχθηκε τα εξής: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στις

 

20/1/1991, η πρώτη εναγομένη ομόρρυθμη εταιρεία, μέλος της οποίας  είναι η δεύτερη τούτων, (ήδη αναιρεσείουσες), προσέλαβε τον ενάγοντα (ήδη αναιρεσίβλητο) για να εργαστεί ως σερβιτόρος στην επιχείρηση καφετέριας-

εστιατορίου, την οποία διατηρεί στο Γαλάτσι Αττικής  και επί της Λεωφόρου Βεϊκου 131, λειτουργεί δε με το διακριτικό τίτλο “ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ”. Η επιχείρηση αυτή ανήκε παλαιότερα στην ομόρρυθμη εταιρεία με την  επωνυμία “………..”,

 

την οποία διαδέχθηκε η πρώτη εναγομένη και στην οποία από 1/8/1990 εργαζόταν ο ενάγων με την ίδια του σερβιτόρου ιδιότητα. Με την εν λόγω εργασιακή σύμβαση, κατά την σύναψή της, οι διάδικοι συμφώνησαν να εργάζεται ο ενάγων οκτώ (8) ώρες την ημέρα και επί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα,  αμείβεται δε σύμφωνα με τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δηλαδή με συμβολικό μισθό και ποσοστά επί των εισπράξεων. Κατά τη διάρκεια  της εργασίας του στην

 

άνω επιχείρηση των εναγομένων, η οποία ανήκει στην κατηγορία “πολυτελείας”, ο

 

ενάγων α) απέκτησε στις 28/9/1993 το με αριθμό 19333/1993 βιβλιάριο υγείας, β) παρακολούθησε από 12/12/1994 μέχρι 14/4/1995 το Εστιατορικό τμήμα του Κλάδου Μετεκπαίδευσης Αθήνας και έλαβε το πτυχίο της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων, το οποίο γνωστοποίησε στην εργοδότιδά του εταιρεία  και γ) συμπλήρωσε τριετία την 1/8/1993 με την προσμέτρηση στο χρόνο της ένδικης εργασίας του και εκείνης που από την 1/8/1990 είχε πραγματοποιήσει στην εταιρεία “…………”, την οποία, όπως ελέχθη, διαδέχθηκε η πρώτη των εναγομένων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι καθόλη τη διάρκεια  της απασχόλησής του

 

στην επιχείρηση της εναγομένης εταιρείας, που διήρκεσε μέχρι την 15/9/1995, ο

 

ενάγων εργαζόταν πάντοτε έξι (6) αντί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα, με ημερήσιο ωράριο από 16.00 έως 24.00 και άλλοτε από 17.00 έως 01.00 ώρα της επομένης ημέρας εναλλάξ, ενώ έπαιρνε  ένα μόνο ρεπό την εβδομάδα. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν όλες τις Κυριακές  και αργίες κάθε μήνα, όπως και κατά την νύκτα, και πραγματοποιούσε συνολικά 40 ώρες νυκτερινή εργασία το μήνα, ενόψει του ωραρίου της εργασίας του (από 5μμ – 1μμ ή από 4μμ

 

– 12μμ), χωρίς να του καταβάλλεται η νόμιμη προσαύξηση από 75% και 25% αντίστοιχα, την οποία (προσαύξηση), ας σημειωθεί, εδικαιούτο ο ενάγων και δη για μεν την εργασία που πραγματοποίησε κατά το χρονικό διάστημα από 20/1/1991

 

μέχρι 28/9/1993, κατά το οποίο εστερείτο βιβλιαρίου υγείας και συνεπώς συνδεόταν με την πρώτη εναγομένη με απλή σχέση εργασίας, ευθέως από το νόμο,

 

για δε εκείνη που παρείχε μετά την 29/9/1993 με βάση την εργασιακή του σύμβαση.  Τέλος αποδείχθηκε ότι η εναγομένη εργοδότρια εταιρεία ουδέποτε κατέβαλε στον ενάγοντα α) τους συμφωνημένους συμβολικούς μηνιαίους μισθούς, β) αποζημίωση για στέρηση της εβδομαδιαίας ανάπαυσης του για μια ημέρα, γ) το

 

επίδομα τουριστικής εκπαίδευσης 10% που εδικαιούτο επί του βασικού ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη κατά την οικεία ΕΣΣΕ  και δ) το επίδομα πολυετούς υπηρεσίας (τριετών) εκ ποσοστού επίσης 10% επί του συμβολικού μηνιαίου μισθού που εδικαιούτο. Συνεπώς, καταλήγει το Εφετείο, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία τα αυτά δέχθηκε, σωστά τις αποδείξεις εκτίμησε και έκρινε, η

 

δε έφεση με τους τρεις λόγους της οποίας οι εκκαλούντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση το σφάλμα, ότι εσφαλμένα δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε

 

στην επιχείρηση τους α) κατά τα χρονικά διαστήματα που αυτός με την αγωγή του

 

επικαλείται, και β) κατά τις Κυριακές και αργίες και ότι δεν του καταβαλλόταν

 

αποζημίωση για στέρηση της εβδομαδιαίας ανάπαυσης του, είναι αβάσιμη, διότι οι προβαλλόμενοι αυτοί λόγοι δεν αποδείχθηκαν, εκτός του ότι είναι και αόριστοι, αφού δεν αναφέρουν οι εκκαλούντες α) τα χρονικά διαστήματα που κατ`

 

αυτούς απασχολήθηκε στην επιχείρηση τους ο ενάγων και την διάρκεια αυτών, β) ποιες Κυριακές και αργίες εργάστηκε ο ενάγων και τα ποσά, που για την εργασία

 

του αυτή, ως προσαύξηση, του κατέβαλαν και γ) τα χρηματικά ποσά, τα οποία, ως

 

αποζημίωση, για τη στέρηση της εβδομαδιαίας  ανάπαυσης του κατέβαλαν, ώστε να

 

μπορεί αυτός μεν να αμυνθεί, το δε δικαστήριο να κρίνει την βασιμότητα των ισχυρισμών τους. Εξάλλου, συνεχίζει το Εφετείο,  στο δικόγραφο της έφεσης των

 

εκκαλούντων δεν περιέχεται παράπονο ούτε ως προς την ορθότητα των επί μέρους χρηματικών ποσών που το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε στον ενάγοντα για τις εκτιθέμενες αιτίες, ήτοι α) για προσαύξηση της κατά τις Κυριακές εργασίας του

 

(δρχ. 858072), β) για προσαύξηση της νυκτερινής εργασίας του (δρχ. 538.318), γ) για μηνιαίους συμβολικούς μισθούς (δρχ. 1.369.134) και δ) για αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης του (δρχ. 837.326), ούτε ως προς το συνολικό ποσό που υποχρεώθηκαν οι εκκαλούντες να καταβάλουν στον ενάγοντα και

 

ανέρχεται σε 3.602.850 δραχμές και έτσι πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση, ως αβάσιμη κατ` ουσίαν.  Με το σχετικό πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η εκ

 

του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση συνιστάμενη στο ότι η προσβαλλόμενη

 

απόφαση έχει ελλιπείς, αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες περί του πότε και ποιες ώρες εργάσθηκε ο αναιρεσίβλητος ώστε να προκύπτει εάν αυτός εργάσθηκε υπερωριακά, εάν εργάσθηκε σε αργίες και κατά την νύκτα, και ποιες ημέρες της εβδομάδος αυτός εργαζόταν. Η σαφής όμως παραδοχή του Εφετείου για το χρόνο εργασίας και αναπαύσεως (ρεπό), το είδος του μισθού, τις ημέρες και ώρες εργασίας και συνολικό καθορισμό ωρών υπερωριακής και νυκτερινής εργασίας

 

κατά μήνα του αναιρεσίβλητου που διαλαμβάνονται στην αναιρεσιβαλλόμενη είναι κρίση περί τα πράγματα με σαφές το αποδεικτικό πόρισμα που δεν ελέγχεται αναιρετικά, ενώ δεν ήταν αναγκαίο να διαλαμβάνονται στην απόφαση του Εφετείου

 

οι ώρες και ημέρες της νυκτερινής εργασίας  κεχωρισμένως ή κατά συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα για είναι σαφές το περί αυτών αποδεικτικό πόρισμα για το σύνολο αυτών, εφόσον αυτές προσδιορίζονται συνολικώς κατά μήνα (40). Επομένως

 

ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του (από το άρθρο 559 αριθ. 19

 

ΚΠολΔ) πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος και κατά το τελευταίο μέρος του ως αβάσιμος. Το δεύτερο μέρος του ίδιου λόγου με το οποίο προβάλλεται η εκ του αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου είναι απορριπτέο ως αόριστο, αφού δεν καθορίζονται στο αναιρετήριο ποιοι συγκεκριμένοι ενάριθμοι κανόνες ουσιαστικού δικαίου παραβιάσθηκαν και που ακριβώς εντοπίζεται το νομικό σφάλμα της προσβαλλόμενης δηλαδή κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή των κανόνων

 

δικαίου (Ολ. ΑΠ 1/1995). Επίσης το σχετικό μέρος του λόγου αναιρέσεως με το οποίο προβάλλεται, η εκ του αριθμ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια συνιστάμενη κατ` εκτίμηση του  περιεχομένου της, στο ότι το Εφετείο στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση γιατί δεν διέλαβε στη τελευταία συγκεκριμένες

 

νομικές διατάξεις (με την έννοια της μείζονος προτάσεως χωρίς όμως οι αναιρεσείουσες να προβάλλουν με το αναιρετήριο ότι δεν υφίστανται  σχετικές διατάξεις που να στηρίζουν τα αγωγικά αιτήματα ή τις σαφείς παραδοχές του Εφετείου) που καθόριζαν την αμοιβή του αναιρεσίβλητου δηλαδή το ύψος του συμβολικού μισθού  του, τις ΣΣΕ που εφαρμοζόταν στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ύψος της αποζημιώσεως για τη στέρηση της εβδομαδιαίας ανάπαυσης, το επίδομα  τουριστικής εκπαίδευσης, το επίδομα πολυετίας, την προσαύξηση που δικαιούται ο αναιρεσίβλητος για την εργασία του κατά τις Κυριακές, αργίες και

 

για την νυκτερινή εργασία του , είναι απορριπτέο ως απαράδεκτεο, διότι τέτοια

 

προβαλλόμενη πλημμέλεια δεν εμπίπτει στον αναιρετικό αυτό λόγο σύμφωνα με αυτά που προεκτέθηκαν.  Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται η εκ των αριθμ. 1 άλλως 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αιτίαση για παραβίαση του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ συνιστάμενη στο ότι εσφαλμένα δέχθηκε το Εφετείο ότι ο ενάγων εργάσθηκε τα χρονικά διαστήματα που επικαλείται στην αγωγή του και κατά τις Κυριακές και αργίες είναι απαράδεκτος και απορριπτέος γιατί ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ ιδρύεται μόνο αν παραβιάσθηκαν ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνες ουσιαστικού δικαίου και όχι όταν

 

η παραβίαση αναφέρεται σε δικονομικές διατάξεις στις οποίες περιλαμβάνεται και η προαναφερόμενη.  Η εκ του αριθ. 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβαλλόμενη σχετική αιτίαση κατά της προσβαλλόμενης είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη γιατί ο λόγος αυτός προϋποθέτει την εσφαλμένη κατανομή του βάρους αποδείξεως με έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που όμως δεν εκδίδεται κατά την εργατική διαδικασία που δικάσθηκε η προκείμενη υπόθεση, όπως από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης προκύπτει, και κατά την οποία διαδικασία οι διάδικοι ήσαν υποχρεωμένοι να προσκομίσουν και προσαγάγουν τα αποδεικτικά τους μέσα προαποδεικτικώς. Περαιτέρω το μέρος του σχετικού λόγου με το οποίο προβάλλονται οι εκ των αριθ. 8, 9 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης συνιστάμενες στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα όσα αναφέρονται στους τρεις λόγους εφέσεως των αναιρεσειόντων με τους οποίους αυτοί παρεπονούντο για τη θετική κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι ο αναιρεσίβλητος εργάσθηκε κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα καθώς και κατά τις Κυριακές και αργίες, κατέλειπε αδίκαστο τον ισχυρισμό – αίτημα των αναιρεσειόντων να απορριφθούν όλα τα κονδύλια της αγωγής του αναιρεσίβλητου τα οποία προσέβαλλε και ότι η προσβαλλόμενη στερείται νόμιμης βάσης,  είναι αβάσιμες η πρώτη – και κατά τα δυο  μέρη της – , γιατί η προσβαλλόμενη,  όπως από την επισκόπηση του περιεχομένου της προκύπτει, κατέληξε στο σχετικό με τις ανωτέρω αιτιάσεις αποδεικτικό της πόρισμα αφού εξήτασε και απέρριψε κατ` ουσίαν τους τρεις άκρως συνοπτικούς (διατυπούμενους σε μια μόνο σελίδα) λόγους της από 26-7-1998 εφέσεως των αναιρεσειόντων, με τους οποίους αυτοί παρεπονούντο αορίστως μόνο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσον αφορά την

ουσιαστική βασιμότητα των αγωγικών κονδυλίων και όχι ειδικώς και για το ύψος των επιδικασθέντων στον αναιρεσίβλητο ποσών των κονδυλίων αυτών, δηλαδή το Εφετείο έκρινε και απέρριψε με σαφή αιτιολογία τους συγκεκριμένους τρεις λόγους εφέσεως και σαφώς και ορθώς αποφάνθηκε ότι στο δικόγραφο της εφέσεως των αναιρεσειόντων δεν περιεχόταν ειδικό παράπονο ούτε ως προς την ορθότητα των επί μέρους χρηματικών ποσών που επιδικάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο

δικαστήριο στον αναιρεσίβλητο ούτε ως προς το συνολικό ποσό που  υποχρεώθηκαν

 

οι αναιρεσείουσες να καταβάλουν στον ανωτέρω (αναιρεσίβλητο), ενώ οι εκ των αριθμών 9 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβαλλόμενες αιτιάσεις είναι απορριπτέες  η μεν πρώτη ως αβάσιμη, εφόσον από το επισκοπούμενο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης προκύπτει ότι η τελευταία σαφώς αποφάνθηκε ότι αίτημα με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε (αμφισβήτηση ορθότητος ύψους κονδυλίων και συνολικώς επιδικασθέντος ποσού στον αναιρεσίβλητο) δεν προβλήθηκε με συγκεκριμένο και ορισμένο λόγο εφέσεως από τις αναιρεσείουσες, η δε δεύτερη ως αόριστη αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια ενάριθμη διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου και σε τι συνίσταται η παραβίαση αυτή.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 12-2-2002 αίτηση της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “……….” και ……… για αναίρεση της 1152/1999 αποφάσεως του Εφετείου  Αθηνών. Και

 

Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου,

 

το ποσό της οποίας ορίζει σε επτακόσια εβδομήντα (770) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις  2 Μαρτίου 2004.

 

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο  στις  23 Μαρτίου 2004.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Previous

349/2004 ΑΠ – Η άδεια εργασίας η οποία απαιτείται για το προσωπικό των καταστημάτων πωλήσεως οινοπνευματωδων ποτών και κέντρων διασκεδάσεως, στα οποία περιλαμβάνονται και οι καφετέριες, εντασσόμενη στον προληπτικό αστυνομικό έλεγχο του υπαλληλικού προσωπικού, ανάγεται στην εύρυθμη λειτουργία ή διατήρηση των εν λόγω καταστημάτων και συνεπώς ευρίσκεται εντός των ορίων της ειδικής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 167 του β.δ. της 3.11.1957/20.1.1958. Η σύμβαση εργασίας την οποία καταρτίζει ο εργαζόμενος που προσλαμβάνεται και απασχολείται σε κατάστημα όπως τα ανωτέρω, χωρίς να έχει εφοδιασθεί με άδεια της Αστυνομικής Αρχής, είναι άκυρη και η ακυρότητα, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ο δε εργαζόμενος, διατελών σε απλή σχέση εργασίας, δικαιούται να αξιώσει την απόδοση της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή της εργασίας του κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, στην οποίαν (ωφέλεια) δεν λαμβάνονται υπόψη οι προσαυξήσεις τις οποίες θα εδικαιούτο αυτός εάν κατάρτιζε έγκυρη σύμβαση εργασίας, λόγω των συντρεχουσών στο πρόσωπό του ιδιαιτέρων περιστάσεων, και δή λόγω γάμου, τέκνων, πολυετούς υπηρεσίας και προϋπηρεσίας. Δεν είναι καταχρηστική η από πλευράς εργοδότη επίκληση της ανωτέρω ακυρότητας (εκ της ελλείψεως της προαναφερθείσας αδείας της Αστυνομικής Αρχής), έστω και εάν γίνεται μετά την πάροδο μακρού χρόνου λειτουργίας της εργασιακής συμβάσεως, διότι μόνο το γεγονός αυτό δεν είναι δυνατόν να δημιουργήσει στο μέσο ηθικής και καλόπιστο συναλλασσόμενο, που στερείται της ανωτέρω αδείας, την πεποίθηση ότι δεν είναι αναγκαία για το κύρος της συμβάσεως, και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η άκυρη σύμβαση δεν καθίσταται έγκυρη, ακόμη και εάν η πρόταση της ακυρότητάς της είναι καταχρηστική.

Next

473/2006 ΕΦ ΠΕΙΡ – Ακυρη ως καταχρηστική η καταγγελία σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη επειδή ο εργαζόμενος διεκδίκησε νόμιμο δικαίωμά του – Η εργασία του οδηγού δεν είναι συναφής με την εργασία φορτοεκφόρτωσης – Νόμιμος ο περιορισμός αγωγικού αιτήματος χωρίς προσδιορισμό των ειδικοτέρων κεφαλαίων στα οποία αναφέρεται. Η καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική, διότι απέλυσε τον εργαζόμενο όταν διεκδίκησε νόμιμο δικαίωμά του. Η εργασία φορτοεκφόρτωσης δεν αποτελεί εργασία συναφή με αυτή του οδηγού και όταν εκτελείται από αυτόν πρέπει να του καταβληθεί συμπληρωματική αμοιβή. Ο περιορισμός της αγωγής ως προς το αιτούμενο χρηματικό ποσό το οποίο αποτελεί άθροισμα διαφόρων κονδυλίων χωρίς να προσδιορίζεται σε ποια ειδικότερα κονδύλια αναφέρεται ο περιορισμός, δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, διότι θεωρείται ότι τα κονδύλια περιορίζονται συμμέτρως και αναλογικά κατά ποσοστό.