349/2004 ΑΠ (348254)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Δ/ΝΗ 2005/1440)
Η άδεια εργασίας η οποία απαιτείται για το προσωπικό των καταστημάτων πωλήσεως οινοπνευματωδων ποτών και κέντρων διασκεδάσεως, στα οποία περιλαμβάνονται και οι καφετέριες, εντασσόμενη στον προληπτικό αστυνομικό έλεγχο του υπαλληλικού προσωπικού, ανάγεται στην εύρυθμη λειτουργία ή διατήρηση των εν λόγω καταστημάτων και συνεπώς ευρίσκεται εντός των ορίων της ειδικής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 167 του β.δ. της 3.11.1957/20.1.1958. Η σύμβαση εργασίας την οποία καταρτίζει ο εργαζόμενος που προσλαμβάνεται και απασχολείται σε κατάστημα όπως τα ανωτέρω, χωρίς να έχει εφοδιασθεί με άδεια της Αστυνομικής Αρχής, είναι άκυρη και η ακυρότητα, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ο δε εργαζόμενος, διατελών σε απλή σχέση εργασίας, δικαιούται να αξιώσει την απόδοση της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή της εργασίας του κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, στην οποίαν (ωφέλεια) δεν λαμβάνονται υπόψη οι προσαυξήσεις τις οποίες θα εδικαιούτο αυτός εάν κατάρτιζε έγκυρη σύμβαση εργασίας, λόγω των συντρεχουσών στο πρόσωπό του ιδιαιτέρων περιστάσεων, και δή λόγω γάμου, τέκνων, πολυετούς υπηρεσίας και προϋπηρεσίας. Δεν είναι καταχρηστική η από πλευράς εργοδότη επίκληση της ανωτέρω ακυρότητας (εκ της ελλείψεως της προαναφερθείσας αδείας της Αστυνομικής Αρχής), έστω και εάν γίνεται μετά την πάροδο μακρού χρόνου λειτουργίας της εργασιακής συμβάσεως, διότι μόνο το γεγονός αυτό δεν είναι δυνατόν να δημιουργήσει στο μέσο ηθικής και καλόπιστο συναλλασσόμενο, που στερείται της ανωτέρω αδείας, την πεποίθηση ότι δεν είναι αναγκαία για το κύρος της συμβάσεως, και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η άκυρη σύμβαση δεν καθίσταται έγκυρη, ακόμη και εάν η πρόταση της ακυρότητάς της είναι καταχρηστική. Απόρριψη αντεφέσεως αναιρεσείοντος ως απαράδεκτης (απορρίπτει αίτηση για την αναίρεση της Εφετείου Αθηνών 9265/2003).
Αριθμός 349/2004
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αρχοντή Ντόβα, Αντιπρόεδρο, Χρήστο Μπαλντά, Θεόδωρο Τζέμο, Σπυρίδωνα Κολυβά και Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Δεκεμβρίου 2003, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τζιώτη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος : ………………. , κατοίκου ………..
Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη.
Της αναιρεσίβλητης : Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………. και …..» που εδρεύει στην …… και εκπροσωπείται νόμιμα και στην παρούσα δίκη εκπροσωπήθηκε από τον νόμιμο εκπρόσωπό της ……….. ο οποίος διόρισε στο ακροατήριο πληρεξούσιο δικηγόρο του τον Σπυρίδωνα Σαρρή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18 Δεκεμβρίου 2000 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 2483/2001 του ίδιου Δικαστηρίου και 9265/2002 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 25 Φεβρουαρίου 2003 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω, και ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Χλαμπουτάκης διάβασε την από 28 Νοεμβρίου 2003 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των δευτέρου και τρίτου, λόγων αναιρέσεως και την απόρριψη των λοιπών.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε να γίνει δεκτή η αναίρεση στο σύνολό της, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης να απορριφθεί και τα δύο μέρη την καταδίκη της αντίδικης πλευράς στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή με το Β.Δ/γμα της 3.11.1957/20.1.1958 «περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων, που αφορούν στο Σώμα της Αστυνομίας Πόλεων» ορίσθηκε στο άρθρο 167 αυτού ότι με διάταγμα, που θα εκδοθεί κατόπιν προτάσεως του Υπουργού επί των Εσωτερικών, θα κανονισθούν μερικότερον (στοιχ. Ι) τα σχετικά με την παροχή αδείας περί ιδρύσεως ή διατηρήσεως καταστημάτων πωλήσεως ή καταναλώσεως μεθυστικών ποτών και φαρμάκων ή άλλων τέτοιου είδους ουσιών και τόπων δημοσίας διασκεδάσεως ή εξυπηρετήσεως του κοινού, στα οποία πωλούνται ή καταναλίσκονται τρόφιμα ή ποτά ή αναψυκτικά. Σε εκτέλεση της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε το π.δ/γμα 180/1979 «περί των όρων ιδρύσεως και λειτουργίας καταστημάτων πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών και κέντρων διασκεδάσεως», το οποίο στην παραγ. 1 του άρθρου 4, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγ. 1 του άρθρου 3 του π.δ/τος 36/1994 και την παράγ. 1 του άρθρου 1 του π.δ/τος 28/1998 διαλαμβάνει ότι απαγορεύεται χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής ή εργασία με οποιαδήποτε ιδιότητα στα κέντρα διασκεδάσεως και καταστήματα (που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1 κατά τα ανωτέρω στα οποία περιλαμβάνονται και οι καφετέριες), η δε διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τους παρέχοντες μη εξαρτημένη εργασία, εφ` όσον η απασχόλησή τους συνδέεται με την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών του καταστήματος, στην παρ. 2 καθορίζει την διαδικασία και τις προϋποθέσεις χορήγησης της άδειας και στην παρ. 3 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για όσους απασχολούν προσωπικό χωρίς την άδεια αυτή. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η άδεια εργασίας, που απαιτείται για το προσωπικό των καταστημάτων πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών και κέντρων διασκεδάσεως, εντασσόμενη στον προληπτικό αστυνομικό έλεγχο του υπαλληλικού προσωπικού, ανάγεται στην εύρυθμη λειτουργία ή διατήρηση των εν λόγων καταστημάτων και επομένως, ευρίσκεται εντός των ορίων της ειδικής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 167 του β. δ/τος της 3.11.1957/20.1.1958. Αν καταρτισθεί σύμβαση εργασίας, χωρίς ο μισθωτός να εφοδιασθεί με άδεια της Αστυνομικής Αρχής, η σύμβαση είναι άκυρη (άρθρ. 3, 174, 180 ΑΚ), ακυρότητα η οποία, επειδή αφορά στη δημοσία τάξη, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, και ο εργαζόμενος διατελεί με τον εργοδότη σε απλή σχέση εργασίας, δικαιούμενος να αξιώσει κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρ. 904 Α.Κ.) την απόδοση της ωφέλειας, που απεκόμισε ο εργοδότης από την παρασχεθείσα εργασία του. Η ωφέλεια αυτή, αποτιμωμένη, συνίσταται στον μισθό, που θα κατέβαλλε ο εργοδότης δυνάμει έγκυρης συμβάσεως εργασίας σε άλλον μισθωτό του αυτού επαγγέλματος και των αυτών επαγγελματικών προσόντων και ικανοτήτων για την ίδια εργασία υπό τις επικρατούσες στον τόπο παροχής τις συνθήκες, χωρίς όμως να λαμβάνονται υπ` οψη οι προσαυξήσεις, που θα εδικαιούτο, αυτός εάν συνήπτε έγκυρη σύμβαση εργασίας, λόγω των συντρεχουσών στο πρόσωπο τους ιδιαιτέρων περιστάσεων και ειδικότερα, λόγω γάμου, τέκνων, πολυετούς υπηρεσίας και προϋπηρεσίας, εφ` όσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο, του εργαζομένου που θα μπορούσε να προσληφθεί εγκύρως. Επομένως, το Εφετείο, που έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι η σύμβαση εργασίας του αναιρεσείοντα, που προσλήφθηκε και απασχολήθηκε σε κατάστημα πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών (καφετέρια) της αναιρεσιβλήτου, είναι άκυρη, γιατί ο εργαζόμενος δεν ήταν εφοδιασμένος με την άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, την οποία προβλέπει το άρθρ. 4 παρ. 1 του Π.Δ. 180/1979, όπως ισχύει, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου ρύθμιση των ως άνω διατάξεων και ο περί του αντιθέτου, από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος της αναιρέσεως, πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή, η διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό του σκοπό. Δεν είναι όμως καταχρηστική η από, τον εργοδότη επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργαζομένου σε καφετέρια, λόγω ελλείψεως της απαιτουμένης από το νόμο για λόγους γενικώτερου δημόσιου συμφέροντος αδείας της Αστυνομικής αρχής, μετά πάροδο μικρού χρόνου λειτουργίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, διότι μόνο το γεγονός αυτό δεν δυνατόν να δημιουργήσει στο μέσης ηθικής και καλόπιστο, συναλλασσόμενο, ο οποίος, παρά τη νομοθετική επιταγή, παρέλειψε να προσκομίσει τέτοια άδεια, την πεποίθηση ότι δεν είναι αναγκαία για το κύρος της σύμβασης. Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο της ουσίας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων – ενάγων προσλήφθηκε από την αναιρεσίβλητη – εναγομένη, που διατηρεί καφετέρια στην οδό …….. .. , με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως μπουφετζής τις 1/6/1990 και με την ιδιότητά του αυτή παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι τις 2/7/2000, οπότε και αποχώρησε οικειοθελώς και ότι η σύμβαση εργασίας του αναιρεσείοντα ήταν άκυρη γιατί αυτός, κατά την πρόσληψή του, δεν ήταν εφοδιασμένος με την κατά νόμο απαιτούμενη άδεια της Αστυνομικής Αρχής και γι αυτό το λόγο απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια, από τη σύμβαση εργασίας, βάση της, κατά παραδοχή της προβληθείσης ένστασης ακυρότητάς της, που πρόβαλε η αναιρεσίβλητη, χωρίς να λάβει υπόψη τον ισχυρισμό (αντένσταση) του αναιρεσείοντα για καταχρηστική προβολή της εν λόγω ακυρότητας, συνιστάμενο στο γεγονός ότι η αναιρεσίβλητη – εργοδότρια απασχόλησε τον αναιρεσείοντα – ενάγοντα επί δέκα (10) έτη, γνωρίζοντας τα τυπικά και ουσιαστικά του προσόντα και ουδέποτε κατά την εν λόγω μακρά διάρκεια της εργασιακής του σύμβασης είχε προβάλλει τη γνωστή σ` αυτή έλλειψη της άδειας της αστυνομικής αρχής, αποβλέποντας στο να καρπωθεί την ωφέλεια από την εργασία του κατά τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με τα όρια που επιβάλλει το άρθρ. 281 ΑΚ. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν συνιστά νόμιμη αντένσταση από το άρθρ. 281 ΑΚ σύμφωνα με τα παραπάνω, αλλά και γιατί η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται επί προτάσεως ισχυρισμού για ακυρότητα συμβάσεως που επήλθε λόγω παραβάσεως του νόμου, διότι η άκυρη σύμβαση δεν καθίσταται έγκυρη έστω και αν η πρόταση της ακυρότητας είναι καταχρηστική. Επομένως το Δικαστήριο της ουσίας, που δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό αυτό, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ και ο σχετικός δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής.
Επειδή, από τη διάταξη του άρθρ. 523 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αντέφεση συγχωρείται μόνον ως προς τα κεφάλαια της αποφάσεως που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή, την οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Αρειος Πάγος (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), ο αναιρεσείων – ενάγων ζήτησε, εκτός των άλλων κεφαλαίων, και διαφορές αποδοχών για 12 μήνες κάθε χρόνο, διαφορές για δώρα εορτών και επιδόματα αδείας. Η πρωτόδικη απόφαση επιδίκασε σ` αυτόν μισθολογικές διαφορές για 12 μήνες κατ` έτος, όχι όμως και διαφορές για δώρα εορτών και επιδόματα αδείας. Ο ενάγων δεν προσέβαλε, με την έφεση, που άσκησε κατά της πρωτόδικης απόφασης, τα απορριφθέντα αυτά κεφάλαια της αγωγής του, αλλά με τις εφετειακές προτάσεις του, αποκρούοντας την αντίθετη έφεση της εναγομένης, για τα γενόμενα δεκτά κεφάλαια της αγωγής του, άσκησε αντέφεση παραπονούμενος γιατί δεν επιδικάσθηκαν σ` αυτόν διαφορές από δώρα εορτών και επιδόματα αδείας. Όμως η αντέφεση του ενάγοντα δεν συνέχεται με τα προσβληθέντα με την έφεση της εναγομένης κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης και με τα αναγκαστικώς με αυτά συνεχόμενα και επομένως είναι απαράδεκτη κατ` άρθρ. 523 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατά συνέπειαν ο τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρ. 648, 655 ΑΚ σύμφωνα με τις οποίες τα επιδόματα εορτών και το επίδομα αδείας οφείλονται κατά νόμο ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας και αποτελούν μισθό, με την απόρριψη της αντέφεσης του αναιρεσείοντα – ενάγοντα, είναι σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, αλυσιτελής και απορριπτέος.
Επειδή με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί έλαβε υπόψη αποδείξεις πληρωμής διαφόρων ποσών, καθώς και ανυπόγραφες αποδείξεις, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, τις οποίες προσκόμισε η αναιρεσίβλητη και προσέβαλε ο αναιρεσείων ως εικονικές. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, υπό την επίκληση του άρθρ. 559 αριθ. 8 εδ. β, 11 και 19 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού δεν αναφέρονται καθόλου, με τα προσδιοριστικά τους στοιχεία τα εν λόγω έγγραφα, που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 25/2/2003 αίτηση του …………….. για αναίρεση της 9265/2003 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης από επτακόσια εβδομήντα (770) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2004. Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 23 Μαρτίου 2004.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ