348/2004 ΑΠ (348248)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Δ/ΝΗ 2005/1444)
Ελλειψη νόμιμης βάσης ως λόγος αναίρεσης. Πότε ιδρύεται. Επιδίκαση στον αναιρεσίβλητο οφειλομένων αποδοχών του βάσει των σ.σ.ε. και δ.α. για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των τουριστικών και επιστατιστικών καταστημάτων – εστιατορίων, ταβερνών, καφενείων και μπαρ, από του χρόνου που αναφέρεται στις εν λόγω σ.σ.ε. και δ.α., και όχι από του χρόνου που αυτές κηρύχθηκαν υποχρεωτικές. Αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, διότι αυτή δεν διέλαβε καθόλου αιτιολογίες επί ζητήματος ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, και ειδικώτερα, διότι δεν εκτίθεται στο σκεπτικό της, εάν οι διάδικοι ήσαν μέλη των συμβαλλομένων στη σύναψη των επιμάχων σ.σ.ε. και δ.α. συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων, ώστε να δεσμεύονται από τις συμφωνίες των εκπροσώπων τους και έτσι να επηρρεάζεται η ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντα από τη συγκεκριμένη εκάστοτε συλλογική ρύθμιση και από τον αναφερόμενο σε αυτήν χρόνο ή εάν δεν έλαβαν μέρος στη σύναψή τους, αλλά δεσμεύονται από αυτές, από το μεταγενέστερο χρόνο έκδοσης της υπουργικής απόφασης που τις κήρυξε γενικώς υποχρεωτικές (αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 9265/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών).
Αριθμός 348/2004
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αρχοντή Ντόβα, Αντιπρόεδρο, Χρήστο Μπαλντά, Θεόδωρο Τζέμο, Σπυρίδωνα Κολυβά και Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Δεκεμβρίου 2003, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τζιώτη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας : Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “….” που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και στην παρούσα δίκη εκπροσωπήθηκε από τον νόμιμο εκπρόσωπό της …. ο οποίος διόρισε στο ακροατήριο πληρεξούσιο δικηγόρο του τον Σπυρίδωνα Σαρρή.
Του αναιρεσίβλητου : …., κατοίκου … Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18 Δεκεμβρίου 2000 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2483/2001 του ίδιου Δικαστηρίου και 9265/2002 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16 Ιανουαρίου 2003 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω, και ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Χλαμπουτάκης διάβασε την από 28 Νοεμβρίου 2003 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των, πρώτου και τρίτου λόγων αναιρέσεως και την απόρριψη του δευτέρου. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε να γίνει δεκτή η αναίρεση στο σύνολό της, η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου να απορριφθεί και τα δύο μέρη την καταδίκη της αντίδικης πλευράς στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Ελλειψη, αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, ως λόγος αναιρέσεως κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, υπάρχει όταν δεν προκύπτουν καθόλου ή εκτίθενται στην απόφαση αντιφατικώς ή ανεπαρκώς τα περιστατικά που είναι κατά νόμον αναγκαία για τη θεμελίωση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή εκείνης που αποκλείσθηκε η εφαρμογή της. Εξ άλλου κατά μεν τη διάταξη του άρθρ.8 παρ. 2 του Ν. 1876/1990 οι υπόλοιπες (πλην των εθνικών γενικών) συλλογικές συμβάσεις εργασίας (και οι εξομοιούμενες προς αυτές Διαιτητικές Αποφάσεις), δεσμεύουν τους εργαζομένους και εργοδότες, που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες, που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους κατά δε τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 και 3 του Ν. 1876/1990 η ισχύς της συλλογικής συμβάσεως εργασίας αρχίζει από την ημέρα της κατάθεσής της στην αρμόδια υπηρεσία και λήγει με την πάροδο του χρόνου που συμφωνήθηκε ή με καταγγελία σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να ορίσουν για τη συλλογική σύμβαση εργασίας αναδρομική ισχύ έως την ημέρα της λήξης ή της καταγγελίας της προηγούμενης συλλογικής σύμβασης εργασίας, από την οποία αρχίζει να υπολογίζεται η διάρκειά της και σε περίπτωση που δεν υπάρχει προηγούμενη συλλογική σύμβαση εργασίας, από την έναρξη των διαπραγματεύσεων, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρ, 11 παρ. 2 και 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι με απόφαση που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% του κλάδου ή επαγγέλματος. Την επέκταση μπορεί να ζητήσει και αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων ή των εργοδοτών με αίτησή τους στον Υπουργό Εργασίας. Η επέκταση ισχύει από την ημερομηνια της έκδοσης της απόφασης του Υπουργού και, στην περίπτωση που υπάρχει αίτηση από την ημερομηνία υποβολής της. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα εξής: “Η αναιρεσείουσα εναγομένη διατηρεί από ετών επιχείρηση καφετέριας στην οδό ….. Την 1/6/1990 προσέλαβε δια του νομίμου εκπροσώπου της τον αναιρεσίβλητο ενάγοντα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως “μπουφετζή”, ο οποίος προσέφερε τις υπηρεσίες του με την ιδιότητα αυτή έως την 2/7/2000 οπότε αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του. Αυτός δικαιούται τις αποδοχές που προέβλεπαν η από 9/8/1993 ΣΣΕ “για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των τουριστικων και επισιτιστικων καταστηματων εστιατοριων ταβερνών καφενείων μπαρ”, οι υπ` αριθ. 18/1994 και 30/1995 διαιτητικές αποφάσεις και οι από 11/11/1996, 6/5/1997, 8/7/1998, 26/4/1999 και 1/8/2000 ΣΣΕ, οι οποίες και κηρύχθηκαν υποχρεωτικές με τις ΥΑ 14585/1994, 12812/1995, 13745/1997, 12033/1997, 12268/1998, 11413/1999 και 12050/2000, αντιστοίχως, και από το χρόνο που αναφέρεται στις εν λόγω ΣΣΕ και Διαιτητικές Αποφάσεις και όχι από το χρόνο που κηρύχθηκαν υποχρεωτικές”. Κατόπιν αυτών το Εφετείο προέβη σε υπολογισμό των αξιουμένων με την αγωγή κονδυλίων του αναιρεσιβλήτου ενάγοντα με βάση το μηνιαίο νόμιμο μισθό, που προέκυπτε από τις παραπάνω συλλογικές ρυθμίσεις του κλάδου του, και από το χρόνο που αναφέρεται σ` αυτές και όχι από τότε που κηρύχθηκαν, μεταγενέστερα, υποχρεωτικές. Στη συνέχεια το Εφετείο, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί την αγωγή του αναιρεσιβλήτου για το ποσό των 916.953 δρχ. Και δεχόμενο την έφεσή του, επιδίκασε σ` αυτόν το ποσό των 4.662.170 δραχμών. Ετσι όμως που έκρινε το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση, καθόλου αιτιολογίες για ζήτημα που ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όπως είναι το θέμα της συνδρομής των νομίμων περιστάσεων εφαρμογής των εν λόγω συλλογικών ρυθμίσεων, αναφορικά με τη δεσμευτικότητα των διαδίκων από αυτές (κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις) και το χρόνο έναρξης της ισχύος τους. Ειδικότερα δεν εκτίθεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αν οι διάδικοι είναι μέλη των συμβαλλομένων στη σύναψη των επίμαχων ΣΣΕ και ΔΑ συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων, ώστε να δεσμεύονται από τις συμφωνίες των εκπροσώπων τους και έτσι να επηρεάζεται η ατομική σύμβαση εργασίας του αναιρεσιβλήτου ενάγοντα από τη συγκεκριμένη εκάστοτε συλλογική ρύθμιση και από τον αναφερόμενο σ` αυτή χρόνο, ή αν δεν έλαβαν μέρος στη σύναψή τους, αλλά δεσμεύονται από αυτές, από τον, μεταγενέστερο, χρόνο, έκδοσης της Υπουργικής Απόφασης, που τις κήρυξε γενικώς υποχρεωτικές. Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογιών επί του ανωτέρω ουσιώδους ζητήματος της χρονικής δεσμευτικότητας των εν λόγω συλλογικών ρυθμίσεων, επί της ένδικης ατομικής σύμβασης εργασίας του αναιρεσιβλήτου ενάγοντα, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς τον γενόμενο, ορθό ή μη, υπολογισμό των αξιουμένων με την αγωγή κονδυλίων. Κατά συνέπειαν είναι βάσιμος ο εξεταζόμενος τρίτος λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών, και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί την υπ`αριθ. 9265/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατό (1.100) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις Ιανουαρίου 2004.
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 23 Μαρτίου 2004
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ