3418/2009 ΕΦ ΑΘ ( 512245)
(ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2009/786)
Ασφάλεια ζωής. Υποχρέωση του ασφαλισμένου να καταβάλει νομοτύπως τα ασφάλιστρα. Σε αντίθετη περίπτωση επέρχεται ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασης. Διαδικασία με την οποία ειδοποιείται ο υφιστάμενος περί της ακυρότητας της σύμβασης.
(Βλ. εισ. σημ. Αχ. Μπεχλιβάνη, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2009, 786).
- Εφετείου Αθηνών 3418/2009
Πρόεδρος: Κλεονίκη Θεοδωροπούλου, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγήτρια: Αναστασία Σουρίδη-Μανίκα, Εφέτης
Δικηγόροι: Ανδρέας Πεσματζόγλου – Αναστασία-Σοφία Βαρβαρρήγου
Κατά το άρθρο 33 παρ. 1 του Ν.Δ. 400/1970, όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 2179/1993 και πριν η διάταξη καταργηθεί από το άρθρο 33 παρ. 3 του Ν. 2496/1997, ο οποίος ισχύει από 17.11.1997 και εφαρμόζεται και στις συμβάσεις που είναι σε ισχύ κατά τον χρόνο αυτό, τα ασφάλιστρα των εκδιδομένων ασφαλιστηρίων καταβάλλονται σε μετρητά, είτε κατά τον χρόνο της σύναψης της ασφάλισης εφάπαξ, είτε κατ` ελάχιστο με μηνιαίες ισόποσες καταβολές.
Κάθε τμηματική καταβολή γίνεται στις καθορισμένες στο ασφαλιστήριο ημερομηνίες. Η τυχόν καθυστέρηση τμηματικής καταβολής πέραν από τον οριζόμενο στο ασφαλιστήριο χρόνο, καθιστά το ασφαλιστήριο συμβόλαιο άκυρο.
Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα μόνο αφού προηγουμένως ειδοποιήσει αποδεδειγμένα τον ασφαλισμένο με επιστολή, πριν από τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες, χωρίς να επιτρέπεται αντίθετη συμφωνία στο σημείο αυτό.
Oπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της διατάξεως αυτής, αλλά και από τον γενικότερο σκοπό που επιδιώχθηκε με τη θέσπιση της, ο οποίος έγκειται στην προστασία κυρίως του ασφαλισμένου, για να επέλθει η λύση της ασφαλιστικής συμβάσεως (ακύρωση του ασφαλιστηρίου) λόγω της καθυστερήσεως καταβολής του ασφαλίστρου, τάσσονται δύο προϋποθέσεις, ήτοι α) η καθυστέρηση της τμηματικής καταβολής του που να υπερβαίνει τις τριάντα ημέρες και β) η προηγούμενη ειδοποίηση του ασφαλισμένου, που πρέπει να γίνεται όχι με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά με τρόπο που να εξασφαλίζει την περιέλευση της ειδοποίησης σ` αυτόν, δηλαδή με συστημένη επιστολή. Οι ίδιες προϋποθέσεις απαιτούνται και στην περίπτωση που τα ασφάλιστρα έχει συμφωνηθεί να καταβληθούν εφάπαξ (ΑΠ 1660/1999 και 1410/1999 ΔΕΕ 2000. 418, 416).
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 167 ΑΚ, που ορίζει ότι η δήλωση της
βούλησης έχει νομική ενέργεια μόνο αφότου περιέλθει στο πρόσωπο στο οποίο απαιτείται να απευθυνθεί, προκύπτει ότι ο ΑΚ ακολουθεί τη θεωρία της λήψης ή παραλαβής της δήλωσης βούλησης.
Προς τούτο δεν αρκεί απλώς η αποστολή της προς εκείνον που απευθύνεται, αλλά απαιτείται η δήλωση βούλησης να εισέλθει στη σφαίρα επιρροής του λήπτη, σε χώρο ελεγχόμενο από αυτόν ώστε να μπορεί, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να πληροφορηθεί το περιεχόμενο της, όπως τούτο συμβαίνει όταν επιστολή ρίπτεται από τον ταχυδρόμο στο γραμματοκιβώτιο του λήπτη ή περιέρχεται σ` αυτόν ειδοποίηση ότι στο ταχυδρομείο υπάρχει συστημένη επιστολή (ΑΠ 1579/2008 σε τράπεζα πληροφοριών ΝΟΜΟΣ – Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ υπό άρθρο 167).
Αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ήδη εκκαλών, γεννήθηκε το έτος 1991 χωρίς γάμο των γονέων του, Β.Γ. και Κ.Π. του Χ., από τον οποίο αναγνωρίσθηκε ως γνήσιο τέκνο του με το όνομα Α.-Χ. και το επώνυμο Π., έχοντας και την προς τούτο συναίνεση της μητέρας του, με την υπ` αριθμόν 10824/1992 πράξη της συμβολαιογράφου Μοιρών …. Δυνάμει του με αριθμό ….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου και της πρόσθετης πράξης 2211123 καταρτίσθηκε στις 3.4.1991 σύμβαση ασφάλισης ζωής, ατυχημάτων και υγείας μεταξύ του Κ.Π. και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, ήδη εφεσίβλητης, με διάρκεια 31 ετών, αντί του συμφωνηθέντος ασφαλίστρου.
Δικαιούχος του ασφαλίσματος, σε περίπτωση θανάτου, ορίσθηκε από τον συμβαλλόμενο-ασφαλισμένο ο υιός του Α.Π. Ο υιός αυτός είναι ο ενάγων Α.-Χ.Π. και ήδη εκκαλών, ο οποίος εκπροσωπείται νόμιμα στη δίκη από τη μητέρα του, η οποία έχει τη γονική μέριμνα αυτού λόγω της ανηλικότητάς του, σύμφωνα με τα άρθρα 64 ΚΠολΔ, 1510, 1515 ΑΚ, έστω και αν στο σχετικό έγγραφο της εναγομένης αναγράφεται το ένα από τα δύο ονόματα του τέκνου, εφόσον ο ενάγων ήταν το μοναδικό του τέκνο.
Στις 18.7.1996 σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα ο ασφαλισμένος, πατέρας του ενάγοντος, και επήλθε έτσι η ασφαλιστική περίπτωση καταβολής του συμφωνηθέντος ασφαλίσματος στον ορισθέντα από αυτόν δικαιούχο.
Περί του γεγονότος αυτού ειδοποιήθηκε η εναγομένη μέσω του ασφαλιστικού πράκτορα αυτής στην Κρήτη Γ.Ν., ο οποίος με την ιδιότητα του αυτή είχε προσυπογράψει την πρόταση ασφάλισης του αποβιώσαντος προς την εναγομένη, έλαβε αμέσως γνώση του θανάτου του ασφαλισμένου, στου οποίου την κηδεία παραβρέθηκε και στον οποίο παραδόθηκαν αποδεικτικά του γεγονότος αυτού έγγραφα, όπως η ληξιαρχική πράξη θανάτου και η πράξη αναγνωρίσεως του τέκνου του, από την αδελφή του θανόντος Ε.Π. … Σύμφωνα με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου από ατύχημα προβλέπεται η καταβολή στον δικαιούχο: 1) ασφαλίσματος 9.900.000 δραχμών, 2) κεφαλαίου καλύψεως της βασικής ασφάλισης θανάτου 2.000.000 δρχ. και 3) προσόδου 1% επί του ασφαλίσματος μηνιαίως, δηλαδή 99.000 δρχ., για διάστημα δέκα (10) ετών. Hτοι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει, μέχρι εγέρσεως της αγωγής, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη στις 14.5.1999, ποσό 15.266.000 δρχ. (9.900.000 + 2.000.000 + 3.360.000 δρχ., δηλαδή 34 μήνες από τον θάνατο του ασφαλισμένου μέχρι την έγερση της αγωγής x 99.000 δρχ. η κάθε μηνιαία δόση, ποσό κατά το οποίο ήταν ληξιπρόθεσμη η μηνιαίως καταβαλλόμενη αυτή πρόσοδος). … Ως προς την απαίτηση αυτή του ενάγοντος έχει υποβληθεί δήλωση φόρου, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. 10606/2000 πιστοποιητικό της ΔΟΥ Ρεθύμνου, το οποίο προσκομίστηκε από τον ενάγοντα μετά την έκδοση της απόφασης 4226/2000 του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την οποία είχε ανασταλεί η δίκη για τον λόγο αυτό.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο επικαλούνται και προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι, προβλέπεται η δυνατότητα καταβολής του ετήσιου ασφαλίστρου σε εξαμηνιαίες δόσεις, κατόπιν συμφωνίας, με προσαύξηση 3%. Επίσης, ότι η καταβολή του ασφαλίστρου ειδικά με μετρητά γίνεται σε ειδικά εξουσιοδοτημένο όργανο της εναγομένης και αποδεικνύεται μόνο με εξοφλητικό έγγραφο που φέρει την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της και ότι σε περίπτωση μη καταβολής δόσης, επόμενης της εξοφληθείσης πρώτης, δίδεται χαριστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών για την πληρωμή, κατά την οποία ισχύει το συμβόλαιο, ενώ επί μη πληρωμής των ασφαλίστρων, ο ασφαλισμένος δεν δικαιούται αποζημίωσης. Ο αποβιώσας συμβαλλόμενος είχε συμφωνήσει με την εναγομένη την καταβολή του οφειλόμενου ετήσιου ασφαλίστρου σε εξαμηνιαίες δόσεις, στις 3 Απριλίου και 3 Οκτωβρίου κάθε έτους, πλην όμως δεν είχε προκαταβάλει στις 3.10.1995 τα ασφάλιστρα του εξαμήνου από 3.10.1995 μέχρι 3.4.1996, από 158.119 δρχ.
Αφού παρήλθε η προθεσμία των 30 ημερών κατά τη σύμβαση, η εναγομένη με την από 7.11.1995 επιστολή της προς τον ασφαλισμένο τον ειδοποιούσε για τις συνέπειες και τον καλούσε να καταβάλει τα ασφάλιστρα με έντυπο ταχυπληρωμής που εσώκλειε σ` αυτή, προκειμένου να γίνει η επαναφορά σε ισχύ της σύμβασης. Την επιστολή αυτή παρέδωσε, προς αποστολή, ως συστημένη, στη διεύθυνση κατοικίας του ασφαλισμένου στην Αγία Γαλήνη Ρεθύμνου, στα ΕΛΤΑ Αμαρουσίου στις 8.11.1996, μαζί με πλήθος άλλων παρόμοιων επιστολών της, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη κατάσταση επιστολών με την επ` αυτής σφραγίδα των ΕΛΤΑ.
Πλην όμως, από την κατάσταση αυτή δεν προκύπτει ότι η επιστολή και η περιεχόμενη σ` αυτή δήλωση βούλησης της εναγομένης, περί ακυρότητας της σύμβασης, περιήλθε στον συμβαλλόμενο-ασφαλισμένο κατά τρόπο που να του παρέχει τη δυνατότητα γνώσεως του περιεχομένου της κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ώστε η δήλωση αυτή να παράγει τη σκοπούμενη νομική ενέργεια κατά την έννοια της ΑΚ 167, την ακύρωση δηλαδή της ασφαλιστικής σύμβασης και την εντεύθεν απαλλαγή της εναγομένης από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 2 Ν. 400/1970, η οποία έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση που η ασφαλιστική περίπτωση είχε επέλθει πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 2496/1997 ο οποίος με το άρθρο 33 παρ. 3 αυτού κατάργησε την προαναφερόμενη διάταξη, σύμφωνα με τις σκέψεις που αναφέρονται στην αρχή της παρούσης.
Η περιέλευση δε της βούλησης της εναγομένης περί ακύρωσης της σύμβασης στον ασφαλισμένο γίνεται, προκειμένης συστημένης επιστολής που έχει αποσταλεί μέσω ΕΛΤΑ, όχι απλώς με την αποστολή της επιστολής, αλλά με την παραλαβή αυτής από τον συμβαλλόμενο, η οποία παραλαβή να προκύπτει από βεβαίωση των ΕΛΤΑ που φέρει την υπογραφή του παραλήπτη ή από βεβαίωση ότι ειδοποιήθηκε στον τόπο κατοικίας του ο παραλήπτης να παραλάβει από τα γραφεία των ΕΛΤΑ την επιστολή μέσα στο χρονικό διάστημα που αυτή παραμένει στα γραφεία του και ότι αυτός δεν το έπραξε.
Εν προκειμένω, όμως, η εναγομένη δεν απέδειξε ότι η δήλωση βουλήσεως της περιήλθε στον συμβαλλόμενο, ενώ από την προσκομιζόμενη από αυτή κατά τα ανωτέρω κατάσταση προκύπτει μόνο η αποστολή της επιστολής.
Επομένως, η εναγομένη δεν απαλλάσσεται της υποχρεώσεως της προς καταβολή του ασφαλίσματος στον δικαιούχο ενάγοντα λόγω ακύρωσης της ασφαλιστικής σύμβασης, όπως βασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών-ενάγων με τον πρώτο λόγο έφεσης, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του λόγου από το Δικαστήριο.
Περαιτέρω, η εναγομένη επαναφέρει προς απόκρουση της έφεσης και υποστήριξη του διατακτικού της εκκαλουμένης απόφασης ενστάσεις τις οποίες είχε προτείνει πρωτοδίκως και είχαν απορριφθεί με την προδικαστική απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 527 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα ισχυρίζεται: 1) Oτι απαλλάσσεται της υποχρέωσης καταβολής του ασφαλίσματος, επειδή δεν ειδοποιήθηκε από τον ενάγοντα εντός 4 ημερών από του θανάτου του ασφαλισμένου, υποχρέωση που προκύπτει από το άρθρο 9 των όρων του προσαρτήματος της σύμβασης περί ασφάλειας προσωπικών ατυχημάτων (ΠΑ).
Κατά το άρθρο 9 εδ. α` των όρων, ο ασφαλισμένος έχει υποχρέωση ειδοποιήσεως της εναγομένης σε περίπτωση ατυχήματος, εντός της προθεσμίας των τεσσάρων ημερών, ενώ για τον δικαιούχο του ασφαλίσματος δεν τίθεται τέτοια προθεσμία, ακόμη και σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου, τούτο δε ευλόγως, επειδή είναι δυνατόν ο δικαιούχος να μην γνωρίζει την ιδιότητα του αυτή κατά τον χρόνο αυτό.
Από το ίδιο άρθρο 9, εδάφιο β`, προκύπτει ότι ο δικαιούχος του ασφαλίσματος (και ο ασφαλισμένος) έχει την υποχρέωση να παρέχει κάθε πληροφορία που θα του ζητηθεί από την εναγομένη σχετικά με το ατύχημα, να επιτρέπει ακόμη και την εκταφή του ασφαλισμένου και με δικά του έξοδα να προσκομίζει κάθε έγγραφο που θα του ζητηθεί.
Επομένως, σαφώς προκύπτει από τον συνδυασμό των δύο εδαφίων του άρθρου αυτού ότι ο ενάγων, ως δικαιούχος, δεν βαρύνεται με προθεσμία ειδοποιήσεως, όπως ο ασφαλισμένος, αλλά η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και με την επίδοση της αγωγής με την οποία ζητείται το ασφάλισμα, όπως εν προκειμένω, ενώ εξάλλου δεν προκύπτει ότι η εναγομένη ζήτησε πληροφορίες ή έγγραφα από τον δικαιούχο, πριν την έγερση της αγωγής, και αυτός δεν τα προσκόμισε.
Επομένως, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης περί εκπτώσεως του ενάγοντος λόγω της μη ειδοποίησης της για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και μη προσκομίσεως των απαραιτήτων εγγράφων που αποδεικνύουν την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και την ιδιότητα του ενάγοντος ως δικαιούχου. Σε κάθε δε περίπτωση αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω, ότι η εναγομένη ειδοποιήθηκε δια του ασφαλιστικού της συμβούλου.
2) Oτι απαλλάσσεται της υποχρέωσης καταβολής του ασφαλίσματος κατά το άρθρο 10 περ. δ` του προαναφερομένου προσαρτήματος της σύμβασης, σύμφωνα με το οποίο δεν καλύπτει ατυχήματα που προξενούνται στη διάρκεια διάπραξης ή απόπειρας διάπραξης κακουργήματος ή πλημμελήματος από τον ασφαλισμένο, επειδή ο ασφαλισμένος απεβίωσε κατά τη σύγκρουση του φορτηγού αυτοκινήτου που οδηγούσε με άλλο όχημα, χωρίς να κατέχει την ανάλογη προς το όχημα του άδεια ικανότητας οδήγησης και έχοντας υπερβεί κατά πολύ το οριζόμενο όριο ταχύτητας (145 χιλιόμετρα αντί του ορίου των 40), ενώ στο αυτοκίνητο του βρέθηκε ποσότητα ναρκωτικής ουσίας.
Με την απόφαση 653/1998 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, κατά της οποίας δεν προκύπτει ότι έχει ασκηθεί έφεση, κρίθηκε ότι ο αποβιώσας Κ.Π. ήταν συνυπαίτιος της συγκρούσεως των οχημάτων από την οποία επήλθε ο θάνατος του σε ποσοστό 30%, επειδή από αμέλεια οδηγούσε με ταχύτητα 145 χιλιομέτρων αντί των 40 χιλιομέτρων που ήταν το όριο στην περιοχή του ατυχήματος και επειδή οδηγούσε πλησίον της διαχωριστικής γραμμής των δύο αντιθέτων ρευμάτων της οδού και όχι στο άκρο δεξιό της οδού, η συμπεριφορά του δε αυτή δεν του επέτρεψε να εκτελέσει τους κατάλληλους χειρισμούς για να αποφύγει τη σύγκρουση ή για να μην έχει αυτή το θανατηφόρο αποτέλεσμα, όταν το αντιθέτως κινούμενο όχημα με το οποίο συγκρούσθηκε εισήλθε στο ρεύμα πορείας του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται με δόλο. Κατ` εξαίρεση, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος τα πλημμελήματα τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια. Στον προαναφερόμενο όρο δεν διευκρινίζεται αν στην έννοια του ατυχήματος που προξενήθηκε, ειδικά κατά τη διάπραξη πλημμελήματος, περιλαμβάνονται και τα πλημμελήματα που τελέστηκαν από τον ασφαλισμένο από αμέλεια, δεδομένου ότι αυτά τιμωρούνται από τον νόμο κατ` εξαίρεση, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη.
Εν όψει του κενού αυτού, τούτο πρέπει να πληρωθεί με ερμηνεία, κατά την αληθινή βούληση των μερών, αφού ληφθούν υπόψη η καλή πίστη και τα οικεία συναλλακτικά ήθη, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ. Από την ερμηνεία προκύπτει ότι ο όρος αυτός αναφέρεται μόνο στα πλημμελήματα που διαπράττονται από δόλο του ασφαλισμένου και όχι στα διαπραττόμενα από αμέλεια, εφόσον στην περίπτωση αυτή ενόψει της υπέρμετρης επιβάρυνσης του ασφαλισμένου που θα δημιουργείτο από τη συνομολόγηση ενός τέτοιου όρου λόγω της φύσεως της επίδικης σύμβασης ως σύμβασης ασφάλισης ζωής, αλλά και του γεγονότος της κατ` εξαίρεση τιμωρίας των πλημμελημάτων από τον νόμο, τούτο θα έπρεπε να ορίζεται ρητά στη σύμβαση.
Στην προκειμένη περίπτωση ο θάνατος του ασφαλισμένου επήλθε από τροχαίο ατύχημα, δηλαδή από γεγονός που έχει αιτία βίαιη, εξωτερική, τυχαία, ορατή, ξαφνική και εντελώς ανεξάρτητη από τη θέληση του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του προσαρτήματος του ασφαλιστηρίου, ενώ διέπραττε πλημμεληματικές πράξεις από αμέλεια που συνετέλεσαν κατά ένα μέρος στο αποτέλεσμα αυτό, όπως είναι η από αμέλεια υπέρβαση του ορίου ταχύτητας και η από αμέλεια μη οδήγηση στο άκρο δεξιό της οδού και επομένως καλύπτεται ασφαλιστικά η περίπτωση, γιατί δεν έχει εφαρμογή ο προαναφερόμενος όρος, όπως αυτός ερμηνεύτηκε.
Οι λοιπές επικαλούμενες πράξεις του ασφαλισμένου, δηλαδή η μη κατοχή αδείας οδήγησης ανάλογης προς το οδηγούμενο όχημα και η κατοχή ναρκωτικών ουσιών, ουδεμία σχέση είχαν με το επελθόν αποτέλεσμα του ατυχήματος.
3) Κατά το άρθρο 8 των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, η καταβολή του ασφαλίσματος γίνεται εφάπαξ στην έδρα της εναγομένης.
Κατά την πληρωμή του ασφαλισμένου κεφαλαίου με αιτία τον θάνατο αφαιρούνται από αυτό οι υπόλοιπες δόσεις για να συμπληρωθεί ολόκληρο το ετήσιο ασφάλιστρο στη χρονική περίοδο που επήλθε ο θάνατος. Ο ασφαλισμένος όφειλε την εξαμηνιαία δόση από 3.10.1995 μέχρι 3.4.1996 από 158.119 δραχμές.
Ο θάνατος επήλθε στις 18.7.1996, δηλαδή ενώ είχε αρχίσει η επόμενη ετήσια ασφαλιστική περίοδος από 3.4.1996 και συνεπώς κατά τον προαναφερόμενο όρο οφείλεται όλο το ετήσιο ασφάλιστρο από 3.4.1996 μέχρι 3.4.1997, από 334.322 δρχ. (167.161 δρχ. x 2 εξάμηνα).
Επομένως, πρέπει να συμψηφισθεί το οφειλόμενο στην εναγομένη για ασφάλιστρα συνολικό ποσό των 492.441 δρχ. με το ποσό που αυτή κατά τα ανωτέρω οφείλει στον ενάγοντα, κατ` αποδοχή ως βάσιμη της ένστασης συμψηφισμού που προτείνει η εναγομένη.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή με την εκκαλουμένη απόφαση, αποδεχόμενο ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση της εναγομένης περί ακύρωσης της σύμβασης λόγω μη καταβολής του ασφαλίστρου κατόπιν σχετικής εκ μέρους της ειδοποίησης του ασφαλισμένου, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις.
Κατά συνέπεια πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και δικαστεί κατ` ουσίαν (άρθρο 535 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, όπως αυτός εκπροσωπείται, συνολικό ποσό 14.773.559 δρχ. (15.266.000 – 492.441) ή 43.356 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής.
Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης ανάλογα με την έκταση της ήττας της (άρθρα 178, 183, 191ΚΠολΔ).
Ν.Σ.