3263/2010 ΜΠΡ ΑΘ ( 681573)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Κοινωνία δικαιώματος. Διαπλαστικός χαρακτήρας της απόφασης περί δικαστικής διανομής, με την οποία καταλύεται η κοινωνία δικαιώματος. Αποζημίωση για αποκλειστική χρήση κοινού ακινήτου. Περιουσιακές σχέσεις συζύγων. Απόφαση που αναγνώρισε τη συμβολή του εναγομένου στην ανέγερση οικοδομής με αυθαίρετα κτίσματα κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Αμετάκλητη απόφαση περί δικαστικής διανομής του ακινήτου. Μετά την τελεσιδικία της απόφασης περί δικαστικής διανομής, δεν υφίσταται πλέον δικαίωμα συγκυριότητας. Αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου από τον εναγόμενο κατά το χρονικό διάστημα της συγκυριότητάς τους. Αποζημίωση χρήσης, ανάλογη με τη μισθωτική αξία του ποσοστού της ενάγουσας επί του κοινού ακινήτου μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης διανομής. Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΕΝΟΧΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός Αποφάσεως
3263/2010
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Τσοπάνη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Ηλέκτρα Καβρουλάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιανουάριου 2010 για να δικάσει την υπόθεση:
Της ενάγουσας: …………………….., κατοίκου …………., οδός ……………….. αρ. …. την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Αγγελόπουλος.
Του εναγομένου: ………………………, κατοίκου …………….. Αττικής, οδός …………. και ………. αρ…… ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ανδρέα Πεσματζόγλου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15-10-2007 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 9969/18-10-2007 και προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο στις 22-1-2009, οπότε και αναβλήθηκε για να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 786, 787, 961 και 962 του ΑΚ προκύπτει, ότι σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από τον έναν των κοινωνών, δικαιούνται οι άλλοι, και αν ακόμη δεν πρόβαλαν αξίωση για σύγχρηση, να απαιτήσουν από εκείνον που έκανε αποκλειστική χρήση, ανάλογη μερίδα από το όφελος, το οποίο από αυτή την αιτία αποκόμισε και συνίσταται ανάλογα προς το
είδος του κοινού ακινήτου, στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως, μισθωτική αξία της μερίδας των άλλων κοινωνών, ανάλογη και προς τη χρήση του εναγομένου κοινωνού, η οποία αποτελεί και την αποδοτέα ωφέλεια. Eξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 787 του ΑΚ, κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να κάνει χρήση του κοινού αντικειμένου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει τη σύγχρηση των λοιπών. Από
τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι σε περίπτωση που κάποιος κοινωνός αποστερεί τον άλλο παρανόμως από τη χρήση του κοινού και την απόλαυση των από αυτό ωφελειών, όπως όταν αυθαιρέτως εμποδίζει τον συγκοινωνό στη χρήση του κοινού, ο κοινωνός που κάνει με τον τρόπο αυτόν αποκλειστική χρήση του πράγματος, υποχρεούται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. του AΚ, να
αποζημιώσει τον βλαπτόμενο από την παραπάνω πράξη κοινωνό, λόγω αδικοπραξίας. Η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του βλαπτομένου (AΠ 362/2010 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εv προκειμένω, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι, με τον εναγόμενο τέλεσε νόμιμο γάμο, ο οποίος έχει πλέον λυθεί με απόφαση, που έχει καταστεί
αμετάκλητη. Οτι, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, δυνάμει του με αριθμό …./1985 συμβολαίου οι διάδικοι κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος επί ενός ακινήτου κείμενου στη θέση …………. της περιοχής «……………………… Οτι επί του ανωτέρω οικοπέδου, οι διάδικοι
ανήγειραν από κοινού οικοδομή αποτελούμενη από ένα υπόγειο διαμέρισμα επιφανείας 140 τ.μ.. από ένα ισόγειο διαμέρισμα επιφανείας 120 τ.μ. και από τον πρώτο όροφο επιφανείας 70 τ.μ. Οτι, από το έτος 1988, οπότε και επήλθε διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, ο εναγόμενος εγκαταστάθηκε στο ανωτέρω ακίνητο, κάνοντας έκτοτε αποκλειστική χρήση αυτού, χρησιμοποιώντας το υπόγειο διαμέρισμα αποκλειστικά ως κατοικία του, διαμένοντας σε αυτό με τη δεύτερη σύζυγό του, αποκλείοντας τη σύγχρησή του από την ενάγουσα, αλλά και κάθε δυνατότητα οικονομικής εκμεταλλεύσεως αυτού. Οτι, ο εναγόμενος προέβη σε αποκλειστική του κοινού και κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2002 έως 31-10-2007, παρά τις συνεχείς οχλήσεις και διαμαρτυρίες της ενάγουσας.
Οτι, κατόπιν των ανωτέρω, η ενάγουσα δικαιούται αποζημίωση για το ως άνω διάστημα που ανέρχεται στο ποσά των 18.000 Ευρώ και υπό το δεδομένο της εισπράξεως μηνιαίου μισθώματος 600 Ευρώ (600 Ευρώ X 60 μήνες : 2). Με βάση αυτό το περιεχόμενο, η ενάγουσα, έχοντας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 223, 295 παρ. 1 εδ. β και 297 ΚΠολΔ, παραδεκτώς περιορίσει με τις έγγραφες προτάσεις της και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της παρούσας δίκης, το αίτημα της αγωγής της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει για την ως άνω αιτία το ποσό των 18.000 Ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Η υπό κρίση αγωγή, με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ` ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7.8.9.10. 14 παρ. 2. 22 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία και είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας και τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 346, 785, 786, 787, 788, 789, 793, 794, 795 ΑΚ και 70,176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορρίφθεί ως μη νόμιμο, κατόπιν της τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό.
Συνεπώς, πρέπει κατά το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη, η υπό κρίση αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη, δίχως να απαιτείται λόγω του αναγνωριστικού της χαρακτήρα η καταβολή δικαστικού ενσήμου.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Ωστόσο, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί κατ’ αυτού, δεν αρκεί καταρχήν vα καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις, που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας τη στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης, που έχει διαμορφωθεί και παγιωθει με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντα του υποχρέου επιπτώσεις, στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ 7/2002 ΝοΒ 2003, 648). Εν προκειμένω, ο εναγόμενος, με τις έγγραφες προτάσεις του υποστηρίζει ότι, η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα της εγγάμου συμβιώσεώς τους ουδέποτε εργάσθηκε, ούτε είχε εισοδήματα από άλλες πηγές και ότι ο ίδιος αναγκάσθηκε να μεγαλώσει μόνος του τα τέκνα του. Οτι, ο ίδιος ο εναγόμενος κατέβαλε εξ ολοκλήρου το αντίτιμο για την αγορά του προαναφερόμενου ακινήτου και ότι η κατασκευή της οικοδομής ξεκίνησε και συνεχίσθηκε ομοίως αποκλειστικά με χρήματα του εναγόμενου και με την προσωπική του εργασία. Οτι η μόνη αποπερατωμένη με ευτελή κατασκευή εξωτερικά και εσωτερικά οικία είναι αυτή του υπογείου η οποία έχει πολύ κακή διαρρύθμιση λόγω του αυθαιρέτου και ως εκ τούτου βιαστικού της κατασκευής, επιφανείας 140 τ.μ.. ενώ ο ισόγειος χώρος 120 τ.μ. και ο πρώτος όροφος 70 τ.μ. είναι ατελείωτοι και υπάρχουν μόνο οι εξωτερικοί τοίχοι, εντός όμως αυτών όλοι οι χώροι είναι χωρίς χωρίσματα, χωρίς ηλεκτρικές, υδραυλικές εγκαταστάσεις, δάπεδα και επιχρίσματα. Οτι, η ενάγουσα αιφνιδίως ήγειρε την από 29-11-2002 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 10142/2002 αγωγή της κατά του εναγομένου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσε ως συγκυρία του ως άνω ακινήτου κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου να γίνει δικαστική διανομή αυτού με πλειστηριασμό. Ότι, επί της ανωτέρω αγωγής διανομής εξεδόθη η με αριθμό 5092/2005 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία διέταξε την δια πλειστηριασμού πώληση του ανωτέρω ακινήτου και τη διανομή του πλειστηριάσματος στους διαδίκους εξ ημισείας. Oτι, κατά της προαναφερόμενης απόφασης δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα με αποτέλεσμα αυτή να έχει καταστεί τελεσίδικη. Οτι, η ενάγουσα ωστόσο δεν προέβη σε καμμία ενέργεια για τον πλειστηριασμό του ακινήτου. Οτι, η ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά της, καθόσον ο εναγόμενος μετά την εγκατάλειψή του από την ενάγουσα κατείχε επί πολλά έτη το ακίνητο και προέβη με δικά του χρήματα και προσωπική εργασία σε σημαντικές δαπάνες και βελτιώσεις, όπως ανέγερση της οικοδομής, περίτοίχισή της, καταβολή δαπανών για τη συντήρησή της, φύτευση δένδρων και άλλα, χρησιμοποιώντας το ακίνητο ως οικογενειακή στέγη για τον ίδιο και τα τέκνα του, ενώ η ενάγουσα επί πολλά έτη δεν είχε εγείρει αξιώσεις επί του ακινήτου ως συγκυρία, δημιουργώντας στον εναγόμενο την εύλογη πεποίθηση ότι δεν προτίθεται να ασκήσει τα εκ της συγκυριότητας οικαιώματά της. Οτι, η ενάγουσα διαθέτει/ιδιόκτητη οικία, ενώ υφίσταται στεγαστικό πρόβλημα για τον εναγόμενο και τα τέκνα του, λόγω και της οικονομικής κατάστασης του τελευταίου.
Ο εναγόμενος προτείνει παραδεκτώς την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας, πλην όμως κρίνεται απορριπτέα ως αόριστη, καθώς, δεν αναφέρονται τα κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ περιστατικά και δη σε τι συνίστανται οι ειδικές περιστάσεις, που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, ο οποίος μεταβάλλοντας τη στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης, που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντα του υποχρέου επιπτώσεις, έτσι ώστε στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος να μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη.. Επικουρικώς, ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι η μισθωτική αξία της προαναφερόμενης ευτελούς κατασκευής δεν υπερβαίνει το ποσό των 200 Ευρώ μηνιαίως. καθώς πρόκειται για υπόγεια αυθαίρετη οικία, περαιτέρω δε η ενάγουσα δεν δικαιούται αποζημίωσης για το χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης περί διανομής, δυνάμει της οποίας επήλθε λύση της κοινωνίας και δεν υφίσταται πλέον κοινή κυριότητα.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, που νομότυπα εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως (μάρτυρας απόδειξης δεν εξετάσθηκε), από την εκτίμηση του συνόλου των νομίμως και με επίκληση εκατέρωθεν προσκομιζόμενων εγγράφων, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336§3. 339 και 395 ΚΠολΔ), από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με την επ΄ ακροατηρίου προφορική διαδικασία αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τ` ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Το έτος 1979 οι διάδικοι τέλεσαν γάμο από τον οποίο απέκτησαν τρία τέκνο, ενώ το έτος 1988 ήλθαν σε διάσταση και ο γάμος τους λύθηκε με την 748/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη.
Κατά τη διάρκεια του γάμου τους δυνάμει του με αριθμό …./1985 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………….», οι διάδικοι απέκτησαν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή λόγω αγοράς και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, ένα αγροτεμάχιο εκτάσεως 264 τ.μ. στη θέση «……………» της περιοχής “……………” του Δήμου ………………… Επί του ανωτέρω ακινήτου, το οποίο είναι εκτός σχεδίου πόλεως, ο εναγόμενος ανήγειρε από το έτος 1989 και μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου των διαδίκων, χωρίς άδεια της πολεοδομικής αρχής, οικοδομή, αποτελούμενη από υπόγειο 140 τ.μ.. που είναι αποπερατωμένο και κατοικείται από τον εναγόμενο και τη δεύτερη σύζυγό του. ισόγειο 120 τ.μ. και πρώτο όροφο 70 τ.μ., που είναι ημιτελείς και βρίσκονται στο στάδιο των εξωτερικών επιχρισμάτων. Ακολούθως, ο εναγόμενος άσκησε κατά της ενάγουσας ενώπιον του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 2-3-2003 αγωγή του, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι η αντίδικός του οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 147.500 Ευρώ για τη συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας της από την ανέγερση της ως άνω οικοδομής, καθόσον ο εναγόμενος κατέβαλε ολόκληρο το τίμημα για την αγορά του ακινήτου και την ανέγερση της οικοδομής. Επί της
προαναφερόμενης αγωγής, εκδόθηκε η με αριθμό 5091/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκρινε ότι ο εναγόμενος ανήγειρε την ως άνω οικοδομή με δικές του δαπάνες και προσωπική εργασία και ότι η ενάγουσα δεν συνέβαλε οικονομικά με την καταβολή χρηματικών ποσών και επομένως η περιουσία της τελευταίας, η οποία κατά το χρόνο του γάμου των διαδίκων ήταν
μηδενική, κατά το χρόνο της λύσης του γάμου τους ανερχόταν σε 45.000 Ευρώ, ενώ η αύξηση της περιουσίας της λόγω της ανέγερσης της οικοδομής ανήλθε σε 35.000 Ευρώ, προερχόμενη από αποκλειστική συμβολή του εναγομένου, ποσό το οποίο υποχρεώθηκε να καταβάλει στον εναγόμενο.
Περαιτέρω, η ενάγουσα άσκησε κατά του εναγομένου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 29-11-2002 αγωγή της με την οποία ζητούσε τη διανομή του ως άνω ακινήτου με πλειστηριασμό. Επί της παραπάνω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 5092/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία έκρινε ότι η αυτούσια διανομή του ακινήτου με σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών επί της οικοδομής είναι ανεπίτρεπτη κατ` άρθρο 17 παρ. 10 ν. 1337/1983 επειδή θα οδηγούσε σε μεταβίβαση του αυθαίρετου κτίσματος και σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ` αυτού του ακινήτου και ότι επιπλέον δεν επιτρέπεται η σύσταση κάθετων ιδιοκτησιών, επειδή το ακίνητο βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως και ορίων οικισμού προ του 1923 ή οικισμού κάτω των 2.000 κατοίκων, αλλά ούτε και η διαίρεση του επικοίνου σε δύο αυτοτελή ακίνητα, η οποία θα συνιστούσε απαγορευμένη κατ’ άρθρο 29 παρ. 4 ν. 1337/1983 κατάτμηση αγροτεμαχίου κάτω από το όριο των 20 στρεμμάτων, που ορίσθηκε για την περιοχή της Αττικής με το από 22-6/7-7-1983 Προεδρικό
Διαταγμα. Κατόπιν των ανωτέρω, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών διέταξε τη πώληση του επικοίνου με πλειστηριασμό και τη διανομή του ημίσεως του πλειστηριάσματος στην ενάγουσα και του έτερου ημίσεως στον εναγόμενο, ορίζοντας υπάλληλο του πλειστηριασμού τη Συμβολαιογράφο Αθηνών ………………….
Το δικαίωμα του κοινωνού για λύση της κοινωνίας, το οποίο στην περίπτωση της δικαστικής διανομής ασκείται με αγωγή, είναι δικαίωμα διαπλαστικό, διότι επιδιώκεται η διάπλαση μίας νέας έννομης σχάσεως με τη λύση της κοινωνίας, στην οποία ανήκε το δικαίωμα συγκυριότητας των κοινωνών και η δημιουργία νέου δικαιώματος εντελώς διάφορου από το προηγούμενο. Ωστόσο, και η απόφαση που εκδίδεται στη δίκη της διανομής δεν είναι απονεμητική προϋπάρχοντος δικαιώματος, αλλά έχει επίσης διαπλαστικό χαρακτήρα, διότι καταλύει την ήδη μεταξύ των κοινωνών υπάρχουσα κοινωνία και υποκαθιστά στο δικαίωμα κάθε κοινωνού άλλο με διαφορετική μορφή από αυτό που προύπήρχε. Μετά δε την τελεσιδικία της αποφάσεως που διατάσσει τη διανομή δεν υπάρχει πλέον κοινωνία, ώστε να μην είναι δυνατή η άσκηση αγωγής για αναγνώριση ενεργού δικαιώματος συγκυριότητας, ο δε πλειστηριασμός που διατάσσει το Δικαστήριο κατ’ άρθρο 484 ΚΠολΔ είναι δημόσιος, αλλά εκούσιος, όχι αναγκαστικός. Κατά της προαναφερόμενης απόφασης περί διανομής τα διάδικα μέρη δεν άσκησαν έφεση. Συνεπώς, η ως άνω απόφαση διανομής κατέστη τελεσίδικη μετά την πάροδο τριών ετών από τη δημοσίευσή της, που έλαβε χώρα στις 10-8-2005, καθώς από τα προσκομιζόμενα μετ`επικλήσεως αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυψε ότι υπήρξε επίδοση της προαναφερόμενης αποφάσεως κατ’ άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ και επομένως για το χρονικό διάστημα, μετά την τελεσιδικία αυτής, δεν υφίσταται πλέον κοινή κυριότητα επί του προαναφερόμενου ακινήτου.
Πλην όμως, ουδείς εκ των αντιδίκων προέβη σε ενέργειες για τον πλειστηριασμό του ακινήτου και τη διανομή του πλειστηριάσματος. Οπως προαναφέρθηκε ο εναγόμενος ανήγειρε επί του ανωτέρω ακινήτου, το οποίο είναι εκτός σχεδίου πόλεως, από το έτος 1989, ήτοι μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων με δικές του δαπάνες και προσωπική εργασία, χωρίς άδεια της πολεοδομικής αρχής, οικοδομή, αποτελούμενη από υπόγειο 140 τ.μ.. αποπερατωμένο, ισόγειο 120 τ.μ. και πρώτο όροφο 70 τ.μ.. που είναι ημιτελείς και βρίσκονται στο στάδιο των εξωτερικών επιχρισμάτων. Έκτοτε ο εναγόμενος κατοικούσε στον υπόγειο χώρο της οικοδομής, που είναι αποπερατωμένος, μαζί με τα τέκνα του, εν συνεχεία δε και με τη δεύτερη σύζυγό του, προβαίνοντας σε αποκλειστική χρήση του ανωτέρω ακινήτου, με αποτέλεσμα η ενΛγουσα να μην δύναται να ασκεί τα εκ της συγκυριότητας δικαιώματά της όπως τη σύγχρηση του ακινήτου και την οικονομική του εκμετάλλευση. Ο εναγόμενος εξακολούθησε να κάνει αποκλειστική χρήση του προαναφερόμενου υπογείου χώρου της οικοδομής και μετά την άσκηση της αγωγής διανομής και την έκδοση της προαναφερόμενης δικαστικής απόφασης για διανομή του επικοίνου ακινήτου με πλειστηριασμό.
Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2002 έως και τον Οκτώβριο του 2007, ήτοι επί 60 μήνες, εμποδίζοντας τη σύγχρηση της ενάγουσας, προέβη ο ίδιος σε αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και δη του αποπερατωμένου υπογείου χώρου αυτού επιφανείας 140 τ.μ.. χρησιμοποιώντας αυτό ως οικογενειακή στέγη, χωρίς να έχει σχετικό προς τούτο δικαίωμα και δίχως τη συναίνεση της ενάγουσας, η οποία ήταν συγκυρία του ακινήτου κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου. Συνεπώς, ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα αποζημίωση λόγω της αποκλειστικής χρήσης του υπογείου χώρου της οικοδομής του επικοίνου ακινήτου, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ήτοι από τον Νοέμβριο του 2002 έως και τον Οκτώβριο του 2007, ήτοι επί 60 μήνες, χωρίς να έχει σχετικό προς τούτο δικαίωμα και δίχως τη συναίνεση της ενάγουσας, συγκυρίας του ακινήτου κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου. Η μηνιαία αποζημίωση που οφείλει να καταβάλει ο εναγόμενος στην ενάγουσα για την αποκλειστική χρήση του υπογείου χώρου της οικοδομής του επικοίνου ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 100 Ευρώ, καθώς η μισθωτική αξία του επιδίκου ακινήτου, ανέρχεται στο ποσό των 200 Ευρώ μηνιαίως, λαμβανομένων υπόψη κυρίως της παλαιότητας του ακινήτου, της θέσεως αυτού και το ότι πρόκειται για υπόγειο χώρο και αυθαίρετη κατασκευή. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 6.000 Ευρώ (200 Ευρώ-μηνιαία μισθωτική αξία του υπογείου χώρου της οικοδομής του επικοίνου ακινήτου X 60 μήνες= χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2002 έως και τον Οκτώβριο του 2007, κατά το οποίο ο εναγόμενος προέβη σε αποκλειστική χρήση του υπογείου χώρου της οικοδομής του επικοίνου ακινήτου, εμποδίζοντας τη σύγχρηση της ενάγουσας : 1/2 ποσοστό συγκυριότητας της ενάγουσας εξ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου). Κατόπιν των ανωτέρω, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 6.000 Ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση.
Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ανάλογα με την έκταση της ήττας του (άρθρο 178 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ` αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) Ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν ογδόντα (180) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ν.Σ.