3216/2004 ΕΦ ΑΘ – Εργατικές διαφορές. Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Σερβιτόρος. Ακυρότητα της άτυπης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Αντισυμβατική, καταχρηστική και παράνομη συμπεριφορά των εργοδοτών. Κλείσιμο και σφράγιση καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος λόγω ελλείψεως αδείας λειτουργίας δεν θεωρείται ότι οφείλεται σε ανωτέρα βία. Υπερημερία εργοδότη λόγω αδικαιολόγητης άρνησης να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού και μετά την αποσφράγιση του εστιατορίου. Δεν αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος αυτή η άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών. Μισθοί υπερημερίας. Εννοια εργοδότη. Δεν απαιτείται να είναι και ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης. Υποχρέωση του εργοδότη και του ιδιοκτήτη της επιχείρησης εις ολόκληρον για την καταβολή των επιδικασθέντων ποσών.

3216/2004 ΕΦ ΑΘ (391338)

 

 

(ΔΕΕ 2005/208)

Εργατικές διαφορές. Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Σερβιτόρος. Ακυρότητα της άτυπης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Αντισυμβατική, καταχρηστική και παράνομη συμπεριφορά των εργοδοτών. Κλείσιμο και σφράγιση καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος λόγω ελλείψεως αδείας λειτουργίας δεν θεωρείται ότι οφείλεται σε ανωτέρα βία. Υπερημερία εργοδότη λόγω αδικαιολόγητης άρνησης να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού και μετά την αποσφράγιση του εστιατορίου. Δεν αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος αυτή η άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών. Μισθοί υπερημερίας. Εννοια εργοδότη. Δεν απαιτείται να είναι και ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης. Υποχρέωση του εργοδότη και του ιδιοκτήτη της επιχείρησης εις ολόκληρον για την καταβολή των επιδικασθέντων ποσών. Πραγματικά περιστατικά. Δεν προκύπτει απαράδεκτο από τη μή κλήτευση ενώπιον του δευτέρου βαθμού του πρωτοδίκως υπέρ του ενάγοντος παρεμβάντος συνδικαλιστικού σωματείου διότι δεν άσκησε αυτοτελή παρέμβαση.

 

 

 

 

 

ΕφΑθ 3216/2004

 

Πρόεδρος Ν. Mπικής, Πρόεδρος Εφετών

Εισηγήτρια Μ. Καραγιάννη, Eφέτης

Δικηγόροι Γ. Ταμπακόπουλος, Ο. Πεσματζόγλου

 

Οι υπό κρίση από 25.7.2003 και 2.9.2003 εφέσεις των εν μέρει ηττηθέντων πρωτοδίκως εναγομένων Δ.Σ. και Ε. συζ Δ.Σ. και του εν μέρει νικήσαντος ενάγοντοςΔ.Κ. αντίστοιχα, κατά ως υπ` αριθ. 1380/2003 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 664 έως 676 ΚΠολΔ) έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως αυτές είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους, συνεκδικαζόμενες λόγω ως μεταξύ τους συνάφειας και με την διά των προτάσεων του τελευταίου ασκηθείσα παραδεκτώς (άρθρο 674 παρ. 1 ΚΠολΔ) αντέφεση ως προς το περί χρηματικής ικανοποίησης κεφάλαιο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι δεν προκύπτει απαράδεκτο από το γεγονός ότι δεν κλητεύθηκε στην παρούσα συζήτηση το ασκήσαν στην πρωτόδικη δίκη πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος σερβιτόρου επαγγελματικό σωματείο αφού δεν πρόκειται περί αυτοτελούς παρεμβάσεως (ΑΠ 417/1987 ΝοΒ 1988,910) δηλονότι η ισχύς ως απόφασης δεν εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις του παρεμβάντος σωματείου και συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 83 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78 αυτού.

 

Ο ενάγων με την από 16.12.2001 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικαλούμενος την μεταξύ αυτού και των εκκαλούντων, εναγομένων σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, συνεπεία της οποίας προσέφερε στην επιχείρηση αυτών τις υπηρεσίες του ως σερβιτόρος και τη μετά ταύτα γενομένη εκ μέρους αυτών άκυρη και καταχρηστική απόλυσή του κατά τρόπο που αποτελούσε και προσβολή της προσωπικότητάς του, είχε ζητήσει να υποχρεωθούν οι ως άνω εργοδότες του να του καταβάλουν εις ολόκληρο ο καθένας για τις αναφερόμενες σ` αυτήν αιτίες το συνολικό ποσό των 6.472.478 δρχ. ή το ισάξιο αυτών σε ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επί ως αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτόδικο ως άνω Δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία επιδικάστηκαν στον ενάγοντα τα κατωτέρω επί μέρους ποσά ήτοι α) δραχμών 522.986 για υπερωριακή και νυκτερινή εργασία όπως και για εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, β) δραχμών 225.660 για επιδόματα συζύγου, πτυχίου τουριστικής σχολής και τριετίας, γ) δρχ. 2.723.832 για μισθούς υπερημερίας Και δ) δρχ. 500.000 για χρηματική αυτού ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης και συνολικά το ποσό των 3.972.478 δρχ. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν οι κατά τα πρεκτεθέντα αντίθετες εφέσεις, με τις οποίες, κάθε διάδικη πλευρά προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της κατά τα βλαπτικά για κάθε μία κεφάλαια, και ειδικότερα ο εφεσίβλητος και αντεκκαλών-ενάγων ζητεί την πλήρη παραδοχή της αγωγής του οι δε εκκαλούντες-εναγόμενοι ζητούν την πλή[ρη] απόρριψη αυτής.

 

Κατά την έννοια του άρθρου 648 του ΑΚ στη σύμβαση εργασίας εργοδότης είναι εκείνος που δικαιούται να αξιώσει από τον μισθωτό την παροχή της εργασίας και υποχρεούται να του καταβάλει τον μισθό. Ο εργοδότης δεν είναι απαραίτητο να είναι και κύριος της επιχείρησης στην οποία ο μισθωτός παρέχει την εργασία του (βλ. Ι. Καποδίστρια, Ερμ. ΑΚ άρθρο 648,26,27 ΕφΑθ 2451/1990 ΕλΔ 32,611). Εξάλλου ο μισθωτός του ο οποίου ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τη συμφωνημένη εργασία, χωρίς να έχει καταγγείλει την εργασιακή σύμβαση ή να έχει λήξει ο τυχόν συνομολογηθείς χρόνος, έχει μεν αξίωση προς πληρωμή των αποδοχών του κατά το άρθρο 656 ΑΚ, λόγω της υπερημερίας σων οποία έχει περιέλθει ο εργοδότης, αλλά δεν μπορεί κατ αρχήν να απαιτήσει την αποδοχή της εργασίας του κατά τους όρους της συναφθείσας σύμβασης. Η άρνηση όμως του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού, καθεαυτή λαμβανομένη, δεν αποτελεί παράνομη συμπεριφορά καθίσταται όμως παράνομη όταν εκδηλώνεται κατά τρόπο που εμπίπτει στα αντικειμενικά κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ, παρέχει δε στον εργαζόμενο αξίωση άρσεως της προσβολής ως προσωπικότητάς του και παραλείψεως αυτής στο μέλλον, όπως ορίζει το άρθρο 57 ΑΚ όταν προσλαμβάνει αυτή ενόψει των ειδικών περιστάσεων, το χαρακτήρα τέτοιας παράνομης προσβολής πράγμα που συμβαίνει ιδίως αν ματαιώνεται η αξιοποίηση κτηθείσας ειδικότητας του μισθωτού ή παρεμποδίζεται η επιδιωκόμενη απόκτηση τέτοιας ειδικότητας ή επιφέρει ηθική μείωση του μη απασχολούμενου ή εκτίθεται αυτός στα μάτια των συναδέλφων του ή του κοινωνικού περιβάλλοντος (ΑΠ 875/1986 ΝοΒ 35,1203, ΑΠ 605/1986 ΝοΒ 35,373).

 

Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, […] αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τ` ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ο οποίος κατέχει σχετικό βιβλιάριο υγείας και εργασίας από το έτος 1993, προσλήφθηκε κατά την 10.5.2001 από τον πρώτο εναγόμενο-εκκαλούντα με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως σερβιτόρος στην επισιτιστική επιχείρηση του πρώτου, ήτοι στο επί της οδού Δ. αρ. …στο Κολωνάκι λειτουργούν εστιατόριο με τον τίτλο “Ο Κ.Τ.Σ.” που τυπικά και μόνο φέρεται να ανήκει στην ιδιοκτησία της συζύγου του, δεύτερης εκκαλούσας εναγομένης. Η πρόσληψή του πραγματοποιήθηκε με την μεσολάβηση του συναδέλφου του Χ.Μ., ο οποίος τον συνέστησε στον ως άνω εργοδότη του που είχε ενημερωθεί τόσο για την οικογενειακή του κατάσταση ότι ήταν δηλαδή έγγαμος, όσο και για την προϋπηρεσία του μιας τριετίας στο επάγγελμα, την επαγγελματική του εκπαίδευση, ότι ήταν δηλαδή απόφοιτος μέσης τεχνικής σχολής τουριστικών επαγγελμάτων και για τη συνδικαλιστική του ιδιότητα, ότι ήταν δηλαδή Πρόεδρος του Συνδέσμου Υπαλλήλων Καφεζαχαροπλαστείων Αθηνών και Προαστίων, τα γραφεία άλλωστε του οποίου είχε επισκεφθεί και ο ίδιος δύο φορές κατά τη διάρκεια της ολιγόχρονης αδιατάρακτης εργασιακής του σχέσης. Ο τρόπος αμοιβής του, ο οποίος επιβλήθηκε σ` αυτόν ως προϋπόθεση για την πρόσληψή του, μετά από πρόταση του ως άνω εργοδότη του -προφανώς διότι η παρακράτηση των ποσοστών επί των λογαριασμών ήταν συμφερότερη γι` αυτόν-, ήταν να αμείβεται με το εκδρχ. 11.750 τεκμαρτό ημερομίσθιο που ίσχυε για τους σερβιτόρους, με συνθήκες εργασίας 6 ημερών εβδομαδιαίως στις οποίες θα περιλαμβάνονταν οι ημέρες Σαββάτου και Κυριακής και με μία καθημερινή ημέρα για την αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση (ρεπό). Ο τρόπος αυτός αμοιβής είναι νόμιμος παρά το γεγονός ότι οι σερβιτόροι αμείβονται με ποσοστό επί των λογαριασμών (υποχρεωτικών “φιλοδωρημάτων”) σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 2 του ΝΔ 2294 και επί πλέον με συμβολικό μισθό οι σερβιτόροι που σερβίρουν ποτά και αναψυκτικά (ΔΕΝ 48,912). Ο ενάγων εφεσίβλητος από της κατά τα ανωτέρω προσλήψεώς του (10.5.2001) απασχολήθηκε συνεχώς με την ως άνω ιδιότητα του σερβιτόρου, μέχρι την 31.8.2001, παρέχοντας την εργασία του κάτω από τις ανωτέρω συνθήκες, στην απογευματινή -βραδινή βάρδια, με ωράριο εργασίας από 18.00 μέχρι την 2.00 πρωϊνή ώρα, εκτός από τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής που απασχολούνταν από την 11 π.μ. έως την 01.00 πρωϊνή της επομένης, ήτοι επί 14 ώρες. Πραγματοποιούσε δηλαδή 4 ώρες καθημερινής νυκτερινής εργασίας (από ώρα 22.00 έως την 2.00 της επομένης) και ανά τρεις ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής και συνολικά, 22 ώρες νυκτερινής εργασίας την εβδομάδα (4 ημέρες επί 4 ώρες= 16 + 3 + 3=22). Αμείβονταν δε καθ` όλο αυτό το χρονικό διάστημα (10.5.2001 έως 31.8.2001) με το παραπάνω ημερομίσθιο (70.500 δρχ. εβδομαδιαίως) χωρίς να του καταβάλλονται οι προσαυξήσεις για την κατά τις Κυριακές και αργίες, όπως κα για την νυκτερινή εργασία του εκ ποσοστών 75% και 25% αντίστοιχα, υπολογιζομένων αυτοτελώς η κάθε μία επί του εκάστοτε ισχύοντος γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου (ασφαλείας) εργατοτεχνίτου, τις οποίες δικαιούνταν σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. β` της 41/1981 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών (ΑΠ 1206/1991 ΔΕΝ 48,983) όπως και τα επιδόματα γάμου (συζύγου) εκ 10%, τουριστικής εκπαίδευσης (πτυχίου) εκ 10% και τριετίας εκ 5%, τα οποία (προσαυξήσεις και δικαιώματα) δικαιούνταν πέραν του νομίμου μισθού, ο οποίος είναι είτε αυτός που προκύπτει από τα υποχρεωτικά “φιλοδωρήματα”, όταν υπερβαίνει το ημερομίσθιο ασφαλείας, είτε, στην αντίθετη περίπτωση, το τελευταίο αυτό ημερομίσθιο (βλ. και ΑΠ 118/1997 ΔΕΝ 55,360).

 

Κατά ων 31.8.2001 η ως άνω επιχείρηση έπαυσε να λειτουργεί διότι το κατάστημα του εστιατορίου σφραγίσθηκε από την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου Αθηναίων, λόγω ελλείψεως του σχετικού φακέλου της άδειας λειτουργίας του και εκ του λόγου τούτου οι εκκαλούντες-εναγόμενοι περιήλθαν σε αδυναμία να αποδεχθούν την εργασία του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, από λόγους που τους αφορούσαν και δεν οφείλονταν σε ανώτερη βία, κατέστησαν δηλαδή υπερήμεροι και για το λόγο αυτό ο πρώτος τους ζήτησε για το μετά την 31.8.2001 χρονικό διάστημα και για όσο χρόνο θα παρέμενε το κατάστημα κλειστό τους μισθούς του υπερημερίας και ως εκ τούτου, έκτοτε και ανά εβδομάδα εισέπραττε 70.500 δρχ. (11.750 δρχ. επί 6 ημέρες) με βάση το ως άνω συμφωνηθέν τεκμαρτό ημερομίσθιο, υπογράφοντας σχετική απόδειξη με την επιφύλαξη των νομίμων δικαιωμάτων για τη μη πληρωμή των παραπάνω προσαυξήσεων και επιδομάτων. Η κατ αυτόν τον τρόπο πληρωμή των αποδοχών του υπερημερίας, διήρκεσε μέχρι την 12.10.2001. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι το κατάστημα αποσφραγίσθηκε κατά την 15.10.2001 και αυθημερόν λειτούργησε με το λοιπό προσωπικό, χωρίς οι εκκαλούντες-εναγόμενοι να ειδοποιήσουν και να καλέσουν για να εργασθεί και ο ενάγων, ο οποίος όταν την επομένη το πληροφορήθηκε, μετέβη στο κατάστημα όπου του γνωστοποιήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο, ότι δεν πρόκειται να αποδειχθεί την εργασία του με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μεταξύ τους επεισόδιο γιατί παρεμποδίστηκε από τον ως άνω εργοδότη του να εργασθεί.

 

Στη συνέχεια ζητήθηκε από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο η παρέμβαση της Διεύθυνσης Αμεσης Δράσης της Αστυνομίας, στους άνδρες της οποίας δήλωσε ο παραπάνω εργοδότης του, ότι ο ενάγων “πληρώνεται κανονικά και όταν χρειασθεί θα τον καλέσει να εργασθεί”. Την επομένη ημέρα (17.10.2001) ο ενάγων προσέφυγε διαμαρτυρόμενος στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας για την άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του και την κατ` ουσία άτυπη καταγγελία της εργασιακής του σχέσης, ορίστηκε δε ημέρα συζητήσεως της προσφυγής του η 31.10.2001. Την 19.10.2001 κλητεύθηκε από τον ως άνω εργοδότη του ο ενάγων για να πληρωθεί τις αποδοχές της υπερημερίας για την εβδομάδα από 13.10.2001 έως 19.10.2001 τις οποίες εισέπραξε (δρχ. 70.500) διατυπώνοντας την ίδια ως άνω επιφύλαξη επί των νομίμων δικαιωμάτων του ως προς την υπερωριακή, νυκτερινή και παρεχόμενη κατά τις Κυριακές και αργίες εργασία του και ως προς τα ίδια ως άνω επιδόματα και όταν του ζήτησε εκ νέου να αποδεχθεί την εργασία του και του υπενθύμισε ότι δεν μπορεί να τον απολύσει, λόγω της συνδικαλιστικής του ιδιότητας, χωρίς την τήρηση ειδικής διαδικασίας, εκείνος του απάντησε ότι “θα τον πληρώνει και ας κάθεται”. Κατά την ορισθείσα ημέρα συζήτησης της παραπάνω προσφυγής, ήτοι κατά της 31.10.2001, εμφανίσθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας, εκτός από τον προσφεύγοντα ενάγοντα, ο λογιστής της επιχείρησης των εκκαλούντων εναγομένων, ο οποίος ζήτησε αναβολή, η οποία δόθηκε για την 15.11.2001 κατά την οποία ο πρώτος από τους εκκαλούντες-εναγομένους εμφανίσθηκε με δήλωσή του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της διαφοράς, ως ο εργοδότης του προσφεύγοντος και αρνήθηκε να απαντήσει στις αιτιάσεις του τελευταίου (προσφεύγοντος) ως προς την αδικαιολόγητη εκ μέρους του άρνηση να αποδεχτεί την προσφορά της εργασίας του και την εντεύθεν παράνομη και καταχρηστική απόλυση αυτού, δεδομένου ότι από την 19.1.2001 έπαυσε να του καταβάλλει και τις αποδοχές της υπερημερίας, αρκέσθηκε δε στην υπόσχεσή του να καταθέσει γραπτώς τις απόψεις του εντός 3 ημερών, αφού προηγουμένως θα συμβουλευόταν το δικηγόρο του. Με το κατατεθέν δε εκπροθέσμως από 26.11.2001 υπόμνημα που περιείΧε τις απόψεις της επιχείρησης, υποστηρίχθηκε, αφενός μεν ότι εργοδότης του προσφεύγοντος-

ενάγοντος δεν ήταν ο ανωτέρω (πρώτος εναγόμενος-εκκαλών) αλλά η σύζυγος αυτού (δευτέρα εναγομένη-εκκαλούσα), και αφετέρου ότι ο προσφεύγων-ενάγων απεχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του κατά την 19.10.2001, ισχυρισμοί που περιέχονται και ως λόγοι της κρινομένης έφεσης. Το καταχωρηθέν στο 633/15.11.2001 Δελτίο Εργατικής Διαφοράς αποτέλεσμα της επέμβασης εκ μέρους της Επιθεώρησης Εργασίας είναι ότι “η ανωτέρω επιχείρηση δεν εφαρμόζει την Εργατική Νομοθεσία και δεν εφαρμόζει το πενθήμερο”. Από την εκτεθείσα ανωτέρω ανώμαλη εξέλιξη της εργασιακής σχέσης των διαδίκων, από την οποία ιδιαίτερη σημασία έχει η εντελώς αδικαιολόγητη άρνηση των εκκαλούντων- εναγομένων να αποδεχθούν αιν προσφερόμενη από τον εφεσίβλητο -ενάγοντα εργασία, είναι φανερό ότι προκύπτει αντισυμβατική καταχρηστική και παράνομη συμπεριφορά των πρώτων που ισοδυναμεί με άτυπη καταγγελία της σύμβασης εργασίας που ως τοιαύτη είναι άκυρη, με αποτέλεσμα να περιέλθουν οι ανωτέρω σε υπερημερία περί την αποδοχή των υπηρεσιών του ενάγοντος (άρθρο 349, 350 ΑΚ) και να υποχρεούντάι ως εκ τούτου να του καταβάλουν μισθούς υπερημερίας κατ άρθρο 656 ΑΚ για το επίδικο χρονικό διάστημα από 20.10.2001 έως 20.3.2002 και συγκεκριμένα οτιδήποτε αυτός θα δικαιούνταν να λαμβάνει εργαζόμενος υπό τις συνθήκες που απασχολούνταν μέχρι τη διακοπή της λειτουργίας του καταστήματος (31.8.2001) αφού έκτοτε και για λόγους που δεν τον αφορούσαν, ουδέποτε απασχολήθηκε πραγματικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι όπως προαναφέρθηκε, ο από τους ανωτέρω πρώτος εκκαλών -εναγόμενος ήταν εκείνος που προσέλαβε τον ενάγοντα, που προέβαινε στις πληρωμές των αποδοχών του, που αρνούνταν να αποδεχθεί την προσφορά ως εργαώας του, που δήλωσε την αρμόδια Υπηρεσία της Επιθεώρησης  Εργασίας ότι είναι ο εργοδότης αυτού και που αποδείχθηκε ακόμη ότι ήταν το πρόσωπο που κατεύθυνε και συντόνιζε με τις αποφάσεις του την όλη λειτουργία της επιχείρησης και, συνεπώς, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων που προβάλλεται με τον σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης, για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης της αγωγής κατά το μέρος που απευθύνεται κατ αυτού για το ότι δεν είναι αυτός ιδιοκτήτης της επιχείρησης αλλά η σύζυγός του (δεύτερη εκκαλούσα- εναγομένη) επ` ονόματι της οποίας εκδόθηκε η άδεια λειτουργίας του καταστήματος, είναι αβάσιμος κατ ουσία αφού, όπως αναφέρθηκε στην αρχή ως παρούσας, ο εργοδότης δεν είναι απαραίτητο να είναι και κύριος της επιχείρησης. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό, ορθά έκρινε και πρέπει ο ως άνω λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απεχώρησε οικειοθελώς κατά την 20.10.2001 από την εργασία του, όπως υποστηρίζεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης. Αντίθετα αποδείχθηκε όπως ήδη προαναφέρθηκε, ότι αυτός προσέφερε την εργασία του κατά την 16.10.2001, ήτοι την επομένη της λειτουργίας του καταστήματος μετά την αποσφράγισή του και ο παραπάνω εργοδότης του, όχι μόνο δεν την αποδέχθηκε, αλλά και τον παρεμπόδισε να εργασθεί και ότι ακολούθως κατά την 15.11.2001, ήτοι μετά την υποστηριζόμενη οικειοθελή δήθεν αποχώρησή του, κατά την ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας διαδικασία, ενώ ο ενάγων προέβαλε ως βασικό αίτημά του την αποδοχή ως προσφερόμενης εργασίας του, εκείνος, όχι μόνο δεν προέβαλε τέτοιο ισχυρισμό περί οικειοθελούς αποχώρησής του, αλλά επιφυλάχθηκε να συμβουλευθεί το δικηγόρο του. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό ορθά έκρινε, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει και ο λόγος αυτός της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Κατ ακολουθία των ανωτέρω συνθηκών και ωραρίου εργασίας του ενάγοντος και δεδομένου ότι η επιχείρηση των εκκαλούντων-εναγομένων υπαγόταν όπως συνομολογείται, στο σύστημα της πενθήμερης ανά εβδομάδα εργασίας δικαιούται ο ανωτέρω τα εξής ποσά: […] Περαιτέρω η κατά τα προεκτεθέντα άρνηση του πρώτου από τους εναγομένους να αποδεχθεί την προσφερόμενη από τον ενάγοντα εργασία δεν αποτελεί αυτή καθεαυτή παράνομη συμπεριφορά, ούτε παράνομη προσβολή ως προσωπικότητας του ενάγοντα και δεν υπερβαίνει κατά τον τρόπο που εκδηλώθηκε, και μάλιστα προφανώς, τα τιθέμενα από το άρθρο 281 του ΑΚ όρια, αφού τόσο με αιν έκφραση αυτού προς το αστυνομικό όργανο ότι “Ο ενάγων πληρώνεται κανονικά και όταν του χρειασθεί θα τον καλέσει” όσο και με την κατ ιδίαν απάντηση αυτού προς τον ενάγοντα ότι “θα τον πληρώνει και ας κάθεται” στον υπαινιγμό του τελευταίου ότι δεν μπορεί να τον απολύσει λόγω της συνδικαλιστικής του ιδιότητας, υποδήλωνε την -με οποιαδήποτε συνέπεια την οποία είναι έτοιμος να αναλάβει-, εμμονή του στην ως άνω άρνησή του και δεν αποσκοπούσε στην ηθική μείωση του ενάγοντος. Συνεπώς έσφαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο εκτιμώντας την ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου αυτού ως παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος ως εκ της οποίας έκαμε δεκτό εν μέρει ως κατ ουσία βάσιμο το περί χρηματικής ικανοποιήσεως αυτού (ενάγοντος) αίτημα της αγωγής και επεδίκασε σε αυτόν για την αιτία αυτή το ποσό των 500.000 δρχ. Ακολούθως, η έφεση κατά τον αφορώντα το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης λόγο της, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ ουσία, ο δε αντίθετος λόγος της έφεσης του ενάγοντος να απορριφθεί.

 

Κατ ακολουθία όλων αυτών, πρέπει η έφεση των εναγομένων να γίνει δεκτή τυπικά και εν μέρει κατ ουσίαν, όπως επίσης και η έφεση του ενάγοντος κατά το μέρος που δι αυτής πλήττεται η εκκαλουμένη, διότι το επιδικασθέν δι αυτής ποσό των 7.442 ευρώ από λάθος μαθηματικών υπολογισμών που εχώρησε στο σκεπτικό της, δεν ανταποκρίνεται στο σύνολο των επί μέρους και καθ` έκαστο κεφάλαιο επιδικασθέντων ποσών που ανέρχεται, κατά τις στο σκεπτικό παραδοχήςως, στο ποσό των 3.972.478 δρχ. ή σε ευρώ 11.650. Ακολούθως πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και στη συνέχεια να κρατηθεί η υπόθεση για ουσιαστική έρευνα από το παρόν Δικαστήριο κατ άρθρο 535 του ΚΠολΔ να γίνει δεκτή εν μέρει και ως κατ ουσία βάσιμη η αγωγή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρο έκαστος το ποσό των 3.002.471 δρχ. ή σε ευρώ 8.811,36 με το νόμιμο τόκο από την επίδοση ως αγωγής. […]