275/2002 ΑΠ – Λόγοι αναίρεσης. ¨Πράγματα¨ κατά το άρθρο 559 αρ. 8. Συνιστά ¨πράγμα¨ και ο λόγος της έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης.

275/2002 ΑΠ (313096)

 

 

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Λόγοι αναίρεσης. ¨Πράγματα¨ κατά το άρθρο 559 αρ. 8. Συνιστά ¨πράγμα¨ και ο λόγος της έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης.

 

 

 

 

 

Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ

Κ.Μ.

Αριθμός  275/2002

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A` Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο Αρείου Πάγου, Πέτρο Κακκαλή,  Σπυρίδωνα Γκιάφη, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο  και Νικόλαο Γεωργίλη,

Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιανουαρίου 2002, με την παρουσία και της Γραμματέως Κωνσταντίνας Ξηροτύρη, για να δικάσει μεταξύ:

 

Των αναιρεσειόντων-καλούντων…………………………..Από αυτούς η 2η παραστάθηκε στο ακροατήριο ατομικά για τον εαυτό της και ως εκπρόσωπος της πρώτης και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο τους τον Δούκα Καλογήρου, ο οποίος δήλωσε ότι παραιτείται από τον δικόγραφο της αναίρεσης ως προς την 1η (………………) αναιρεσίβλητη.

 

Των αναιρεσιβλήτων-καθ`ων η κλήση: ………………….οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Δεληγιάννη.

 

Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 18-10-1996 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων  που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 112/1997 του ίδιου δικαστηρίου και 270/1998  του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατικής έδρας Μυτιλήνης).  Την αναίρεση της εφετειακής αποφάσεως ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 8-12-1999 αίτησή τους και εκδόθηκε η απόφαση 1534/2000 του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως. Επανέρχεται ήδη η συζήτηση της πιο πάνω αιτήσεως αναιρέσεως με την από 29-3-2001 κλήση των αναιρεσειόντων.

 

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως  αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.   Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης

Νικόλαο Γεωργίλης ανέγνωσε την από 19-2-2000 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.  Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε  την παραδοχή της αιτήσεως και η πληρεξουσία  των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και  καθένας την καταδίκη του

αντιδίκου  στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Επειδή οι αναιρεσείουσες, με καταχωρηθείσα στα πρακτικά δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, στον οποίο η σχετική πληρεξουσιότητα δόθηκε από αυτές με καταχωρηθελισα επίσης στα πρακτικά δήλωση στο ακροατήριο της δεύτερης αναιρεσείουσας, που παρέστη αυτοπροσώπως και ενεργούσε ατομικά και ως νόμιμη εκπρόσωπος της πρώτης αναιρεσείουσας, ετερόρρυθμης εταιρίας, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της ένδικης αναίρεσης ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη ………… Επομένως η αίτηση αναίρεσης  θεωρείται πως δεν ασκήθηκε και η δίκη καταργήθηκε ως προς την αναιρεσίβλητη αυτή (άρθρα 96 παρ.1, 294, 295 και 298 ΚΠολΔ).

 

 

Επειδή, ο κατά το άρθρο 559 αριθ.8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Πράγματα υπό την έννοια της διάταξης αυτής είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που υπό την προϋπόθεση της παραδεκτής πρότασής τους θεμελιώνουν ιστορικά το αίτημα της αγωγής, της ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης. Πράγμα επομένως είναι, υπό την έννοια αυτή, και ο λόγος της έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (Ολ. ΑΠ 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή του η αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά των αναιρεσειουσών για καταβολή ποινικής ρήτρας και επιπλέον αποζημίωσης από την υπαίτια καθυστέρηση απόδοσης ακινήτου, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν απάντησε διόλου στον ουσιώδη ισχυρισμό των αναιρεσειουσών – εκκαλουσών – εναγομένων, τον οποίο αυτές παραδεκτά επανέφεραν με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους ενώπιον αυτού και όχι με τις προτάσεις τους (όπως από προφανή παραδρομή αναφέρουν) και κατά τον οποίο στο ποσό που επιδικάστηκε για ποινική ρήτρα έπρεπε να συμψηφιστεί το ποσό των δραχμών 3.518.000, το οποίο είχαν καταβάλει στους αναιρεσίβλητους – εφεσιβλήτους – ενάγοντες για την ίδια αιτία. Επομένως είναι βάσιμος ο σχετικός από το άρθρο 559 αριθ.8 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος της αναίρεσης. Πρέπει λοιπόν να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, στο ίδιο Εφετείο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Αναιρεί την απόφαση 270/1998 του Εφετείου Αιγαίου.

 

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Και

 

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους (εκτός από την πρώτη) στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών, την οποία ορίζει σε χίλια τριακόσια πενήντα (1350) Ευρώ.

 

Kρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα  στις 11 Φεβρουαρίου 2002. Και

Δημοσιεύθηκε  στο ακροατήριό του  στις 18 Φεβρουαρίου 2002.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Next

843/2002 ΑΠ – Η συμφωνία περί παραιτήσεως του εργαζομένου από νόμιμες εν γένει μισθολογικές αξιώσεις του, είναι άκυρη είτε γίνεται πριν από την παροχή της εργασίας, είτε μετά από αυτήν. Αντιθέτως η απαγόρευση και η ακυρότητα δεν αφορούν στον υπέρ τα νόμιμα όρια συμβατικό μισθό, καθώς και στις απαιτήσεις εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Μορφή παραιτήσεως από το μισθό αποτελεί και ο κατ΄ άρθρο 871 ΑΚ συμβιβασμός του εργαζομένου ως προς μισθολογικές αξιώσεις, ο οποίος είναι μεν άκυρος όσον αφορά τις ανωτέρω αξιώσεις, ως προς τις οποίες απαγορεύεται η παραίτηση, είναι όμως έγκυρος, όταν ως προς τις πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις των εν λόγω αξιώσεων του εργαζομένου επικρατεί σοβαρή αμφιβολία, και, σε κάθε περίπτωση (είναι έγκυρος ο συμβιβασμός), ως προς τις αξιώσεις του αυτές για τις οποίες επιτρέπεται η παραίτηση. Εάν σε δίκη με αντικείμενο την επιδίκαση μισθολογικών αξιώσεων του εργαζομένου απορρεουσών από το νόμιμο μισθό του, προβληθεί από τον εργοδότη η ανατρεπτική της αγωγής ένσταση της αποσβέσεώς τους μέσω συμβιβασμού, η αποδοχή αυτής (της ανωτέρω ενστάσεως) προϋποθέτει την επίκληση και απόδειξη από πλευράς εργοδότη της υπάρξεως σοβαρής αμφιβολίας ως προς τις πραγματικές και νομικές προϋποθέσεις των επιδίκων αξιώσεων, τη συνδρομή της οποίας, καθώς και το περιεχόμενό της οφείλει να αναφέρει στο σκεπτικό της η εκδιδόμενη επί της αγωγής απόφαση για την πληρότητα της αιτιολογίας της