272/1991 ΑΠ ( 48769)
Δ/ΝΗ/1993 (43), ΔΕΝ/1993 (456), ΕΕΝ/1992 (156)
Μίσθωση εργασίας. Αμεταβίβαστη η αξίωση του εργοδότη για παροχή των
υπηρεσιών του εργαζομένου. Δυνατή όμως η συμφωνία μεταξύ εργοδότη
και εργαζομένου για παραχώρηση των υπηρεσιών του εργαζομένου σε άλλον
εργοδότη. Καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Προϋποθέσεις για την
εγκυρότητά της είναι ο έγγραφος τύπος και η καταβολή της νόμιμης
αποζημίωσης.
Πολιτική δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι αναιρέσεως. Ο λόγος αναίρεσης για
παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου είναι αόριστος αν δεν αναφέρει τον
συγκεκριμένο κανόνα και σε τι συνίσταται η παραβίασή του. Η κρίση του
δικαστηρίου της ουσίας ως προς τα πραγματικά περιστατικά είναι
ανέλεγκτη.
Α.Π. 272/1991 Β` Τμ.
Πρόεδρος: Μιχαήλ Παπαδάκις, Αντιπρόεδρος.
Εισηγητής: Κων/νος Κωστόπουλος, Αρεοπαγίτης.
Δικηγόροι: Μαρία Δεληγιάννη, Ιωάννης Μπιλιάνης.
Από το άρθρο 651 του ΑΚ, που ορίζει, ότι αν δεν προκύπτει κάτι άλλο
από τη σύμβαση , ή τις περιστάσεις, η αξίωση του εργοδότη για παροχή
της εργασίας είναι αμεταβίβαστη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των
άρθρων 361, 648 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι ο εργοδότης, που έχει
στη διάθεση του τις υπηρεσίες μισθώτου, με σύμβαση εργασίας, την οποία
κατάρτισε μαζί του, μπορεί να παραχωρήσει τις υπηρεσίες του τελευταίου
σε άλλο εργοδότη, με νέα μαζί του και του νέου εργοδότη συμφωνία.
Εξάλλου, η σύμβαση εργασίας αόριστης διάρκειας, όπως προκύπτει από τις
ίδιες πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 669 του ΑΚ, μπορεί
να καταλυθεί και συμβατικώς. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο που
δίκασε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε
ανελέγκτως τα εξής: Ο αναιρεσείων την 1.5.84 προσλήφθηκε με σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας από τον πρώτο αναιρεσίβλητο, ως νόμιμο εκπρόσωπο
της “Λ. ΕΠΕ”, για να εργασθεί ως σερβιτόρος στην επιχείρηση δύο
ζαχαροπλαστείων, που διατηρούσε, στα οποία και εργάσθηκε μέχρι την
31.5.85. Στη συνέχεια και μέχρι την 31.12.87 προσέφερε τις ίδιες
υπηρεσίες στην αυτή επιχείρηση, την λειτουργία της οποίας συνέχισε
ατομικώς ο πρώτος αναιρεσίβλητος. Ο τελευταίος την 31.12.87 έκλεισε το
ένα ζαχαροπλαστείο και τότε, κατόπιν συμφωνίας με τον αναιρεσείοντα,
ελυσαν την εργασιακή του σύμβαση, προκειμένου αυτός να προσφέρει τις
υπηρεσίες του ως σερβιτόρος στο ζαχαροπλαστείο που άνοιξε ο δεύτερος
αναιρεσίβλητος, γιός του πρώτου, από τον οποίο και προσλήφθηκε με
ταυτόχρονη νέα σύμβαση εργασίας. Στον τελευταίο ο αναιρεσείων προσέφερε
τις υπηρεσίες του μέχρι την 25.4.1988, οπότε αυτός κατήγγειλε την
εργασιακή του σύμβαση και του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση,
συνυπολογίζοντας, κατά τα συμφωνημένα, και τον χρόνο προϋπηρεσίας του
στην πιο πάνω εταιρία και στον πατέρα του. Μ`αυτές τις παραδοχές το
Εφετείο έκρινε, ότι δεν ήταν άκυρη η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας
του αναιρεσείοντος, για το λόγο ότι έγινε από τον δεύτερο αναιρεσίβλητο
και όχι από τον πρώτο, αφού η μετά του τελευταίου αυτού σύμβαση
εργασίας του αναιρεσείοντος λύθηκε συμβατικόι και δεν έλαβε χώρα
παραχώρηση των υπηρεσιών του στον δεύτερο αναιρεσίβλητο, με βάση μεταξύ
όλων συμφωνίας. Ετσι που αποφάνθηκε το Εφετείο και απέρριψε, ύστερα από
εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, την αγωγή του αναιρεσείοντος, κατά
το μέρος που μ` αυτή ζητούσε την επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας σε
βάρος του πρώτου αναιρεσιβλήτου, λόγω ακυρότητος της καταγγελίας για
την πιο πάνω αιτία, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις και
διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση του επαρκή, χωρίς αντιφάσεις,
αιτιολογία. Συνεπώς οι αντίθετοι, από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19
ΚΠολΔ, λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Ο αυτός
πρώτος λόγος, ως προς το τέταρτο μέρος του, κατά τον οποίο το Εφετείο
εσφαλμένα εκτίμησε το περιεχόμενο της αγωγής, είναι απορριπτέος, ως
απαράδεκτος, γιατί η διατάξη του άρθρου 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, της οποίας
γίνεται επίκληση, δεν καθιερώνει ιδιαίτερο αναιρετικό λόγο, αλλά
επιτρέπει τον έλεγχο αν από την εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου του
διαδικαστικού εγγράφου δημιουργείται κάποιος αναιρετικός λόγος του
άρθρου 559 ΚΠολΔ. Εξάλλου, ο δεύτερος λόγος, κατά το πρώτο μέρος του,
με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, χωρίς να εκτίθεται συγκεκριμένα ποιός κανόνας
ουσιαστικού δικαίου παραβιάστηκε και σε τι συνίσταται η παραβίαση του,
είναι απορριπτέος, ως αόριστος.
Το Εφετείο, όπως εκτέθηκε, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι η συνδέουσα τον
αναιρεσείοντα με τον πρώτο αναιρεσίβλητο εργασιακή σύμβαση λύθηκε απ`
αυτούς συμβατικώς και ότι από το δεύτερο αναιρεσίβλητο προσλήφθηκε
εκείνος με νέα σύμβαση εργασίας, με την οποία, κατά τη σαφή έννοια των
όσων το Εφετείο δέχθηκε, ειδικώς συμφωνήθηκε ο συνυπολογισμός της
προϋπηρεσίας του μόνο για τον καθορισμό του ύψους της οφειλόμενης σ`
αυτόν αποζημιώσεως σε περίπτωση απολύσεώς του. Ενόψει, συνεπώς, τούτων,
ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη
απόφαση παραβίαση του άρθρου 6 του Ν. 2112/1920 και έλλειψη επαρκούς
αιτιολογίας, ως προς τον καθορισμό των αποδοχών αδείας και του
επιδόματος αδείας του αναιρεσείοντος, για το χρονικό διάστημα από
1.1.1988 έως 25.4.1988, εκ του λόγου ότι έγινε χωρίς να συνυπολογισθεί
και ως προς τις παροχές αυτές η προηγούμενη προϋπηρεσία του, είναι
απορριπτέος, ως αβάσιμος.
Από τα άρθρα 669 του ΑΚ και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι,
η καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας είναι μονομερής
αναιτιώδης δικαιοπραξία και θεωρείται έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και
καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Στην προκειμένη περίπτωση, το
εφετείο που δίκασε, αφού απέκρουσε ως αβάσιμη την αιτίαση του
αναιρεσείοντος για ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής του
συμβάσεως από τον δεύτερο αναιρεσίβλητο, με την οποία πρόβαλε ότι η
καταγγελία έγινε γιατί αρνήθηκε να σκουπίσει την πλατεία προ του
καταστήματός του, έκρινε περαιτέρω ότι αυτή είναι εγκυρη, εφόσον έγινε
εγγράφως και καταβλήθηκε η οφειλόμενη αποζημίωση. `Ετσι που αποφάνθηκε
το Εφετείο εκτίμησε απλώς πράγματα, χωρίς να προσβάλει κόιποιο κανόνα
δικαίου άμεσα ή εκ πλαγίου, η δε περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου
της ουσίας διαφεύγει, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, τον αναιρετικό
έλεγχο, γιαυτό και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος
του, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως
απαράδεκτος. Ο ίδιος λόγος, κατά το δεύτερο μέρος του, ότι το Εφετείο
δεν έλαβε υπόψη το αναφερόμενο σ` αυτόν έγγραφο, που νόμιμα
επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων, είναι απορριπτέος ως
αβάσιμος, γιατί από την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση
βεβαίωση, ότι το δικαστήριο για τη συναγωγή του πορίσματός του επί της
ουσίας εκτίμησε και όλα τα έγγραφα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν
οι διάδικοι, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι συνεκτίμησε και το εν λόγω
έγγραφο.
`Οπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο
δέχθηκε, ότι ο αναιρεσείων αρχικά προσλήφθηκε από τη “Λ. ΕΠΕ”, γιατί α)
συνεβλήθη με τον Χ.Λ., πρώτο αναιρεσίβλητο, ως αντιπρόσωπό της και β)
ανεξάρτητα από το αν αγνοούσε την ύπαρξη της “Λ. ΕΠΕ”, ο πρώτος
αναιρεσίβλητος Χ.Λ. δε ήταν πράγματι αντισυμβαλλόμενος, αλλά
αντιπρόσωπος της “Λ. ΕΠΕ”. Δηλαδή με δύο επάλληλες αιτιολογίες, κάθε
μία από τις οποίες στηρίζει αυτοτελώς το αντίστοιχο διατακτικό της
προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ως αρχική εργοδότιδα του
αναιρεσείοντος την “Λ. ΕΠΕ”. Ενόψει τούτου, ο πέμπτος λόγος
αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο πλήσσεται η
προσβαλλομένη απόφαση μόνο κατά τη δεύτερη αιτιολογία της, πρέπει να
απορριφθεί, ως αλυσιτελής. Ο ίδιος λόγος, κατά το δεύτερο μέρος του, με
τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη επαρκούς
αιτιολογίας, ως προς το ότι αρχική εργοδότης του αναιρεσείοντος ήταν η
“Λ. ΕΠΕ`, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.