2/2009 ΑΠ ( 482071)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Δικονομία πολιτική. Αναιρετικοί λόγοι. Παραβίαση των ερμηνευτικών των δικαιοπραξιών κανόνων. Ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση αυτών. Προϋποθέσεις παραδεκτού αυτών. Αδικοπραξία. Προϋποθέσεις αποζημίωσης. Ιατρικό σφάλμα οφειλόμενο σε αμέλεια. Θάνατος του ασθενούς. Αξίωση αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης. Διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης. Ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου αν θα διενεργηθεί αυτή ή όχι. Εννοια “πραγμάτων” κατ΄ αρ. 559 περ. 8 ΚΠολΔ. Αοριστία της αγωγής. Λόγοι που ελέγχουν την κρίση περί αορίστου ή μη της αγωγής. Παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου. Προϋποθέσεις παραδεκτού αυτού. Πρόστηση στην αδικοπρακτική ευθύνη. Ο προσδιορισμός του ύψους της αποζημίωσης είναι αναιρετικά ανέλεγκτος. (Αναιρεί μερικά την 847/2006 ΕφΑθ).
Αριθμός 2/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Καλαμίδα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Ιωάννη – Σπυρίδωνα Τέντε, Βασίλειο Φούκα και Γεώργιο Χρυσικό, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει μεταξύ:
Α. Του αναιρεσείοντος: Χ, κατοίκου ………. , ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Οικονόμου.
Των αναιρεσιβλήτων:1. Ψ1, κατοίκου …… , 2. Ψ2, κατοίκου ……, 3. Ψ3, κατοίκου ……, οι οποίοι παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Πεσματζόγλου, 4. Ψ4, κατοίκου ……, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ανδρέα Πεσματζόγλου, 5. Ψ5, κάτοικος ……, ο οποίος δεν παρέστη, 6. της Ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία “……………” που εδρεύει στο …… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Κόντη, 7. της Ανωνύμου Ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “…………… …………..” που εδρεύει στην …… και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ανδρέα Πέτσα, ο οποίος δήλωσε ότι η ως άνω ασφαλιστική εταιρία τροποποίησε την επωνυμία της και έχει ως εξής “..” και το διακριτικό τίτλο “…….” και στην Αγγλική γλώσσα “……….. ……” και η τροποποίηση δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 12618/31.10.2007
Β. Της αναιρεσείουσας: της Ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία “….” που εδρεύει στο ……και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Κόντη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. Ψ1, κατοίκου ……, 2. Ψ2, κατοίκου ……, 3. Ψ3, κατοίκου ……, οι οποίοι παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Πεσματζόγλου, 4. Ψ4, κατοίκου ……, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ανδρέα Πεσματζόγλου και 5. Ψ6, κατοίκου ……, ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Οικονόμου.
Γ. Των αναιρεσειόντων: 1. Ψ1, κατοίκου ……, 2. Ψ2, κατοίκου ……, 3. Ψ3, κατοίκου ……, οι οποίοι παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Πεσματζόγλου, 4. Ψ4, κατοίκου ……, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ανδρέα Πεσματζόγλου
Των αναιρεσιβλήτων:1. Ψ6, κατοίκου …… , ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Οικονόμου και 2. της Ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία “…………….” που εδρεύει στο …… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Κόντη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7 Μαΐου 2001 αγωγή των: Ψ1, Ψ2, Ψ3, Ψ4, και Ψ5 που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Η ανακοινούσα δίκη – προσεπικαλούσα σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπιπτόντως ενάγουσα: Ανωνύμη εταιρεία με την επωνυμία “………..) κατέθεσε την από 14 Μαΐου 2002 αγωγή. Ο διάδικος Ψ6 κατέθεσε την από 10 Ιουνίου 2002 αγωγή. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6231/2004 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 847/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι ως άνω διάδικοι με τις από 19-4-2006, 18-4-2006 και 25-4-2006 αίτησή των, ως και των 27.9.2006 προσθέτων λόγων στην από 19.4.2006 αίτηση αναίρεσης του διαδίκου Ψ6.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Χρυσικός, ανέγνωσε την από 23 Οκτωβρίου 2008 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε Α. την απόρριψη στο σύνολό τους των α) από 25.4.2006 και β) από 19.4.2006 αιτήσεως αναίρεσης και γ) από 27.9.2006 δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης του αναιρεσείοντος στην από 19.4.2006 αίτηση αναίρεσης και 2) τη μερική απόρριψη της από 18.4.2006 αίτησης αναίρεσης κατά της υπ` αριθ. 847/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Β. Τη μερική παραδοχή της από 18.4.2006 αίτησης αναίρεσης ( κατά τον πρώτο λόγο της και κατά το δεύτερο μέρος του του αφοπούν τον πέμπτο των αναιρεσιβλήτων και την μερική αναίρεση της ίδιας πιο πάνω υπ` αριθμ. 847/2006 απόφασης του Εφετείου αθηνώ, κατά το μέρος της που απέρριψε το λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας, που αφορούσε την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την παρεπίμπουσα αγωγή της αναιρεσείουσας κατά του πέμπτου των αναιρεσιβλήτων.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή των αιτήσεών τους, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι από 25-4-2006, 19-4-2006 και 18-4-2006 αιτήσεις αναίρεσης κατά της υπ` αριθ. 847/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθ. 31 και 246 ΚΠολΔ). Α) Επί της από 19-4-2006 αίτησης αναίρεσης του Ψ6και του από 27-9-2006 δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης. (αριθ. πιν. 26).
Όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της συνεδρίασης που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με αριθμό πινακίου 26 δεν εμφανίστηκε ο πέμπτος των αναιρεσιβλήτων Ψ5. Όπως προκύπτει από τις υπ` αριθ. …… και …… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, επιδόθηκαν με την επίσπευση του αναιρεσείοντος στον απόντα αναιρεσίβλητο νόμιμα και εμπρόθεσμα για την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο της 17-9-2007, κεκυρωμένα αντίγραφα της από 19-4-2006 αίτησης αναίρεσης και του από 27-9-2006 δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης. Στη συνέχεια, μετά τη ματαίωση της συζήτηση της υπόθεσης κατά την πιο πάνω αρχική δικάσιμο, λόγω της διενέργειας των βουλευτικών εκλογών, ύστερα από επίσπευση του αναιρεσείοντος, με την από 29-10-2007 κλήση του, προσδιορίσθηκε ως νέα δικάσιμος η 9-11-2008 και κεκυρωμένο αντίγραφο της κλήσης με παραγγελία του πληρεξουσίου Δικηγόρου του αναιρεσείοντος και κλήση για εμφάνιση επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον απόντα ήδη αναιρεσίβλητο (βλ. την υπ` αριθ. ……. έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή) και πρέπει να δικασθεί σαν να ήταν παρών (άρθρ. 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Ι. Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (αρθ. 173 και 200 του Α.Κ.). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ. 7/2006 και 4/2005). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1995). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988).
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 43/1990). Τέλος κατά το άρθρο 914 Α.Κ. όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση αποζημίωσης του παθόντα, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά παράνομη συμπεριφορά του δράστη, συνιστάμενη σε πράξη ή παράλειψή του, που πρέπει να είναι υπαίτια δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αμέλειά του και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της ζημίας, που επήλθε (περιουσιακής ή μη). Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ ορισμένης ενέργειας ή παράλειψης και ορισμένου επιζήμιου αποτελέσματος που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθ. 297 και 298 του Α.Κ., εξαρτάται από το αν η πράξη ή παράλειψη, αφενός μεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, που αν αυτός έλειπε αυτό δεν θα επερχόταν, αφετέρου δε μόνη της και αντικειμενικά λαμβανόμενη αν ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με τη συνηθισμένη και κανονική πορεία πραγμάτων, να επιφέρει το πιο πάνω αποτέλεσμα. Περαιτέρω, ευθύνη ιατρού για αμέλεια υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Δηλαδή θα πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιόποινου μη επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Οι πιο πάνω έννοιες της υπαιτιότητας (δόλου ή αμέλειας) και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες, και γι` αυτό η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτών με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας κρίνει το εάν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, επιτρέπουν το συμπέρασμα, ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου (περιουσιακού ή ηθικού) αποτελέσματος που επήλθε (Α.Π. 889/2000). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 847/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών έγιναν δεκτά τα ακόλουθα κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων: “Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο Α, έπασχε από στεφανιαία νόσο και γενικευμένη αρτηριοπάθεια, συνεπεία των οποίων είχε συνταξιοδοτηθεί λόγω αναπηρίας από το ΤΕΒΕ, δυνάμει της υπ` αριθ. 4151/1998 απόφασης του εν λόγω ταμείου. Στις 12-7-2000 υποβλήθηκε σε στεφανιογραφικό έλεγχο, από τον οποίο προέκυψε όχι έπασχε από “νόσο στελέχους και τριών (3) αγγείων”. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, ο Α, κατόπιν συνεννόησης με τον ιατρό Ψ6, εισήχθη στις 19-7-2000 στο ………………….., προκειμένου να υποβληθεί σε εγχείριση τριπλού by pass. Μετά τη διενέργεια εκεί των απαιτουμένων ιατρικών εξετάσεων, ο ασθενής στις 20-7-2000 χειρουργήθηκε από τον παραπάνω ιατρό. Μετά τη διενέργεια της επέμβασης παρέμεινε στη μονάδα εντατικής θεραπείας μέχρι 25-7-2000 και στο θεραπευτήριο μέχρι τις 29-7-2000, οπότε εξήλθε, χωρίς να του χορηγηθεί αντιβίωση, παρότι υπήρχαν ενδεικτικά στοιχεία για ύπαρξη μόλυνσης, λόγω του ότι στις αιματολογικές εξετάσεις της 26-7-2000 παρουσίαζε αύξηση λευκών αιμοσφαιρίων σε 21.400 με ανώτατο φυσιολογικό 11.000. Στις 30-7-2000, ο ασθενής παρουσίασε πυρετό και η σύζυγος του ενημέρωσε τον παραπάνω ιατρό, ο οποίος της συνέστησε να απευθυνθεί σε άλλο ιατρό, καρδιολόγο, της επιλογής τους. Ο ιατρός Β, που τον παρακολουθούσε πριν την επέμβαση, εξέτασε τον ασθενή κατά την παραπάνω ημερομηνία και ακολούθως στις 2-8-2000, οπότε διεπίστωσε ότι ο πυρετός αυξήθηκε σε 38,5. Επειδή ο πυρετός συνεχιζόταν, ο ασθενής επανεξετάσθηκε στις 3-8-2000, οπότε διαπιστώθηκε ότι παρουσίαζε οίδημα με ερυθρότητα και πόνο στην απλή πίεση στο άνω άκρο του στέρνου, καθώς και στις 4-8-2000 οπότε διαπιστώθηκε η εκροή υγρού από κάποιο σημείο του στέρνου και περαιτέρω αύξηση του πυρετού. Στις 5-8-2000 ο ασθενής εισήχθη και πάλι στο …………………………. , όπου διαπιστώθηκε ότι το στέρνο είχε επιμολυνθεί από τον παθογόνο σταφυλόκοκκο AUREUS. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος εισήχθη στο χειρουργείο και υποβλήθηκε από τον ίδιο ιατρό σε νέο άνοιγμα του στέρνου, καθαρισμό και επανασύγκληση. Στις 7-
8-2000, και ενώ η κατάσταση της υγείας του δεν βελτιωνόταν, μεταφέρθηκε σε κρίσιμη κατάσταση καθ` υπόδειξη του πρώτου εναγομένου της από 7-5-2000 αγωγής στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών “Η ΣΩΤΗΡΙΑ”. Εκεί διαπιστώθηκε ότι παρουσίαζε “διαπύηση στέρνου μετά από επέμβαση στεφανιαίας παράκαμψης από STAPHYLOCOCCUS AYREUS” και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, διάνοιξη εκ νέου του στέρνου και παροχέτευση του πύου με καθημερινές αλλαγές. Στις 11-8-2000 παρουσίασε ρήξη μυοκαρδίου δεξιάς κοιλίας, ως συνέπεια της λοίμωξης και εισήχθη εκτάκτως στο χειρουργείο όπου σε ύπτια θέση και υπό γενική αναισθησία έγινε κένωση πυκνής ποσότητας αίματος και αιμοπηγμάτων από το στέρνο που είχε προσφάτως διανοιγεί. Η προσπάθεια σύγκλησης με ραφή με PATCH από TEFLON δεν κατέστη δυνατή λόγω του, οφειλομένου στη φλεγμονή, σαθρού τοιχώματος. Έγινε αφαίρεση 4 τεμαχίων από το θωρακικό χώρο, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως ενισχυτικά μαζί με ραφή PRΟLENE και έτσι επιτεύχθηκε η σύγκληση της ρήξης και η επίσχεση της αιμορραγίας. Ακολούθως, στις 12-8-2000, ο ασθενής μεταφέρθηκε στην ειδική μονάδα εντατικής θεραπείας του ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟΥ Νοσοκομείου με ανοικτό στέρνο, εμφανίζοντας αιμοδυναμική αστάθεια, αναπνευστική ανεπάρκεια και μεταβολική ολένωση και τέθηκε σε μηχανική αναπνοή, υπό καταστολή. Στη συνέχεια παρουσίασε αιφνίδια πτώση της αρτηριακής πίεσης και κοιλιακή μαρμαρυγή. Παρά τις συνεχείς απινιδώσεις δεν κατέστη δυνατή η ανάνηψή του, με αποτέλεσμα να αποβιώσει στις …… (βλ. και πιστοποιητικό του νοσοκομείου Η ΣΩΤΗΡΙΑ και φύλλο ιστορικού του ανωτέρω ασθενούς του ίδιου νοσοκομείου). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η επιδείνωση της υγείας του Α και ακολούθως ο θάνατος του, οφείλεται στη μόλυνση της χειρουργικής τομής αρχικά, και στη συνεχεία ολόκληρου του οργανισμού, από τον παθογόνο σταφυλόκοκκο AUREUS, η οποία έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα παραμονής του στο Απολλώνειο Θεραπευτήριο (βλ. και ανωτέρω έγγραφα του νοσοκομείου ΣΩΤΗΡΙΑ στα οποία γίνεται αναφορά για επιμόλυνση -διαπύηση στέρνου μετά από επέμβαση στεφανιαίας παράκαμψης). Πηγή του άνω μικροβίου, είναι τα χέρια και η μύτη του ιατρικού ή παραϊατρικού προσωπικού, τα διάφορα εργαλεία του χειρουργείου και σπανιότερα το άψυχο περιβάλλον του χειρουργείου. Το μικρόβιο αυτό προσβάλλει συνήθως τη χειρουργική τομή, η λοίμωξη δε εμφανίζεται μέχρι 30 ημέρες από την εγχείρηση (βλ. προσκομιζόμενη μονογραφία Αλκιβιάδη Βατόπουλου “περί επιδημιολογίας και πρόληψης των λοιμώξεων του χειρουργικού τραύματος” σελ. 384, 386). Η πρόκληση της μόλυνσης οφείλεται σε αμέλεια του πρώτου εναγομένου και των λοιπών αρμοδίων οργάνων της δεύτερης εναγομένης (ιατρικού – νοσηλευτικού προσωπικού), οι οποίοι από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να επιδείξουν, σύμφωνα με τις προσωπικές ικανότητες και γνώσεις τους, δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα απολύμανσης των μελών του σώματός τους, των χρησιμοποιηθέντων κατά την εγχείρηση εργαλείων και οργάνων, καθώς και του χειρουργείου και των λοιπών χώρων του θεραπευτηρίου, ώστε να αποφευχθεί κάθε πιθανός κίνδυνος μόλυνσης του ασθενούς. Επιπλέον δε, ο προαναφερόμενος ιατρός ως υπεύθυνος για την κατάσταση της υγείας του ασθενούς καθόλο το χρονικό διάστημα νοσηλείας του, (βλ. και κατάθεση του μάρτυρα Γ, ιατρού, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια των εναγομένων της από 7-5-2001 αγωγής), επέτρεψε την έξοδο του από το θεραπευτήριο στις 29-7-2000, παρά το γεγονός ότι από τις αιματολογικές εξετάσεις, στις οποίες υποβλήθηκε αυτός στις 26-7-2000 προέκυψε αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων σε 21.400, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη μόλυνσης. Ειδικότερα ο τελευταίος όφειλε μετά τα αποτελέσματα των άνω αιματολογικών εξετάσεων να διερευνήσει περαιτέρω την αιτία της αύξησης των λευκών και να μην επιτρέψει την έξοδο από το νοσοκομείο πριν την πτώση των λευκών, χορηγώντας του και την κατάλληλη αντιβίωση (βλ. και κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων της από 7-5-2001 αγωγής Β, ιατρού, η οποία κρίνεται πειστική, όπως δόθηκε στο ακροατήριο και χωρίς τις διευκρινίσεις που περιέχονται στην …… περιέχονται ένορκη βεβαίωση). Επομένως, υπεύθυνοι για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα της από 7-5-2001 αγωγής, σύζυγος του θανόντος, καθώς και της ψυχικής οδύνης που υπέστη αυτή καθώς και οι λοιποί ενάγοντες της ίδιας αγωγής, από τους οποίους η δεύτερη και τρίτος είναι τέκνα και η τέταρτη μητέρα του θανόντος, από το θάνατο του Α είναι οι εναγόμενοι στην από 7-5-
2001 αγωγή και συγκεκριμένα ο μεν πρώτος εναγόμενος Ψ6, ως συνυπαίτιος για την πρόκληση του θανάτου του Α με το νοσηλευτικό προσωπικό της εναγομένης, η δε δεύτερη εναγομένη ……… , ως προστήσασα τον πρώτο εναγόμενο και το λοιπό ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που αφενός έλαβε μέρος στην ένδικη επέμβαση και αφετέρου ήταν αρμόδιο για την απολύμανση των εργαλείων και των χώρων του θεραπευτηρίου. Ο άνω μάλιστα ιατρός με την 55658/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καταδικάστηκε για το θάνατο του Α για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια σε φυλάκιση τριών ετών. Από τα ανωτέρω συνάγεται: 1) Ότι από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, στο οποίο περιλαμβάνονται ιατρικά πιστοποιητικά, καταθέσεις μαρτύρων – ιατρών, τόσο στο Πρωτοβάθμιο όσο και στο Ποινικό Δικαστήριο, και αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων, προέκυψε η προαναφερόμενη υπαιτιότητα των εναγομένων της από 7-5-
2001 αγωγής. Για την αντίληψη του ζητήματος της αιτίας θανάτου του Α, κρίνεται ότι δεν απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης και ως εκ τούτου δεν ήταν υποχρεωμένο, κατ άρθρο 368 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αλλά ούτε το παρόν να διορίσει πραγματογνώμονα, παρότι υποβλήθηκε αίτημα από τους άνω εναγομένους. Επομένως, κρίνονται ουσιαστικά αβάσιμα και απορριπτέα: α) όσα ισχυρίζονται οι άνω εναγόμενοι με τους πρώτο και δεύτερο λόγους των υπό κρίση εφέσεων τους περί του ότι εσφαλμένα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απάντησε στο αίτημα τους για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, β) όσα ισχυρίζονται οι αμέσως παραπάνω διάδικοι αλλά και η ……..
ΑΕ με τους συναφείς λόγους των υπό κρίση εφέσεων τους περί ελλείψεως υπαιτιότητας των εναγομένων της από 7-5-2001 αγωγής. 2) Οι ενάγοντες με την από 7-5-2001 αγωγή τους δεν διέδωσαν σε βάρος του πρώτου εναγομένου εν γνώσει τους ψευδή γεγονότα που έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη του, ούτε προσέβαλαν παράνομα την προσωπικότητα του, ώστε να υποχρεούνται σε αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται αυτός ότι υπέστη από τους περιλαμβανόμενους στην αγωγή αυτή ισχυρισμούς τους. Κατά συνέπεια ορθά απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η προαναφερόμενη αγωγή του ενάγοντος Ψ6, γι αυτό κρίνονται ουσιαστικά αβάσιμα και απορριπτέα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με την υπό κρίση έφεση του Ψ6. 3) Το γεγονός και μόνο ότι η από 7-5-2001 αγωγή ασκήθηκε μετά την επίδοση στην πρώτη από τους ενάγοντες της 5021/2001 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που την υποχρέωνε να καταβάλει στην ……………….. τα οφειλόμενα νοσήλια, δεν καθιστά την άσκηση της άνω αγωγής καταχρηστικής, καθόσον δεν συντρέχουν οι οριζόμενες από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ προϋποθέσεις, γι όσα αντίθετα υποστηρίζονται με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης του Ψ6κρίνονται ουσιαστικά αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως οι υπό κρίση εφέσεις της ….
………………………. και του Ψ6, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες και να επιβληθούν στους άνω εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος αποδείχθηκε ότι από το θάνατο του Α οι ενάγοντες της από 7-5-2001 αγωγής και συγκεκριμένα η πρώτη ενάγουσα, σύζυγός του, οι δεύτερη και τρίτος των εναγόντων, τέκνα του, και η τέταρτη ενάγουσα, μητέρα του, υπέστησαν ψυχική οδύνη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Το ποσό αυτής, λαμβανομένων υπόψη του βαθμού συγγένειας του αποβιώσαντος και των εναγόντων, της ηλικίας αυτού (51 ετών), του βαθμού πταίσματος των εναγομένων, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, πρέπει να ορισθεί, πλέον του ποσού των 40 ευρώ που τους επιδικάστηκε με την ανωτέρω αναφερόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, στο ποσό των 90.000 ΕΥΡΩ για την πρώτη και στο ποσό των 60.000 ΕΥΡΩ για καθένα από τους λοιπούς, που κρίνονται εύλογα. Η πρώτη ενάγουσα, πέραν της ζημίας των 712.380 δρχ. ή 2.096,62 ευρώ, που δαπάνησε για έξοδα κηδείας και κατασκευή τάφου του συζύγου της, τα οποία επιδικάστηκαν με την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δεν εκκαλείται κατά το άνω μέρος, ουδεμία άλλη ζημία υπέστη. Ειδικότερα όπως ορθά έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν ζημιώθηκε κατά το ποσό των 58.089 δρχ. το μήνα μέχρι το έτος 2015 που ισχυρίζεται ότι ο θανών σύζυγος της διέθετε για τη διατροφή της από το ποσό των 300.000 δρχ. που εισέπραττε το μήνα εργαζόμενος ως ηλεκτρολόγος και υδραυλικός, καθόσον, αποδείχτηκε ότι ο θανών πριν την εγχείριση δεν εργαζόταν λόγω ανικανότητας προς εργασία, αλλά ελάμβανε σύνταξη αναπηρίας, αφού με την 4151/1998 απόφαση του ΤΕΒΕ είχε κριθεί ανίκανος προς εργασία, λόγω του προβλήματος της υγείας του. Επομένως το Πρωτοβάθμιο που με την εκκαλούμενη απόφαση του επεδίκασε μικρότερα ποσά στους ενάγοντες της από 7-5-2001 αγωγής ως χρηματική ικανοποίηση, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γι αυτό πρέπει αφού γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η υπό κρίση έφεση των παραπάνω εναγόντων, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που έκρινε επί της από 7-5-2001 αγωγής, κατά το άνω μέρος επειδή έσφαλε και κατά το ορθό της μέρος για το ενιαίο του τίτλου εκτελέσεως”.
To Εφετείο με το να απορρίψει με τις ανωτέρω σκέψεις τους αντίστοιχους λόγους της έφεσης του αναιρεσείοντος, κατά της ομοίως κρινάσης πρωτόδικης απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή που είχαν ασκήσει οι τέσσερις πρώτοι αναιρεσίβλητοι και απορρίφθηκε η αντίθετη αγωγή του αναιρεσείοντος για συκοφαντική δυσφήμησή του ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε, τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932, 330, 297 και 298 του Α.Κ. καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, όσο αφορούν τον αναιρεσείοντα ιατρό ατομικά, ότι δεν έλαβε τα απαιτούμενα μέτρα απολύμανσης των μελών του σώματός του ώστε να αποφευχθεί ο πιθανός κίνδυνος μόλυνσης του ασθενούς από σταφυλόκοκκο, και ότι επέτρεψε την έξοδο του ασθενούς από το Νοσοκομείο πριν να διερευνήσει την αιτία αύξησης των λευκών αιμοσφαιρίων του, και πριν από την πτώση τους με τη χορήγηση κατάλληλης αντιβίωσης ή άλλης αγωγής, πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος ιατρού και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και του επελθόντος θανάτου του συγγενούς ασθενούς των αναιρεσίβλητων, που δικαιολογούν την παραδοχή της αγωγής τους και την απόρριψη της αντίστοιχης αντίθετης αγωγής του αναιρεσείοντος. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου και κατά τα πέντε μέρη του και τους τρεις πρόσθετους λόγους κατά το ένα μέρος τους, με τους οποίους αποδίδεται στην προβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης.
Από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 914, 919, 920, 932, 330, 297 και 298 του Α.Κ. τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους πέμπτο κατά το ένα μέρος λόγο του αναιρετηρίου και τους τρεις πρόσθετους λόγους κατά το δεύτερο μέρος τους, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ., κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα όπως και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης. Εξ άλλου, οι ίδιοι λόγοι της αναίρεσης κατά την σ`αυτούς κατά το άλλο μέρος τους περιλαμβανόμενη αιτίαση από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ. 19 και 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια και αντιφατικότητα των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν τα ίδια πιο πάνω προαναφερόμενα κρίσιμα ζητήματα της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος, στην πρόκληση της από σταφυλόκοκκο μόλυνσης του ασθενούς συγγενούς των αναιρεσίβλητων και στην ανεπίτρεπτη έξοδο του ασθενούς από το Νοσοκομείο, πριν να διαγνωσθεί η αιτία του αυξημένου αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων ασθενούς, και τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα του αναιρεσείοντος, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο και βρίσκονται κατά τον αναιρεσείοντα σε αντίθεση α) με το ότι δεν διακριβώθηκε η αιτία του θανάτου με νεκροτομή, β) ότι πηγή του μικροβίου του σταφυλόκοκκου είναι και το σώμα του ασθενούς, γ) ότι η αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων παρατηρείται στις καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις με εξωσωματική κυκλοφορία, δ) ότι οι παραλείψεις του δεν συνιστούν ιατρική αμέλεια, ούτε υπάρχει αιτιώδης συνάφεια των παραλείψεων με τον επελθόντα θάνατο, ε) ότι κατά την ημέρα εξόδου του ασθενούς δεν υπήρχαν ενδεικτικά στοιχεία μόλυνσης και ότι δεν αξιολογήθηκε η αγωγή που ακολουθήθηκε στο Νοσοκομείο Σωτηρία, και οι μεταγενέστερες χειρουργικές επεμβάσεις είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφού κατά τα προεκτιθέμενα, το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, με τους ίδιους δε λόγους κατά τα λοιπά, εκ του περιεχομένου των οποίων δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του άρθ. 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., πλήττεται πλέον, μέσω των προαναφερομένων επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος, η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
ΙΙ. Τα διδάγματα κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της απόδειξης (Κ.Πολ.Δ. 336 παρ. 4), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (Κ.Πολ.Δ. 559 αριθ. 1) (Ολ. Α.Π. 8/2005). Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 1 περ. β` του Κ.Πολ.Δ., η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δημιουργεί λόγο αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας παρέβη δίδαγμα της κοινής πείρας, που αφορά την ερμηνεία κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ή την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σ` αυτόν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, που για να είναι ορισμένος πρέπει να αναφέρονται σ`αυτόν τα διδάγματα της κοινής πείρας που παραβιάστηκαν, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα από την κοινή πείρα, έστω και αυτεπάγγελτα, για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ή για την υπαγωγή σε αυτόν των πραγματικών γεγονότων, όχι όμως όταν το Δικαστήριο παραβαίνει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π. 120/2004), οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά το πρώτο και τρίτο μέρος του και τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. β` του Κ.Πολ.Δ. για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 914, 330, 297 και 298 του Α.Κ., και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο δέχθηκε εσφαλμένα ότι στοιχειοθετείται αμελής συμπεριφορά του αναιρεσείοντος ιατρού από το γεγονός ότι επέστρεψε την έξοδο του ασθενούς από το θεραπευτήριο στις 29-7-
2000, παρά το γεγονός ότι από τις αιματολογικές εξετάσεις στις οποίες είχε υποβληθεί αυτός είχε προκύψει αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων σε 24.000, γεγονός που υποδήλωνε την ύπαρξη μόλυνσης, ενώ σύμφωνα με τους κοινά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης, που συνιστούν διδάγματα της κοινής πείρας, μετά την πραγματοποίηση καρδιο-χειρουργικής επέμβασης λόγω της εξωσωματικής κυκλοφορίας του αίματος, που έχει προηγηθεί, παρατηρείται πάντοτε αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων, η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι 24.000, μόνη δε η αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων, χωρίς άλλα εμφανή συμπτώματα επιμόλυνσης (ερυθρότητα, οίδημα, πόνος, εκκρίσεις του τραύματος), δεν χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, η δε χορήγηση αντιβιοτικών δεν ενδείκνυται επιστημονικά χωρίς την προηγούμενη ύπαρξη δείγματος εκκρίσεων και μικροβιακής καλλιέργειας αυτού για την εξακρίβωση της ύπαρξης παθογόνου μικροβίου. Ο λόγος αυτός, όπως διατυπώνεται, αναφέρεται σε εσφαλμένη εφαρμογή των διδαγμάτων κοινής πείρας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, και όχι κατά την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και της εκ τούτου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 368 επ. του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για την ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, όπως και το αν για την αντίληψη του ζητήματος που αφορά αυτή, χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, ανάγεται στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου αυτού, που δεν ελέγχεται αναιρετικά στο πλαίσιο της διάταξης του αριθ. 25 παρ. 1 εδ. δ` του Συντάγματος, ούτε του άρθρ. 559 αριθ. 1 και 11 Γ` του Κ.Πολ.Δ. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης με τον οποίο εισάγεται αιτίαση από τις πιο πάνω διατάξεις, που έχει σχέση με την παράλειψη του Εφετείου να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης που ζήτησε ο αναιρεσείων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
- O λόγος αναίρεσης του αριθ. 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. δίδεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ο ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγου έφεσης όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που .αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (Ολ.ΑΠ 3/1997). Εξ άλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη: προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ο ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ 11/1996). Με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου κατά το ένα μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι “σε όλες τις καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις τα λευκά αιμοσφαίρια αυξάνονται καθ` όλη τη διάρκεια της εξωσωματικής κυκλοφορίας, συνεχίζουν δε να αυξάνονται και μετά την εξωσωματική κυκλοφορία και ιδιαίτερα τις πρώτες 24-48 ώρες, για να φτάσουν μετεγχειρητικά σε 12.000 έως 24 WBC-3 mm3, και για το λόγο αυτό η παρατηρηθείσα αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων του ασθενούς Α σε 21.400 ήταν μέσα στα φυσιολογικά και ανεκτά πλαίσια αύξησης, που παρατηρείται σε ασθενείς που χειρουργήθηκαν με τη βοήθεια εξωσωματικής κυκλοφορίας όπως αναφέρουν ιατρικά συγγράμματα” και ότι: “ο συγκεκριμένος ασθενής, είχε λάβει αντιβίωση ενδοφλεβίως για μία εβδομάδα μετά την χειρουργική καρδιολογική επέμβαση”. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, διότι ο ανωτέρω “ισχυρισμός” δεν αποτελεί “πράγμα” κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά προβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα ως επιχείρημα συναγόμενο από τις αποδείξεις για την άρση ανταποδεικτικά του βασικού αγωγικού ισχυρισμού των αναιρεσίβλητων εναγόντων που στήριξε και την αγωγή τους ότι δηλαδή ο θάνατος του χειρουργημένου συγγενούς τους, συνδέεται αιτιωδώς, με τη μόλυνση από σταφυλόκοκκο αρχικά κατά τη διάρκεια της εγχείρισης και στη συνέχεια με το γεγονός ότι ο αναιρεσείων επέτρεψε την έξοδό του από το νοσοκομείο πριν να διερευνηθεί η αιτία της αύξησης των λευκών αιμοσφαιρίων και πριν να ακολουθηθεί η κατάλληλη αγωγή.
- Κατά τη διάταξη του αρθ. 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου μη εφαρμοστέο ή παρέλειψε την εφαρμογή του εφαρμοστέου ή εφάρμοσε τέτοιο κανόνα εσφαλμένα, προσδίδοντας σ` αυτόν έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει. (Ολ. AΠ 7/2006 και 4/2006). Η νομική δε αοριστία της αγωγής που ελέγχεται αυτεπάγγελτα, δηλαδή n συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του αρθ. 559 του Κ.Πολ.Δ., εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής και τη νομική βασιμότητά της σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας αυτός για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά (Ολ. A.Π. 18/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ. η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 216 πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ., των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Αν δε το δικαστήριο δεν απορρίπτει την αγωγή, αν και το δικόγραφο της σε ό,τι αφορά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική αιτία, είναι αόριστο, αλλά προβαίνει στην κατ` ουσία εξέτασή της, παραλείπει κατά παράβαση της άνω δικονομικής διάταξης του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ. να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου και ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1330/2002), και όχι από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., που δημιουργεί λόγο αναίρεσης στην περίπτωση μόνο της νομικής αοριστίας της αγωγής, σε συνδυασμό με ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, και όχι δικονομικού τοιούτου, όπως εκείνη του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 571/2004). Ο περί ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας ισχυρισμός, ως παραβίαση της διάταξης του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δ. πρέπει, κατ` άρθρο 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., για το παραδεκτό της προβολής του, επειδή δεν αφορά τη δημόσια τάξη, να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται μνεία περί τούτου στο αναιρετήριο (Α.Π. 1676/2001). Με τον τέταρτο λόγο του αναιρετηρίου και κατά τα δύο μέρη του αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 14 του Κ.Πολ.Δ. άρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ. ότι το δικόγραφο της από 7-5-2001 αγωγής των αναιρεσίβλητων εναγόντων είναι αόριστο γιατί δεν ιστορείται σ`αυτήν με σαφήνεια: α) ποιο ήταν το υποτιθέμενο ιατρικό λάθος του κατά την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματός του και β) ποια η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του λάθους του και του επελθόντος θανάτου του συγγενούς των αναιρεσίβλητων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, όπως διατυπώνεται αναφέρεται σε νομική αοριστία και όχι σε ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, και επομένως κατά το δεύτερο μέρος του, που επιχειρείται θεμελίωσή του στον αριθμό 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Περαιτέρω από την κατ` άρθ. 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου του δικογράφου της πιο πάνω ένδικης αγωγής, προκύπτει ότι ιστορούνται σ` αυτό όλα τα απαιτούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 914, 330, 297, 298, 932 του Α.Κ. πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωση της ασκούμενης αξίωσης των αναιρεσίβλητων, όπως εκτίθενται στην υπό στοιχ. (Ι) παράγραφο της παρούσας, ήτοι η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (παράλειψη) του αναιρεσείοντος ιατρού κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των παραλείψεων αυτών και του επελθόντος θανάτου του Α. Το Εφετείο, με το να απορρίψει τον αντίστοιχο λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος κατά της ομοίως κρινάσης πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε κριθεί η ίδια αγωγή, που είχαν ασκήσει οι αναιρεσίβλητοι ενάγοντες, νομικά ορισμένη, ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 914, 330,297, 298, 932 του Α.Κ. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τέταρτο λόγο του αναιρετηρίου κατά το πρώτο μέρος του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα.
VΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Από τη διατύπωση της η διάταξη αυτή αφορά μόνο έγγραφο, και όχι μαρτυρική κατάθεση, ενώ ως έγγραφο νοούνται μόνο όσα προβλέπονται από τα άρθρα 339 και 432 επ του Κ.Πολ.Δ., και όχι τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης όπως η αγωγή (Παπαδόπουλος. Η αναιρετική διαδικασία παρ. 340 και 344 σελ. 547 και 578). Για να δημιουργηθεί ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να έχει γίνει επίκληση του εγγράφου στην κατ` έφεση δίκη διαφορετικά ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, ως παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου που ιδρύει τον ίδιο λόγο αναίρεσης, και η οποία πρέπει να είναι προφανής, υπάρχει όταν το Δικαστήριο από εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενο του κάτι το διαφορετικό από το πραγματικό (Ολ.ΑΠ 1/1999). Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το Δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη αποδεικτικού γεγονότος (Α.Π 442/1993). Από δε το συνδυασμό της πιο πάνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι δεν περιλαμβάνει ο λόγος αυτός αναίρεσης και την περίπτωση, κατά την οποία, από την αποδεικτική αξιολόγηση του περιεχομένου του εγγράφου κατέληξε το δικαστήριο με την συνεκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί δεν είναι εφικτή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του εγγράφου, παρά μόνο με την εκτίμηση και των άλλων αποδεικτικών μέσων σε που συνεκτιμήθηκαν με αυτό, η οποία δεν υπόκειται σε έλεγχο του Αρείου Πάγου, και ο αναιρετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 413/1993). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, για να καταλήξει στην κρίση για την υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά του αναιρεσείοντος που είχε σχέση με την επιμόλυνση του ασθενούς συγγενούς των αναιρεσίβλητων με το μικρόβιο του σταφυλόκοκκου κατά τη διάρκεια της καρδιοχειρουργικής επέμβασης, στηρίχθηκε σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στις ένορκες καταθέσεις των εκατέρωθεν εξετασθέντων μαρτύρων, και σε όλα τα έγγραφα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι με τις έγγραφες προτάσεις τους, μεταξύ των οποίων και η μονογραφία του Αλκιβιάδη Βατόπουλου “περί επιδημιολογίας και πρόληψης των λοιμώξεων του χειρουργικού τραύματος”.
Προβάλλει δε ειδικά ως προς το πιο πάνω αποδεικτικό μέσο ο αναιρεσείων ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του αποδεικτικού αυτού μέσου (βιβλίου), με το να δεχθεί ως αιτία της επιμόλυνσης μόνο εξωγενείς παράγοντες. Υπ` αυτά, όμως, τα δεδομένα και καθ` όσον αφορά το πιο πάνω φερόμενο ως παραμορφωθέν έγγραφο, ούτε ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, ούτε και προκύπτει από το σύνολο αυτών που ιστορεί στην αίτησή του ή και κυρίως από αυτήν την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο παραπάνω έγγραφο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμά της, ύστερα από τη συνεκτίμηση και όλων των άλλων στοιχείων, ότι αιτία της επιμόλυνσης του ασθενούς συγγενούς των αναιρεσίβλητων από το μικρόβιο του σταφυλόκοκκου ήταν η ανεπαρκής απολύμανση τόσο του αναιρεσείοντος χειρουργού ιατρού όσο και των εργαλείων και οργάνων και του χειρουργείου. Επομένως, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 20 του Κ.Πολ.Δ. πέμπτος, κατά το δεύτερος μέρος του, λόγος αναίρεσης, είναι από την αιτία αυτή προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά τα λοιπά δε, ο ίδιος πιο πάνω λόγος αναίρεσης από τον αριθμ. 20 του άρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί όπως από το περιεχόμενό του προκύπτει, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι αιτία της επιμόλυνσης ήταν όχι εξωγενείς αλλά ενδογενείς παράγοντες, που είχαν σχέση με τον οργανισμό του ασθενούς, πλήττοντας πλέον την αντίθεση ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, που ανάγεται σε πράγματα, και σαν τέτοια, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρ. 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
VII. Ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 10 του Κ, Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο την κρίση του σχημάτισε από τα μνημονευόμενα σ`αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (Α.Π.772/2006, Α.Π. 575/1978). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, αφού έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα της υπόθεσης (καταθέσεις εξετασθέντων μαρτύρων και με επίκληση προσκομισθέντα έγγραφα) σχημάτισε τηνκρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, με το οποίο, μεταξύ άλλων, δέχθηκε την υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος στην επιμόλυνση του ασθενούς συγγενούς των αναιρεσίβλητων εναγόντων και στο ότι επέτρεψε την έξοδό του από το νοσοκομείο, πριν διερευνηθεί η αιτία της αύξησης των λευκών αιμοσφαιρίων του, γεγονότα που οδήγησαν στη συνέχεια στην επιβάρυνση της κατάστασης της υγείας του και τέλος στο θάνατό του. Επομένως, το Εφετείο δεν δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη και οι εκ του άρθρου 559 αρ. 10 του Κ.Πολ.Δ. αντίθετοι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αναίρεσης, κατά το άλλο μέρος τους είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Β). Επί του πρώτου λόγου της από 18.4.2006 αίτησης αναίρεσης του “…” και κατά τα δύο μέρη του (αριθ. πιν. 40).
VII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 486, 922, 926, 927 Α.Κ. συνάγεται ότι ο προστήσας άλλον σε κάποια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο προστηθείς στην υπηρεσία προξένησε παράνομα σε τρίτο, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με αυτόν, καταβάλλοντας δε την αποζημίωση στον παθόντα έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του υπαιτίου προστηθέντος. Η αγωγή εξ αναγωγής του προστήσαντος κατά του προστηθέντος μπορεί να ασκηθεί με αυτοτελή ή παρεμπίπτουσα αγωγή όταν ασκείται στο πλαίσιο της δίκης επί της κύριας αγωγής του ζημιωθέντος κατά του προστήσαντος μαζί με προσεπίκληση κατά τις διατάξεις των άρθ. 88, 89 του Κ.Πολ.Δ. και τις κατά το άρθρο 89 εδ. β` του Κ.Πολ.Δ. έννομες συνέπειες για την περίπτωση ήττας του προσεπικαλούντος εναγομένου, για το ορισμένο δε αυτής απαιτείται να αναφέρεται η συνδέουσα αυτούς σχέση, το πταίσμα και ο βαθμός πταίσματος του προστηθέντος. Από τις ίδιες διατάξεις των άρθρων 88 και 89 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται να προσεπικληθεί ο υπαίτιος προστηθείς από τον προστηθέντα εάν έχουν εναχθεί αρχικά και οι δύο ως απλοί ομόδικοι (άρθρ. 74 του Κ.Πολ.Δ.) από τον κυρίως ενάγοντα ζημιωθέντα, εφόσον ο προστηθείς, ως ήδη διάδικος, δεν έχει την ιδιότητα του τρίτου κατά την έννοια του άρθ. 80 του Κ.Πολ.Δ.
Στην αντίθετη περίπτωση, η προσεπίκληση είναι απαράδεκτη, χωρίς να θίγεται η ενωθείσα με την προσεπίκληση παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης του προστήσαντος κατά του συνεναγομένου του στην κύρια αγωγή προστηθέντος, η οποία ασκείται για την περίπτωση ήττας του εναγομένου προστήσαντος (άρθ. 69 περ. α` του Κ.Πολ.Δ.), και εφ` όσον το δικόγραφό της είναι ορισμένο κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 118 και 216 του Κ.Πολ.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση από την κατ` άρθ. 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση του από 14.5.2002 δικογράφου “ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή” της αναιρεσείουσας κατά του πέμπτου αναιρεσίβλητου στο οποίο έχει συρραφεί με ενσωμάτωση και αντίγραφο της από 7.5.2001 κύριας αγωγής κατά της αναιρεσείουσας, η τελευταία ιστορούσε τα ακόλουθα: “Επειδή την αγωγή θα αποκρούσω, επειδή είναι απαράδεκτη νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη και αόριστη και αναπόδεικτη, θα αρνηθώ δε όλους τους ισχυρισμούς του αντιδίκου μου που περιέχονται εις αυτήν “…… ” Επειδή πλέον δικονομικός εγγυητής κατά την έννοια του άρθρου 88 του Κ.Πολ.Δ. είναι και ο ιατρός Ψ6, ο οποίος σύμφωνα για τα αναγραφόμενα στην αγωγή συνδέεται μαζί μου με σχέση προστήσεως. Κατά συνέπεια έχω δικαίωμα να τον προσεπικαλέσω να παρέμβει αναγκαστικά στην παρούσα δίκη και να σωρεύσω και αντίστοιχο αίτημα αποζημίωσης, δηλαδή να υποχρεωθεί να μου καταβάλει σε ολόκληρο με τις ως άνω ασφαλιστικές εταιρείες μέχρι του ποσού της ευθύνης τους, ατομικά για το επί πλέον, κάθε ποσό που καταδικάστηκε με δικαστική απόφαση να καταβάλλουν στους ενάγοντες σε περίπτωση ήττας μου”. Επομένως, η προσεπίκληση του αναιρεσίβλητου Ψ6, ήδη συνεναγομένου της προσεπικαλούσας και διαδίκου στη δίκη επί της από 7.5.2001 κύριας αγωγής είναι δικονομικά απαράδεκτη, αφού ο προσεπικαλούμενος δεν είχε την ιδιότητα του τρίτου. Το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον πέμπτο λόγο της έφεσης του αναιρεσείουσας κατά της ομοίως κρινάσης πρωτόδικης απόφασης, όχι παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο και ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω όμως η παρεμπίπτουσα αγωγή της αναιρεσείουσας με την ενσωμάτωση σ`αυτήν του κειμένου της κύριας αγωγής, όπου ιστορείται και η υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος της αναιρεσείουσας αναιρεσίβλητου συνεναγομένου είναι ορισμένη κατά την έννοια των άρθρων 118 και 216 του Κ.Πολ.Δ., αφού με την ενσωμάτωση στο ερευνώμενο δικόγραφο και την καθολική παραπομπή και αναφορά σε αυτό των στοιχείων της κύριας αγωγής, ιστορούνται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το πταίσμα του παρεμπιπτόντως εναγομένου αναιρεσίβλητου και σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς τους, δικαιολογούν και την ευδοκίμηση της παρεμπίπτουσας αγωγής της αναιρεσείουσας. Το Εφετείο επομένως, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον πέμπτο λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας κατά το δεύτερο μέρος του, που αφορούσε την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και της παρεμπίπτουσας αγωγής της αναιρεσείουσας κατά παράβαση των δικονομικών δικαίου διατάξεων των άρθρων 118 και 216 του Κ.Πολ.Δ. κήρυξε απαράδεκτο – ακυρότητα και πρέπει κατά το αντίστοιχο μέρος της να αναιρεθεί κατά το βάσιμο πρώτο λόγο κατά το δεύτερο μέρος του του αναιρετηρίου από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ.
Γ). Επί του δεύτερου λόγου της από 18.4.2006 αίτησης αναίρεσης του “……… ………” και του μοναδικού λόγου της από 25.4.2006 αίτησης αναίρεσης των Χ1, κ.λ.π. (αριθ. πιν. 48).
- Το Δικαστήριο της ουσίας, στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας που έχει από το άρθρο 932 ΑΚ, μπορεί να καθορίσει το ύψος της ανάλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης του δικαιούχου, με βάση τους οικείους προσδιοριστικούς παράγοντες, όπως είναι το πταίσμα του υπόχρεου, το συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, η κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση των μερών. Ο προσδιορισμός από το Δικαστήριο της ουσίας του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ούτε στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος για την καθιερούμενη “αναλογικότητα” διότι αναφέρεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης (Ολ. ΑΠ 13/2002) στο πλαίσιο των αναιρετικών λόγων του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι οι ενάγοντες και αναιρεσείοντες – αναιρεσίβλητοι στους εδώ ερευνώμενους ταυτόσημους λόγους αναίρεσης με την ιδιότητα της συζύγου η πρώτη, των γνήσιων τέκνων η δεύτερη και ο τρίτος και της μητέρας η τέταρτη υπέστησαν ψυχική οδύνη από τον θάνατο του Α. Ενόψει δε και των λοιπών αναφερόμενων στην απόφαση παραγόντων, όπως εκτίθενται σε προηγούμενη παράγραφο της παρούσας, έκρινε ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν ανερχόταν στο ποσό των 90.000 ευρώ για την πρώτη και των 60.000 ευρώ για καθένα των λοιπών. Οι αναιρεσείοντες – ενάγοντες με το μοναδικό λόγο της από 25.4.2006 αίτησης αναίρεσης και η αναιρεσείουσα – εναγομένη με την επωνυμία “…………………….” με το δεύτερο λόγο της από 18.4.2006 αίτησης αναίρεσης, επικαλούμενοι τις αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. προβάλλουν ότι το Εφετείο με το να επιδικάσει τα πιο πάνω ποσά, τα οποία κατά τους αναιρεσείοντες – ενάγοντες υπολείπονται και κατά την αναιρεσείουσα – εναγομένη πλεονάζουν του αποκαταστατικού χαρακτήρα της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, αντί του ποσού των 175.082,17 ευρώ κατά τους αναιρεσείοντες ενάγοντες, και των ποσών των 44.000 ευρώ για την πρώτη και των 30.000 ευρώ για καθένα των λοιπών εναγόντων κατά την αναιρεσείουσα εναγομένη, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1β` παρ. 2, 9 παρ. 2 και 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. καθώς και την αρχή της αναλογικότητας όπως καθιερώνεται στη διάταξη του άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Έτσι όμως, υπό την επίκληση της παραβίασης των άνω ουσιαστικών διατάξεων, προσβάλλεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, σχετικά με τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης και συνεπώς ο λόγος αυτός κατά το αντίστοιχο μέρος του είναι προεχόντως απαράδεκτος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει: α) την από 19-4-2006 αίτηση αναίρεσης και το από 27-9-2006 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναίρεσης (αριθ. πιν. 26), β) την από 18-4-2006 αίτηση αναιρέσεως (αριθ. πιν. 40), και γ) την από 25-4-2006 αίτηση αναιρέσεως (αριθ. πιν. 48).
Απορρίπτει την από 19-4-2006 αίτηση αναίρεσης και το από 27-9-2006 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναίρεσης του Ψ6 για αναίρεση της υπ` αριθ. 847/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα της αμέσως πιο πάνω αναίρεσης στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει ενιαία για τους τέσσερις πρώτους που παρέστησαν σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ, και για την έκτη και εβδόμη των αναιρεσιβλήτων σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ για κάθε μία.
Απορρίπτει την από 18-4-2006 αίτηση αναίρεσης της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “……………”, κατά το μέρος της που στρέφεται κατά των τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων και κατά της ίδιας πιο πάνω υπ` αριθ. 847/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα της αμέσως πιο πάνω αναίρεσης στη δικαστική δαπάνη των τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει ενιαία σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Δέχεται κατά ένα μέρος την ίδια πιο πάνω από 18-4-2006 αίτηση αναίρεσης κατά το μέρος της που αφορά τον πέμπτο αναιρεσίβλητο Ψ6.
Αναιρεί κατά ένα μέρος την ίδια πιο πάνω με αριθμό 847/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ειδικά δε κατά το μέρος της που απέρριψε το λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “…..” που αφορούσε την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της παρεμπίπτουσας αγωγής της κατά του πέμπτου των αναιρεσιβλήτων Ψ6.
Καταδικάζει τον πέμπτο αναιρεσίβλητο της ίδιας πιο πάνω αίτησης αναίρεσης Ψ6 στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “…………….”, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Απορρίπτει την από 25-4-2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κ.λ.π. για αναίρεση της υπ` αριθ. 847/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες της αμέσως πιο πάνω αίτησης αναίρεσης στη χωριστή δικαστική δαπάνη και των δύο αναιρεσιβλήτων, που ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ για καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Δεκεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ