1970/2008 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 538557)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Ποινική ευθύνη κατηγορούμενου ιατρού. Πρόκληση μόλυνσης κατά την επέμβαση που επέφερε το θάνατο καρδιοπαθούς ασθενούς, οφειλόμενη στην αμέλεια και του κατηγορουμένου, ο οποίος, όφειλε και μπορούσε να επιβλέψει και να ελέγξει, λόγω των εξειδικευμένων ικανοτήτων και γνώσεών του, αν λήφθηκαν κατά το χειρουργείο τα κατάλληλα αντισηπτικά μέτρα. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη. (Απορρίπτει την αίτηση περί αναιρέσεως της 9877/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.)
Αριθμός 1970/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που παρέστη με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ιωάννη Αντωνάκο και Πλάτωνα Νιάδη, για αναίρεση της 9877/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Πεσματζόγλου.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 31 Δεκεμβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 514/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης μετά των προσθέτων λόγων αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 § 1 ΠΚ “όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ “από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται:
α)να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ` αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β)να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ)να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε.
Ειδικώς, προς θεμελίωση ποινικής ευθύνης ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά την άσκηση του ιατρικού του επαγγέλματος απαιτείται η ανθρωποκτονία να οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και η ενέργειά του να μην είναι σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ` Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε` Κ.Ποιν.Δ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 9877/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος ανθρωποκτονίας από αμέλεια (μη συνειδητή) και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δύο ετών, μετατραπείσα σε χρηματική. Κατά το αιτιολογικό της εν λόγω αποφάσεως και κατά τις κρίσιμες παραδοχές της, δέχθηκε το Εφετείο, ανέλεγκτα αναιρετικώς ότι από τα μνημονευόμενα, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:
“Ο Α έπασχε από στεφανιαία νόσο και γενικευμένη αρτηριοπάθεια, συνεπεία των οποίων είχε συνταξιοδοτηθεί λόγω αναπηρίας από το ΤΕΒΕ, δυνάμει της 4151/1998 αποφάσεως του εν λόγω ταμείου.
Την 12-7-2000 υποβλήθηκε σε στεφανιογραφικό έλεγχο, από τον οποίο προέκυψε ότι έπασχε από “νόσο στελέχους και τριών (3) αγγείων”. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, ο Α επισκέφθηκε τον καρδιολόγο του Β, ο οποίος του συνέστησε τον ιατρό Χ, καρδιοχειρουργό. Μετά από συνεννόηση εισήχθη την 19-
7-2000 στο Απολλώνιο Θεραπευτήριο προκειμένου να υποβληθεί σε εγχείρηση τριπλού by pass από την καρδιοχειρουργική ομάδα στην οποία ήταν επικεφαλής ο ίδιος και οι Γ και Δ. Έκτοτε, ο κατηγορούμενος και η ομάδα του ανέλαβαν ως θεράποντες ιατροί του την παρακολούθηση……….. πορείας του και την παροχή σε αυτόν εξειδικευμένης ιατρικής φροντίδας, μέχρι την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του. Μετά την διενέργεια των απαιτούμενων ιατρικών εξετάσεων, ο ασθενής την 20-7-2000 χειρουργήθηκε από τον πιο πάνω γιατρό και την ομάδα του, με τον τρόπο και την μέθοδο που περιγράφεται στο από …. πρακτικό εγχειρήσεως. Αμέσως μετά την επέμβαση ο ασθενής παρέμεινε στη μονάδα εντατικής θεραπείας μέχρι την 25.7.2000, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 48 ωρών, που είναι η συνήθης παραμονή. ……..Επ` ακροατηρίω ισχυρίστηκε (εννοείται ο κατηγορούμενος) ότι ο ασθενής εμφάνισε αρρυθμίες και κολπική μαρμαρυγή που συνεχίστηκε και όταν μετέβη σε θάλαμο νοσηλείας. Παράλληλα και ενώ είχε διακοπεί η αντιβίωση που λάμβανε εντός της εντατικής μονάδας, εμφάνισε την 28 και 29-7-2000, τρία κύματα πυρετού, μέχρι 38,5 (βλ. σχετικά σχεδιαγράμματα νοσηλείας). Λόγω της καρδιοχειρουργικής μεθόδου δι` εξωσωματικής λειτουργίας της καρδιάς που εφαρμόστηκε στην περίπτωση του, εχορηγείτο στο ασθενή συνεχώς, μεταξύ άλλων φαρμάκων και κορτιζόνη (Medrol των 16 mg), ενώ την 25-7-2000 του είχε χορηγηθεί εφάπαξ φιαλίδιο Solumedrol των 1000 mg.
Επίσης λάμβανε καθημερινά Mesulid, voltaren, salospir, τα οποία, σύμφωνα με τις οδηγίες που περιέχονται στις συσκευασίες τους, έχουν και αντιπυρετική δράση…. Την 26-7-2000, δηλαδή μόλις μία ημέρα από την έξοδό του από την εντατική, ο ασθενής υποβλήθηκε σε αιματολογικές εξετάσεις και βρέθηκε αύξηση λευκών αιμοσφαιρίων σε περιεκτικότητα 21.400 με ανώτατο φυσιολογικό τις 11.000. Κατά την παραμονή του στο θάλαμο νοσηλείας, ο ασθενής αισθανόταν δυσφορία, είχε αρρυθμίες και γενικά η κατάστασή του, όπως κατέθεσαν όλοι οι μάρτυρες συγγενείς του, δεν ήταν καλή. Παρά τα προβλήματα που εμφάνιζε, ο ίδιος ο κατηγορούμενος τον επισκέφθηκε για να παρακολουθήσει την πορεία της υγείας του μόνο το Σαββατοκύριακο. Αντίθετα καθημερινά τον επισκεπτόταν ο συνεργάτης του εξετασθείς μάρτυς Δ. Ο ασθενής εξήλθε την 29-7-2000 από την κλινική, χωρίς να υποβληθεί σε καμιά άλλη εξέταση, παρά τα προβλήματα που είχε εμφανίσει. (αρρυθμίες, πυρετός, αυξημένα λευκά). Πριν από την έξοδό του, τον επισκέφθηκε επίσης ο ιατρός Δ και του έδωσε τις σχετικές οδηγίες, μεταξύ των οποίων και αν εμφανίσει πυρετό ή κάποια ερυθρότητα στο τραύμα του να επικοινωνήσει αμέσως με την κλινική και τον ιατρό του Χ. Μάλιστα του χορήγησε και τις σχετικές έγγραφες οδηγίες, που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο και αναγνώσθηκαν. Στις 30-7-2000 ο ασθενής που ήταν κλινήρης στη οικία του παρουσίασε πυρετό και η σύζυγος του ενημέρωσε τον κατηγορούμενο, αφού τον βρήκε με δυσκολία. Αυτός παρά τις οδηγίες που είχε δώσει, της συνέστησε ν` απευθυνθεί όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε η μάρτυς “σε κάποιον γιατρό της γειτονιάς”.
Η μάρτυς επέλεξε τον καρδιολόγο που τον παρακολουθούσε πριν από την επέμβαση, τον Β. Αυτός ζήτησε τον φάκελο και τις εξετάσεις που είχαν γίνει κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο Απολλώνιο, αλλά αυτές δεν τις είχαν παραδώσει στον ασθενή κατά την έξοδό του. Έτσι, ο καρδιολόγος αυτός, όπως ο ίδιος καταθέτει, δεν είχε εργαστηριακές εξετάσεις για να ερευνήσει την κατάσταση του ασθενούς και αρκέσθηκε στην κλινική εξέταση. Εν όψει δε του Σαββατοκύριακου δεν μπορούσε ο ασθενής να επαναλάβει τις εξετάσεις αυτές σε ιδιωτικά μικροβιολογικά εργαστήρια. Την 2.8.2000 ο ίδιος γιατρός που τον επισκέφθηκε διαπίστωσε ότι ο πυρετός του αυξήθηκε στους 38 βαθμούς, ενώ την επομένη συνεχιζόταν αμείωτος, ενώ πλέον εμφανίστηκε και οίδημα με ερυθρότητα και πόνος στην απλή πίεση στο άνω άκρο του στέρνου. Την 4-8-2000 η σύζυγος του ασθενούς, …………… μετά από μεγάλη προσπάθεια και πιέσεις, κατόρθωσε να πείσει τον κατηγορούμενο να δεχθεί να εξετάσει το σύζυγό της, στα εξωτερικά ιατρεία της κλινικής. Εκεί και ενώ περίμενε στον προθάλαμο, διαπιστώθηκε εκροή μεγάλης ποσότητας υγρού από κάποιο σημείο του στέρνου και ο κατηγορούμενος προέβη σε καθαρισμό αυτού, ενώ έστειλε δείγμα του υγρού για καλλιέργεια μικροβίων και αντιβιόγραμμα. Ήδη όμως πρέπει να αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα της κατάστασης, διότι η …… σύζυγος του ασθενούς τον άκουσε να αναφέρει στους συνεργάτες του ότι ο ασθενής είναι “τοξικός”, ………. Παρά ταύτα ο κατηγορούμενος δεν έκανε εισαγωγή στον ασθενή στην κλινική, ώστε να τον παρακολουθεί και να προλάβει κάθε ενδεχόμενο, αλλά τον έστειλε στο σπίτι του. Του συνέστησε δε να μεταβεί στο Νοσοκομείο Σωτηρία για να μην πληρώσει πολλά χρήματα στην ιδιωτική κλινική. Οι συγγενείς του αρνήθηκαν κατηγορηματικά και του είπαν ότι πρέπει να παραμείνει στην κλινική που χειρουργήθηκε και να τον παρακολουθεί ο ίδιος που έκανε την εγχείρηση, όπως είχε υποχρέωση. Στις 5-8-2000 εισήχθη και πάλι στο Απολλώνιο Θεραπευτήριο, όπου διαπιστώθηκε πλέον και εργαστηριακά ότι το στέρνο είχε επιμολυνθεί από τον παθογόνο σταφυλόκοκκο AUREUS. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος εισήχθη στο χειρουργείο και υποβλήθηκε από τον ίδιο ιατρό σε άνοιγμα του στέρνου, καθαρισμό και επανασύγκλιση. Στις 7-8-2000 και ενώ η κατάσταση της υγείας του δεν βελτιωνόταν, μεταφέρθηκε σε κρίσιμη κατάσταση και μετά από πιέσεις του κατηγορουμένου στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών “Η ΣΩΤΗΡΙΑ”.
Τις συνεννοήσεις για την μεταφορά του, καθώς και την άδεια να γίνει εκεί δεκτός ο ασθενής, παρότι το νοσοκομείο αυτό δεν εφημέρευε, έκανε ο ίδιος ο κατηγορούμενος με τον διευθυντή της κλινικής του Σωτηρία, όπου έστελνε και άλλα παρόμοια περιστατικά. Εκεί, σύμφωνα με το από ….. φύλλο ιστορικού και το σχετικό πιστοποιητικό του Σωτηρία, διαπιστώθηκε ότι παρουσίαζε “διαπύηση στέρνου μετά από επέμβαση στεφανιαίας παράκαμψης από STAPHYLOCOCCUS AYREUS” και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, διάνοιξη εκ νέου ……. του στέρνου και παροχέτευση πύου με καθημερινές αλλαγές. Στις 11-8-2000 παρουσίασε ρήξη μυοκαρδίου δεξιάς κοιλίας, ως συνέπεια της λοίμωξης ………………. και εισήχθη εκτάκτως στο χειρουργείο σε ύπτια θέση και υπό γενική αναισθησία έγινε κένωση πυκνής ποσότητας αίματος και αιμοπηγμάτων από το στέρνο που είχε προσφάτως διανοιγεί. Η προσπάθεια σύγκλισης με ραφή με patch από Teflon δεν κατέστη δυνατή λόγω του οφειλόμενου στη φλεγμονή σαθρού τοιχώματος. Έγινε αφαίρεση τεμαχίων από το θωρακικό χώρο, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως ενισχυτικά μαζί με ραφή PROLENE και έτσι επιτεύχθηκε η σύγκλιση της ρήξης και η επίσχεση της αιμορραγίας. Ακολούθως, μεταφέρθηκε με εξοπλισμένο ασθενοφόρο στη μονάδα εντατικής θεραπείας του ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟΥ Νοσοκομείου με ανοικτό στέρνο, εμφανίζοντας αιμοδυναμική αστάθεια, αναπνευστική ανεπάρκεια και μεταβολική ολένωση. Τέθηκε σε μηχανική αναπνοή υπό καταστολή. Αμέσως παρουσίασε αιφνίδια πτώση της αρτηριακής πίεσης και κοιλιακή μαρμαρυγή. Παρά τις συνεχείς απινιδώσεις δεν κατέστη δυνατή η ανάνηψή του, με αποτέλεσμα να αποβιώσει στις 13-8-2000….
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι η επιδείνωση της υγείας του Α και ακολούθως ο θάνατός του, οφείλεται αποκλειστικά στη μόλυνση της χειρουργικής τομής στο στέρνο αρχικά και στη συνέχεια ολόκληρου του οργανισμού, από τον παθογόνο σταφυλόκοκκο AUREUS, επιπλοκή αρκετά συνήθης σε καρδιοχειρουργική επέμβαση, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων ιατρών αλλά και από τα συγγράμματα που προσκόμισαν και αναγνώσθηκαν. Το ποσοστό μόλυνσης από το μικρόβιο αυτό, ανέρχεται σε 3-4%, κατ` άλλους σε 8%, όλοι όμως συμφωνούν ότι είναι μία συνήθης επιπλοκή. Η μόλυνση έλαβε χώρα κατά το χρόνο της διενέργειας της καρδιοχειρουργικής επέμβασης στο Απολλώνιο Θεραπευτήριο (βλ. και έγγραφο του ΣΩΤΗΡΙΑ που διαπίστωσε την γενικευμένη μόλυνση όταν τον παρέλαβε).
Ως προς τον χρόνο και τον τόπο της μόλυνσης, δεν γεννάται καμία αμφισβήτηση, αφού τα συμπτώματα είχαν εμφανιστεί κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ατύπως και ως απλές ενδείξεις, πριν από την έξοδό του από το θεραπευτήριο, ακολούθως δε κατά την παραμονή του στην οικία του. Πηγή του άνω μικροβίου είναι τα χέρια και η μύτη του ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού, τα διάφορα εργαλεία του χειρουργείου, σπανιότερα το άψυχο περιβάλλον του χειρουργείου, καθώς και το δέρμα του ανθρώπου-ασθενούς. Το μικρόβιο αυτό προσβάλλει συνήθως τη χειρουργική τομή. Ειδικότερα, όπως ο μάρτυς, ειδικός λοιμοξιωλόγος Ε, όσον αφορά τον παθόντα κατέθεσε, η επώαση αρχίζει από 3 έως 300 μέρες, συνήθως όμως εμφανίζεται μέχρι την 30 μέρα από την εγχείρηση. Ο χρόνος εισόδου στον οργανισμό, όπως αυτός ρητά καταθέτει είναι “κυρίως η λύση του δέρματος, δηλαδή από την ώρα που θα ανοίξουν τον ασθενή, μέχρι την μεταφορά του στη μονάδα (εννοεί εντατικής θεραπείας)”. (βλ. και προσκομιζόμενη μονογραφία Ζ). Η πρόκληση της μόλυνσης οφείλεται στην αμέλεια, εκτός του νοσηλευτικού προσωπικού του θεραπευτηρίου, η οποία δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω και σ` αυτήν του κατηγορουμένου, ο οποίος, ως επικεφαλής της ειδικής καρδιοχειρουργικής μονάδας, που πραγματοποιεί λεπτές και άκρως επικίνδυνες επεμβάσεις (με μεγάλη γενικά επιτυχία, αλλά και υπολογίσιμο αν και μικρό ποσοστό θνησιμότητας [5%]), όφειλε και μπορούσε να επιβλέψει και να ελέγξει, λόγω των εξειδικευμένων ικανοτήτων και γνώσεών του, αφενός αν λήφθηκαν, από την υπεύθυνη του χειρουργείου, τα απαιτούμενα μέτρα απολύμανσης των μελών του σώματος του προσωπικού, αλλά και των χρησιμοποιουμένων κατά την εγχείρηση εργαλείων και αφετέρου αν τηρούνται τα απαραίτητα μέτρα απολύμανσης κατά την προετοιμασία των ασθενών για την επέμβαση, ήτοι η σωστή μέθοδος αποτρίχωσης και όχι ξύρισμα με ξυράφι, όπως έγινε στην περίπτωση του-ασθενούς τούτου, ώστε να μην επέρχεται λύσις του δέρματος ή αμυχές, από όπου μπορούν με αυτομόλυνση να εισέρχονται μικρόβια καθώς και μπάνιο καθαριότητας πριν την επέμβαση (που κατά τους δύο πρώτους μάρτυρες συγγενείς του αποβιώσαντος δεν έγινε). Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι για τα μέτρα απολύμανσης δεν ήταν ο ίδιος υπεύθυνος και ότι λήφθηκαν όλα τα απαραίτητα μέτρα αντισηψίας, αντικρούεται ευθέως και κατηγορηματικά, α) από τον μάρτυρα υπεράσπισης ομ. Καθηγητή Η, ο οποίος καταθέτει ότι ο χειρουργός πρέπει να επιστατεί τα πάντα στο χειρουργείο, να έχει τη γενική εποπτεία, “μέσα στο χειρουργείο ο χειρουργός είναι κέρβερος”, και να επιβλέπει τον κύκλο της αντισηψίας β) από τους μάρτυρες Α1, Α2 και Α3, που ήταν παρόντες κατά την προετοιμασία του ασθενούς και γνωρίζουν ότι δεν λήφθηκαν τα κατάλληλα μέτρα και γ) από τα ίδια τα γεγονότα, διότι, όπως αποδείχθηκε, η μόλυνση επήλθε κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, λόγω πλημμελούς απολύμανσης του χειρουργείου και του προσωπικού αυτού (βλ. κατάθεση μάρτυρος Ε). Όσον αφορά την ευθύνη του κατηγορουμένου γι` αυτά, είναι αυξημένη διότι ως επικεφαλής ειδικής ομάδας είναι υπεύθυνος για την επίβλεψή τους και την ακριβή τήρησή τους ………. Στη συνέχεια και ενώ ο παθών είχε, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, μολυνθεί από τον σταφυλόκοκκο AUREUS, κατά τη διάρκεια της διενέργειας της καρδιοχειρουργικής επεμβάσεως, ο κατηγορούμενος, κατά παράβαση του αντικειμενικώς επιβαλλομένου καθήκοντος επιμελείας και των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, καίτοι διαπίστωσε, όταν ακόμη ο παθών νοσηλευόταν στην κλινική “Απολλώνιο” ότι αυτός, έκανε πυρετούς κατά κύματα (βλ. φύλλο νοσηλείας), είχε δυσφορία και καρδιακές αρρυθμίες και εμφάνιζε, την 26-7-2000, αυξημένα λευκά αιμοσφαίρια σε περιεκτικότητα 21.400 με ανώτατο φυσιολογικό τις 11.000, δεν εκτίμησε ορθά ότι η άνοδος αυτή οφείλεται σε εν εξελίξει μόλυνση και ούτε επανέλαβε, από αμέλεια του, την εξέταση αυτή, πριν από την έξοδο του παθόντος από την κλινική, ώστε να διαπιστωθεί αν αυτά (λευκά) υποχωρούν ή αυξάνονται, ούτε διέταξε την διενέργεια περαιτέρω εξετάσεων (αιματολογικών ή μικροβιολογικών) ώστε να διερευνήσει την αιτία των ως άνω συμπτωμάτων και στη συνέχεια να γίνει η κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης αντιμετώπισή της.
Ειδικότερα όφειλε, μετά τα πρώτα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων, να διερευνήσει περαιτέρω τη αιτία της αύξησης των λευκών, την ύπαρξη πυρετού κατά κύματα, την αύξηση του ζαχάρου του αίματος (βλ. σχετική εξέταση) και να μην επιτρέψει την έξοδό του από το νοσοκομείο πριν την πλήρη έρευνα της υγείας του. (βλ. κατάθεση των μαρτύρων ιατρών Α, Β και Θ). Δηλαδή όφειλε να του επιβάλει την εξακολούθηση της νοσηλείας του στην οργανωμένη μονάδα και να προβεί στη στενή ιατρική του παρακολούθηση και όχι να του υποδείξει ότι δεν χρήζει περαιτέρω νοσηλείας και εποπτείας και να του χορηγήσει την 29.7.2000 εξιτήριο.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε και οι μάρτυρες υπεράσπισης επιβεβαίωσαν ότι, στην περίπτωση της προκειμένης επεμβάσεως με την μέθοδο της εξωσωματικής λειτουργίας της καρδιάς, ακριβώς λόγω της τελευταίας, τα λευκά των ασθενών, κατά τις πρώτες μέρες μετά την επέμβαση εμφανίζονται πολύ αυξημένα και έτσι αυτός δικαιολογημένα δεν ανησύχησε και του επέτρεψε ν` αποχωρήσει από την κλινική, διότι έχει επιτρέψει την έξοδο και σε άλλους ασθενείς (βλ. σχετικές προσκομιζόμενες αιματολογικές εξετάσεις τούτων, με ποσοστό λευκών μεγαλύτερο από τον παθόντα. Ο ισχυρισμός του αυτός που είναι κρίσιμος και αληθής υποτιθέμενος δεν είναι αρκετός να άρει την αμέλειά του. Στην περίπτωση αυτή, αλλά και σε κάθε αντίστοιχη επέμβαση, αυτός έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, αφού όπως όλοι οι μάρτυρες υπερασπίσεως κατέθεσαν, η δημιουργία μεσοθωρακίτιδας (από μόλυνση και μάλιστα από οπουδήποτε και αν έχει προέλθει αυτή) μετά από την συγκεκριμένη επέμβαση είναι μία πιθανή, σε ποσοστό 5% και κατ` άλλους 8%, επιπλοκή.
Συνεπώς είναι μια επιπλοκή την οποία ο μέσος συνετός καρδιοχειρουργός πρέπει να λαμβάνει υπόψη του και να ερευνά όταν έχει ενδείξεις, όπως πυρετό, λευκά και δυσφορία του ασθενούς, σε συνδυασμό πάντοτε και με τα φάρμακα που χορηγούνται σε κάθε περίπτωση.
Εν προκειμένω, ενώ η λοίμωξη είχε ήδη επωασθεί (μίνιμουμ απαιτούμενο 3-4 ημέρες κατά τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης), όπως αποδείχθηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων, δεν είχε πλήρως εκδηλωθεί λόγω της χορηγήσεως της κορτιζόνης και των αντιπυρετικών φαρμάκων, (όπως αυτά ήδη αναφέρθηκαν πιο πάνω) αγωγή που ο ίδιος είχε χορηγήσει στον αποβιώσαντα και γνώριζε, ως ειδικός τις επιδράσεις τους και παρά ταύτα, από αμέλειά του, τα αγνόησε, παρότι είχε τις ενδείξεις που αναφέρθηκαν. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ο θάνατος του Α, όπως προκύπτει από το πιστοποιητικό του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου, οφείλεται σε τρώση της δεξιάς κοιλίας της καρδιάς, δηλαδή από μηχανικό τρόπο, διότι τρώθηκε από κάποιο από τα οστά του στέρνου και όχι σαν συνέπεια της μόλυνσης από το πιο πάνω μικρόβιο. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν ασκεί έννομη επιρροή διότι αναφέρεται στην τελική αφορμή του θανάτου του παθόντα, ενώ ήδη αυτός είχε μολυνθεί, είχε διανοιγεί από τον κατηγορούμενο, είχε υποστεί άπειρες διανοίξεις, επανασυγκλίσεις και καθαρισμούς του τραύματός του στο νοσοκομείο Σωτηρία και είχε αφεθεί ανοικτό το στέρνο του, ιατρικές ενέργειες που κρίθηκαν αναγκαίες προκειμένου να σωθεί η ζωή του και οι οποίες δεν θα είχαν γίνει αν δεν είχαν προηγηθεί τα περιστατικά της αμελείας του κατηγορουμένου, όπως αυτά ήδη εκτέθηκαν πιο πάνω, τα οποία και μόνο οδήγησαν στο θάνατό του. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302 παρ 1 ΠΚ που εφήρμοσε, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με αντιφατικές ή ελλιπείς ή ασαφείς παραδοχές. Ειδικότερα το Εφετείο εξέθεσε,με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, από τα οποία σαφώς συνάγεται, ότι από μη συνειδητή αμέλεια αυτού, δια θετικής ενέργειάς του και όχι δια παραλείψεως κατά την έννοια του άρθρου 15 Π.Κ., επέφερε το θάνατο του Α και παρέθεσε αναλυτικώς τα συνιστώντα την παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης περιστατικά, αφού η αμελής συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, κατά τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εστιάζεται ιδίως στο γεγονός ότι, ενώ ο παθών είχε μολυνθεί από τον παθογόνο σταφυλόκοκκο AUREUS κατά τη διάρκεια της διενεργηθείσης από τον ίδιο στις 20-7-2000, στο Απολλώνιο Θεραπευτήριο καρδιοχειρουργικής επεμβάσεως “τριπλό by pass” και είχε διαπιστώσει ο αναιρεσείων ότι ο παθών στις 28 και 29-7-2000 έκανε πυρετούς κατά κύματα μέχρι 38,5 βαθμούς και είχε δυσφορία και αρρυθμίες, είχε δε εμφανίσει στις 26-7-2000 και αυξημένα λευκά αιμοσφαίρια σε πυκνότητα 24.400 με ανώτατο φυσιολογικό όριο τα 11.000, εντούτοις, στις 29-7-2000, επέτρεψε την έξοδό του από το εν λόγω Θεραπευτήριο, χωρίς προηγουμένως, κατά παράβαση, ενόψει της ανωτέρω καταστάσεως της υγείας του και της προηγηθείσης καρδιοχειρουργικής επεμβάσεως που είχε υποστεί, των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, να του επιβάλει στις επιβαλλόμενες προς διάγνωση της αιτίας του πυρετού και της ανόδου των λευκών αιμοσφαιρίων, ενδεικτικών μολύνσεως, αιματολογικές και μικροβιολογικές εξετάσεις, από τις οποίες θα διαπιστώνετο εγκαίρως η επιμόλυνση του χειρουργικού τραύματος από τον ως άνω παθογόνο σταφυλόκοκκο και θα αντιμετωπίζετο αυτή επιτυχώς με τη χορήγηση των κατάλληλων αντιβιοτικών φαρμάκων.
Περαιτέρω, αιτιολογείται με πληρότητα η ύπαρξη αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και του επελθόντος θανάτου του Α, αφού, από τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συνάγεται ότι ο θάνατος αυτού επήλθε από ρήξη του μυοκαρδίου της δεξιάς κοιλίας της καρδιάς, η οποία ήταν απότοκος της λοιμώξεως και της μη έγκαιρης αντιμετωπίσεώς της με τη χορήγηση των κατάλληλων αντιβιοτικών, λοιμώξεως που αν είχε διαγνωσθεί και αντιμετωπισθεί εγκαίρως δεν θα επήρχετο το εγκληματικό αποτέλεσμα του θανάτου.
Εξάλλου, δεν υπάρχει αντίφαση, αντιθέτως προς τα υπό του αναιρεσείοντος υποστηριζόμενα, μεταξύ αφενός των παραδοχών του σκεπτικού ότι “ο παθών εμφάνισε την 28 και 29-7-2000 τρία κύματα πυρετού μέχρι 38,5 βαθμούς” και ότι “ο ασθενής εξήλθε την 29-7-2000 από την κλινική χωρίς να υποβληθεί σε καμιά άλλη εξέταση, παρά τα προβλήματα που είχε εμφανίσει (αρρυθμίες, πυρετός αυξημένα λευκά) και αφετέρου των παραδοχών αυτού α)ότι “πριν από την έξοδό του τον επισκέφθηκε ο ιατρός Δ και του έδωσε τις σχετικές οδηγίες, μεταξύ των οποίων και αν εμφανίσει πυρετό ή κάποια ερυθρότητα στο τραύμα του να επικοινωνήσει αμέσως με την κλινική και τον ιατρό του Χ και β)ότι “ενώ η λοίμωξη είχε επωασθεί (μίνιμουμ απαιτούμενο 3-4 ημέρες) δεν είχε πλήρως εκδηλωθεί, λόγω της χορηγήσεως της κορτιζόνης και των προαναφερθέντων αντιπυρετικών φαρμάκων”, αφού η κάθε μία από τις παραδοχές αυτές δεν αποκλείει τα δεκτά γενόμενα από τις άλλες πραγματικά περιστατικά. Τέλος, η απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο η ρήξη της δεξιάς κοιλίας της καρδιάς οφείλεται σε τρώση αυτής με μηχανικό τρόπο και όχι στη μόλυνση του ασθενούς από το ως άνω μικρόβιο, με την αιτιολογία ότι “αυτός δεν ασκεί έννομη επιρροή, διότι αναφέρεται στην τελική αφορμή του θανάτου του παθόντα, ενώ ήδη αυτός είχε μολυνθεί, είχε διανοιγεί από τον κατηγορούμενο, είχε υποστεί άπειρες διανοίξεις, επανασυγκλίσεις και καθαρισμούς του τραύματός του στο νοσοκομείο “Σωτηρία” και είχε αφεθεί ανοικτό στο στέρνο του, ιατρικές ενέργειες που κρίθηκαν αναγκαίες προκειμένου να σωθεί η ζωή του και οι οποίες δεν θα είχαν γίνει αν δεν είχαν προηγηθεί τα περιστατικά της αμέλειας του κατηγορουμένου, όπως αυτά εκτέθηκαν πιο πάνω, τα οποία και μόνον οδήγησαν στο θάνατό του”, δεν δημιουργεί ασάφεια ή αντίφαση σε σχέση με την αιτία που επέφερε το θάνατο του ασθενούς, αφού από την παράθεση των ανωτέρω περιστατικών προκύπτει ότι ο θάνατος τούτου οφείλεται τελικώς στην τρώση της δεξιάς κοιλίας της καρδιάς που έγινε μέσα στα πλαίσια των αναγκαίως, για τη σωτηρία του ασθενούς, επιχειρηθεισών ιατρικών ενεργειών, οι οποίες, όμως, δεν θα επιχειρούντο αν δεν είχε προηγηθεί η ανωτέρω αμελής συμπεριφορά του αναιρεσείοντος-
κατηγορουμένου, η οποία και μόνον οδήγησε στο θάνατο του ασθενούς.
Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ` και Ε` αντίθετοι προς τ` ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως και του δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων πρόσθετων λόγων είναι αβάσιμοι, ενώ οι ίδιοι εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ` Κ.Ποιν.Δ λόγοι, κατά το μέρος που με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου και επιχειρούν επανεκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 § 2, 358, 364 και 369 Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικό μέσο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, επάγεται αφενός απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 § 1 εδ. δ` Κ.Ποιν.Δ, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α` του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις για το αποδεικτικό αυτό μέσο και αφετέρου παραβίαση των περί προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και κατ` αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης αρχών, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας, εκ της οποίας δημιουργείται ο εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Γ` Κ.Ποιν.Δ λόγος αναιρέσεως. Οι ανωτέρω, όμως, απόλυτη ακυρότητα και παραβίαση της δημοσιότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο δεν επέρχονται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του μη αναγνωσθέντα δημοσίως έγγραφα, τα οποία προσκομίσθηκαν από τον κατηγορούμενο προς υποστήριξη υπερασπιστικού του ισχυρισμού, διότι στην περίπτωση αυτή δεν λαμβάνονται υπόψη για την ενοχή του κατηγορουμένου, ο οποίος, άλλωστε, γνωρίζει το περιεχόμενό τους, ως προσκομίζων αυτά, και μπορεί να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος προέβαλε προς υπεράσπισή του τον ισχυρισμό ότι στην περίπτωση της προκειμένης επεμβάσεως με τη μέθοδο της εξωσωματικής λειτουργίας της καρδιάς, ακριβώς λόγω της τελευταίας, τα λευκά αιμοσφαίρια των ασθενών, κατά τις πρώτες ημέρες μετά την επέμβαση, εμφανίζονται πολύ ηυξημένα και έτσι αυτός δικαιολογημένα δεν ανησύχησε και επέτρεψε στον παθόντα να αποχωρήσει από την κλινική, όπως έχει επιτρέψει αυτή την έξοδο και σε άλλους ασθενείς του με αριθμό λευκών μεγαλύτερο από του παθόντος. Στο αιτιολογικό της αποφάσεως, κατά την αξιολόγηση του ισχυρισμού αυτού, μνημονεύονται, ως σχετικές με αυτόν, αιματολογικές εξετάσεις των άλλων αυτών ασθενών του αναιρεσείοντος, προσκομισθείσες απ` τον τελευταίο προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού του, όπως το τελευταίο αυτό προκύπτει από το σύνολο των συναφών παραδοχών του αιτιολογικού.
Ενόψει αυτών, το δικάσαν Εφετείο, με το να λάβει υπόψη του τις προσκομισθείσες από τον αναιρεσείοντα αιματολογικές εξετάσεις τρίτων ασθενών του, οι οποίες δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο ούτε ζητήθηκε η ανάγνωσή τους, όπως αυτό προκύπτει από τα ως άνω πρακτικά, δεν παραβίασε ούτε την άσκηση του κατά το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ δικαιώματος του αναιρεσείοντος να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με τις αιματολογικές αυτές εξετάσεις, ούτε τις αρχές της προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο, της δημοσιότητας και της κατ` αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης. Επομένως, οι αντίθετοι προς τ` ανωτέρω, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α` και Γ` Κ.Ποιν.Δ, λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατ` ακολουθίαν πρέπει να απορριφθούν κατ` ουσίαν η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Ποιν.Δ) και η δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ και τους από 31 Δεκεμβρίου 2007 πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της 9877/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Αυγούστου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ