1710/2007 ΑΠ – Σ.Σ.Ε. Ισχύς κλαδικών ή ομοιοεπαγγελματικών κατ΄ αρχήν μόνο των μελών των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκτός αν κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές, οπότε η ισχύς τους επεκτείνεται από το χρόνο εκδόσεως της σχετικής Υπουργικής αποφάσεως (όχι αναδρομικά) και στους εργαζομένους και εργοδότες του ιδίου κλάδου ή επαγγέλματος που δεν είναι μέλη των συμβληθεισών οργανώσεων. Στοιχεία για το ορισμένο του δικογράφου αγωγής εργαζομένου για αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας του, ιδίως όταν βασίζεται σε τέτοια σ.σ.ε. Περίπτωση αγωγής οδηγού φορτηγού – αυτοκινήτου για διαφορές αποδοχών που προέκυπταν, κατά τους ισχυρισμούς του, από την αντίστοιχη ομοιοεπαγγελματική σ.σ.ε. Παροχή πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας μέσα στο νόμιμο ωράριο, η οποία δεν είναι συναφής με την αρχική, αμείβεται με το συνηθισμένο για την εργασία αυτήν μισθό, αν δεν έχει συμφωνηθεί κάτι άλλο. Παράδειγμα τέτοιου είδους πρόσθετης εργασίας σε περίπτωση οδηγών αυτοκινήτων. Συνέπειες της άκυρης καταγγελίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου για τον εργαζόμενο και τον εργοδότη. Καταβολή επιδόματος ειδικών συνθηκών για τους οδηγούς φορτηγών αυτοκινήτων.

1710/2007 ΑΠ ( 440658)

 

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Σ.Σ.Ε. Ισχύς κλαδικών ή ομοιοεπαγγελματικών κατ΄ αρχήν μόνο των μελών των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκτός αν κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές, οπότε η ισχύς τους επεκτείνεται από το χρόνο εκδόσεως της σχετικής Υπουργικής αποφάσεως (όχι αναδρομικά) και στους εργαζομένους και εργοδότες του ιδίου κλάδου ή επαγγέλματος που δεν είναι μέλη των συμβληθεισών οργανώσεων. Στοιχεία για το ορισμένο του δικογράφου αγωγής εργαζομένου για αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας του, ιδίως όταν βασίζεται σε τέτοια σ.σ.ε. Περίπτωση αγωγής οδηγού φορτηγού – αυτοκινήτου για διαφορές αποδοχών που προέκυπταν, κατά τους ισχυρισμούς του, από την αντίστοιχη ομοιοεπαγγελματική σ.σ.ε. Παροχή πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας μέσα στο νόμιμο ωράριο, η οποία δεν είναι συναφής με την αρχική, αμείβεται με το συνηθισμένο για την εργασία αυτήν μισθό, αν δεν έχει συμφωνηθεί κάτι άλλο. Παράδειγμα τέτοιου είδους πρόσθετης εργασίας σε περίπτωση οδηγών αυτοκινήτων. Συνέπειες της άκυρης καταγγελίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου για τον εργαζόμενο και τον εργοδότη. Καταβολή επιδόματος ειδικών συνθηκών για τους οφηγούς φορτηγών αυτοκινήτων. Περιστατικά. (Αναίρεση της 473/2006 Εφετείου Πειραιώς).

 

 

Αριθμός 1710/2007

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

Β1΄ Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου), Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Σπυρίδωνα Ζιάκα και Αλέξανδρο Νικάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Μαϊου 2007, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

 

Της αναιρεσείουσας: Εταιρίας με την επωνυμία “…… …”, που εδρεύει στον …… Παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός της ….. και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο της στο ακροατήριο τον Γεώργιο Πολυμενέα.

 

Του αναιρεσιβλήτου: ……., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-6-2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1777/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 473/2006 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14-9-2006 αίτησή της.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Εμμανουήλ Καλούδης, διάβασε την από 30-4-2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του δέκατου, κατά το πρώτο μέρος του και την απόρριψη των λοιπών λόγων της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως.

 

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 του Ν. 1876/1990, που ορίζει ότι οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής συμβάσεως εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.2 του Συντάγματος, κατά την οποία οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας συμπληρώνουν τους καθοριζομένους από τον νόμο γενικούς όρους εργασίας, προκύπτει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν κατά την σύναψη των Σ.Σ.Ε. νομοθετική (κανονιστική) εξουσία, παραχωρούμενη σε αυτές από την άνω διάταξη 22 παρ.2 του Συντάγματος, δηλαδή είναι φορείς δημόσιας εξουσίας κατά παραχώρηση από το Κράτος και συνεπώς οι Σ.Σ.Ε. ως προς το κανονιστικό τους μέρος έχουν ισχύ νόμου. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1β, 8 παρ.2 και 11 παρ.2

και 3 του άνω Ν. 1876/1990, προκύπτει ότι οι κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές Σ.Ε.Ε. δεσμεύουν, κατ` αρχήν, τους μισθωτούς και τους εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκτός αν κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές, οπότε η ισχύς τους επεκτείνεται από το χρόνο εκδόσεως της σχετικής Υπουργικής αποφάσεως (όχι αναδρομικά) και στους εργαζομένους και εργοδότες του ιδίου κλάδου ή επαγγέλματος που δεν είναι μέλη των συμβληθεισών οργανώσεων. Κατά συνέπεια, προκειμένου περί αγωγής, με την οποία γίνεται επίκληση συγκεκριμένης Σ.Σ.Ε. από την οποία απορρέει το επίδικο δικαίωμα, αρκεί για τη θεμελίωση της αγωγής, να αναφέρεται σ` αυτήν, ή να συνάγεται από το περιεχόμενό της, η ιδιότητα του μέλους της συνδικαλιστικής οργανώσεως, ώστε να είναι δυνατός ο προσδιορισμός των υποκειμενικών ορίων ισχύος της εν λόγω Σ.Σ.Ε., όπως συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε. που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κηρύξεώς της ως υποχρεωτικής, θεωρώντας την έτσι υποχρεωτική γι` αυτόν και τον εργοδότη του.

 

Στην υπόθεση που κρίνεται ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου προσελήφθη στις 17-1-2002 από την εναγομένη, που ασκεί επιχείρηση αντιπροσωπειών και διανομών στον Πειραιά, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως οδηγός Γ΄ κατηγορίας φορτηγού αυτοκινήτου-ψυγείου άνω των 6 τόννων, και ότι εργάσθηκε ανελλιπώς έως τις 6-

6-2003, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, ζήτησε δε ακολούθως την επιδίκαση μισθολογικών διαφορών και αποδοχών υπερημερίας λόγω άκυρης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, με βάση τις Δ.Α.14/2002 και 15/2003 “για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών και λοιπών πάσης φύσεως αυτοκινήτων της χώρας”. Με το περιεχόμενο που αναφέρθηκε, η αγωγή είναι ορισμένη, αφού αναφέρονται σ` αυτήν όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α, και δεν ήταν αναγκαίο στοιχείο αυτής ο προσδιορισμός του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο ενάγων. Επομένως, ο πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο παρέλειψε να κηρύξει την αγωγή απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ενόψει του ότι δεν αναφέρεται σ` αυτήν ο αριθμός κυκλοφορίας του φορτηγού αυτοκινήτου που οδηγούσε ο ενάγων, προκειμένου να καθοριστεί η Δ.Α., που είχε στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή για τον καθορισμό των νομίμων αποδοχών του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Επειδή, η παράλειψη του ενάγοντος να αναφέρει στην αγωγή με την οποία προβάλλει αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας τα αναγκαία για το κύρος της συμβάσεως αυτής στοιχεία, μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι έχει εφοδιαστεί με άδεια ικανότητας οδηγού και πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας εργασίας, όπου τα στοιχεία αυτά απαιτούνται κατά νόμο, δεν καθιστούν την αγωγή αόριστη, και το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να εξετάσει τη συνδρομή των προϋποθέσεως αυτών, και μόνο αν προβληθεί σχετικός ισχυρισμός από τον εναγόμενο, οφείλει ο ενάγων να προτείνει και να αποδείξει ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι παραπάνω προϋποθέσεις. Εξάλλου, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει την νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τους ισχυρισμούς που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου από τους διαδίκους και γι΄αυτό ακριβώς νέοι ισχυρισμοί, έστω και επιγενόμενοι, δεν μπορούν να προταθούν, ούτε για τη θεμελίωση των λόγων αναιρέσεως, ούτε για την απόκρουσή τους, αν δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις. Στην προκείμενη περίπτωση με τον ένατο λόγο της αναιρέσεως αποδίδονται πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθ. 14 και 19 του ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο 1) παρέλειψε να κηρύξει άκυρη την αγωγή λόγω αοριστίας, αφού ο αναιρεσίβλητος δεν ανέφερε ότι έχει εφοδιαστεί με άδεια ικανότητας οδηγού και πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας εργασίας, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Ν. 4841/1930, και 2) διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ανωτέρω ουσιώδες ζήτημα, αφού δέχτηκε ότι η ένδικη σύμβαση ήταν έγκυρη, χωρίς να αναφέρει στην απόφασή του, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές. Η πρώτη από τις προαναφερόμενες αιτιάσεις πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, αφού η έκδοση της άδειας ικανότητας οδηγού και του πιστοποιητικού επαγγελματικής ικανότητας δεν αποτελούν, κατά τα ανωτέρω, απαραίτητα στοιχεία της αγωγής. Η δεύτερη αιτίαση είναι απαράδεκτη, αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι η αναιρεσείουσα αμφισβήτησε στο Εφετείο την εγκυρότητα της εν λόγω συμβάσεως, λόγω ελλείψεως των ανωτέρω στοιχείων. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ο λόγος αυτός της αναιρέσεως.

 

Επειδή, με τις Δ.Α. 14/2002 και 15/2003 “για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών και λοιπών πάσης φύσεως αυτοκινήτων της χώρας”, επιλύθηκε συλλογική διαφορά εργασίας μεταξύ αφενός της Ομοσπονδίας Υπαλληλικού Προσωπικού Αυτοκινήτων Ελλάδος (ΟΥΠΑΕ) και αφετέρου των εργοδοτικών οργανώσεων 1) Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Αυτοκινητιστών Ελλάδος, 2) Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, 3) Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών-

Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος, 4) Συνδέσμου ΑΕ και ΕΠΕ, 5) Συνδικάτου Χερσαίων Εμπορ/κών Μεταφορών, 6) Συνδέσμου Επαγγελματιών Ιδιοκτητών Φορτηγών Ανατρεπομένων Αυτοκινήτων, 7) Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών ετοίμου σκυροδέματος, 8) Πανελληνίου Συνδέσμου Ανωνύμων Τεχνικών Εταιριών και ΕΠΕ, 9) Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών και 10) Συνδέσμου Ιδρυτών Ελληνικών Ιδιωτικών Εκπαιδευτηρίων, που αφορούσε τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών των πάσης φύσεως φορτηγών κλπ. αυτοκινήτων που απασχολούνται σε οποιοδήποτε εργοδότη της χώρας. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ότι, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος προσελήφθη στις 17-1-2002 από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, η οποία ασκεί επιχείρηση Αντιπροσωπειών – Διανομών στον Πειραιά, προκειμένου να προσφέρει σ` αυτήν τις υπηρεσίες του ως οδηγός Γ΄ κατηγορίας φορτηγού αυτοκινήτου-ψυγείου άνω των 6 τόννων και ότι απασχολήθηκε στην εταιρεία αυτή έως τις 6-6-2003, οπότε η αναιρεσείουσα κατήγγειλε τη σύμβαση.

 

Ακολούθως, το Εφετείο έκρινε ότι οι καταβαλλόμενες στον αναιρεσίβλητο αποδοχές ήταν κατώτερες από εκείνες που προβλέπονται από τις εφαρμοζόμενες Δ.Α. 14/2002 και 15/2003 “για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών και λοιπών πάσης φύσεως αυτοκινήτων όλης της χώρας”, και επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο τα αναφερόμενα ποσά. Με το να δεχτεί το Εφετείο ότι έχουν εφαρμογή στην ένδικη σύμβαση οι κανονιστικές διατάξεις των παραπάνω Δ.Α. δεν παραβίασε, με τη μη εφαρμογή τους, τις αντίστοιχες διατάξεις των Σ.Σ.Ε., για τις εμπορικές επιχειρήσεις, καθώς και το άρθρο 10 του Ν.1876/1990, ενόψει και του ότι οι διάδικοι συνομολόγησαν, ότι ήταν μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων, μεταξύ των οποίων επιλύθηκε η διαφορά με τις ανωτέρω Δ.Α., και ο περί του αντιθέτου δεύτερος, από το άρθρο 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, λόγος της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Eπειδή, ο τέταρτος λόγος της αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, διότι δεν περιέχει αιτιολογίες ως προς ουσιώδη ζητήματα και συγκεκριμένα, διότι 1) δέχτηκε το Εφετείο ότι ο αναιρεσίβλητος εργαζόταν επί 10 ώρες ημερησίως χωρίς να τις προσδιορίζει και 2) δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η αναιρεσείουσα ωφελήθηκε από την εργασία του, πρέπει να απορριφθεί ως προς μεν την πρώτη αιτίαση, ως απαράδεκτος, διότι η αποδιδόμενη έλλειψη δεν ανάγεται στην αιτιολογία της αποφάσεως, ως προς δε τη δεύτερη αιτίαση ως αόριστος, διότι δεν προσδιορίζεται το κεφάλαιο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στο οποίο αναφέρεται η παραπάνω έλλειψη, προκειμένου να κριθεί αν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στην απόφαση, για την πληρότητα της αιτιολογίας της, και το όφελος που αποκόμισε ο εργοδότης από την εργασία του εργαζομένου. Με τον πρώτο, κατά το πρώτο, τρίτο και τέταρτο μέρος του, λόγο της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθ. 10, 11 και 20 του ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο α) δέχτηκε ότι το φορτηγό αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ενάγων κατά τη διάρκεια της εργασίας του ήταν άνω των 6 τόννων χωρίς απόδειξη, β) δεν έλαβε υπόψη τις άδειες κυκλοφορίας των φορτηγών αυτοκινήτων που έχει στην επιχείρησή της η αναιρεσείουσα, και γ) παραμόρφωσε το περιεχόμενο των ανωτέρω αδειών κυκλοφορίας και των πρακτικών του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναφερόμενη σ` αυτά δήλωση του αναιρεσιβλήτου, από τα οποία προκύπτει, ότι το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο τελευταίος ήταν κάτω των 6 τόννων ωφελίμου φορτίου.

 

Η πρώτη από τις αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμη, αφού στην παραπάνω κρίση κατέληξε το Εφετείο από τα μνημονευόμενα στην απόφασή του αποδεικτικά μέσα. Η δεύτερη αιτίαση είναι αόριστη, αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε στο Εφετείο τις παραπάνω άδειες κυκλοφορίας. Τέλος, η τρίτη αιτίαση είναι απαράδεκτη τόσο κατά το μέρος που αναφέρεται σε παραμόρφωση των εγγράφων αυτών, αφού δεν νοείται παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου που δεν έλαβε υπόψη το Δικαστήριο, όσο και κατά το μέρος που αναφέρεται σε παραμόρφωση των πρακτικών του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφού η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Εφετείο εκτίμησε λανθασμένα το περιεχόμενό τους και όχι ότι από κακή ανάγνωση, απέδωσε σ` αυτά περιεχόμενο καταδήλως διάφορο του πραγματικού. Επομένως, ο προαναφερόμενος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 

Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 652, 653 και 659 Α.Κ. προκύπτει ότι, αν κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας συμφωνηθεί η παροχή από το μισθωτό, μέσα στο νόμιμο ωράριο, πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας, η οποία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής δεν είναι συναφής με αυτή που συμφωνήθηκε αρχικά και παρέχεται μόνο με μισθό, ο εργοδότης, υποχρεούται να καταβάλει το συνηθισμένο για την εργασία αυτή μισθό, δηλ. αυτόν που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες, εκτός αν είχε συμφωνηθεί η καταβολή η η μη καταβολή ιδιαίτερου πρόσθετου μισθού, (Ολ.ΑΠ 861 και 862/1984, ΑΠ 1062/ και 1766/2001). Τέτοια πρόσθετη και εντελώς διαφορετική εργασία συνιστά επί οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων, η ανάθεση σ` αυτούς της φορτοεκφορτώσεως των μεταφερομένων με το φορτηγό αυτοκίνητο εμπορευμάτων. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ότι ο αναιρεσίβλητος οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου της αναιρεσείουσας, εκτός από την εργασία του οδηγού, πραγματοποιούσε εντός του νομίμου ωραρίου του και τις εκφορτώσεις των μεταφερομένων με το αυτοκίνητο που οδηγούσε δεμάτων, δεδομένου ότι το αυτοκίνητο δεν διέθετε υδραυλικό σύστημα φορτοεκφόρτωσης ενώ ο ίδιος δεν είχε βοηθό, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, και ακολούθως, αφού έκρινε ότι η πρόσθετη αυτή εργασία δεν ήταν συναφής με την εργασία του οδηγού, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει την αγωγή και επιδίκασε τον ειθισμένο για την πρόσθετη αυτή εργασία μισθό. Ετσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ο περί του αντιθέτου πέμπτος, από το άρθρο 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Eπειδή, οι έκτος και έβδομος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγοι της αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, διότι δεν περιέχει αιτιολογίες ως προς ουσιώδη ζητήματα και συγκεκριμένα, διότι δέχτηκε το Εφετείο ότι το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο αναιρεσίβλητος έπρεπε να διαθέτει υδραυλικό σύστημα φορτοεκφόρτωσης και βοηθό στα δρομολόγια αυτού, χωρίς να αναφέρει τη διάταξη του νόμου η της Σ.Σ.Ε. που προβλέπει τη σχετική υποχρέωση της αναιρεσείουσας, πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως απαράδεκτοι, αφού με αυτούς δεν πλήττεται η επί της ουσίας κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αλλά η μείζων πρόταση της αποφάσεώς του, και δεν στοιχειοθετούνται, συνεπώς, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Με τον έβδομο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς ουσιώδη ζητήματα και συγκεκριμένα, διότι έκρινε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσίβλητου από την αναιρεσείουσα ήταν άκυρη, λόγω καταβολής μειωμένης αποζημιώσεως, χωρίς όμως να καθορίζει στην απόφασή του την κατηγορία και το ωφέλιμο φορτίο του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο αναιρεσίβλητος, προκειμένου να καθοριστεί η Σ.Σ.Ε που έχει εφαρμογή στην ένδικη σύμβαση και οι νόμιμες αποδοχές του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπέος ως αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε ότι ο αναιρεσίβλητος οδηγούσε φορτηγό αυτοκίνητο άνω των 6 τόννων. Σημειώνεται, ότι οι Δ.Α. 14/2002 και 15/2003 “για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών και λοιπών πάσης φύσεως αυτοκινήτων της χώρας” εφαρμόζονται, κατά τα ανωτέρω, στην παραπάνω σύμβαση εργασίας, ανεξάρτητα από το ωφέλιμο φορτίο του αυτοκινήτου που οδηγεί ο εργαζόμενος, το οποίο λαμβάνεται υπόψη για τη χορήγηση επιδόματος ειδικών συνθηκών (άρθρο 3 της Δ.Α.15/2003).

 

Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 349, 350 και 656 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση άκυρης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου, ο εργοδότης καθίσταται από το λόγο αυτό και μόνο υπερήμερος και οφείλει να καταβάλει τις προσήκουσες αποδοχές στον ακύρως απολυθέντα, ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, μετά την καταγγελία, αφού στην περί αυτής δήλωση του εργοδότη περιέχεται αυτονοήτως και δήλωση βουλήσεως αυτού ότι δεν αποδέχεται πλέον τις υπηρεσίες του μισθωτού (ΑΠ 1191/1990). Με τον όγδοο λόγο της αναιρέσεως αποδίδονται πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθ. 14 και 19 του ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο που επιδίκασε αποδοχές υπερημερίας στον αναιρεσίβλητο, 1) παρέλειψε να κηρύξει άκυρη την αγωγή λόγω αοριστίας, ως προς το κεφάλαιο αυτό, αφού ο αναιρεσίβλητος δεν ανέφερε ότι παρέμεινε άνεργος επί εξάμηνο και ότι η αναιρεσείουσα δεν αποδέχτηκε τις προσφερόμενες από αυτόν υπηρεσίες, και 2) διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ανωτέρω ουσιώδες ζήτημα, αφού δεν δέχτηκε ότι συνέτρεχαν οι παραπάνω προϋποθέσεις. Η πρώτη από τις ανωτέρω αιτιάσεις είναι αβάσιμη αφού όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, ο αναιρεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η αναιρεσείουσα κατήγγειλε ακύρως τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και κατά συνέπεια δεν ήταν αναγκαίο, για το ορισμένο αυτής, να αναφέρονται και τα προαναφερόμενα στοιχεία. Εξάλλου, τα στοιχεία αυτά δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφού το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ότι η αναιρεσείουσα κατήγγειλε ακύρως τη σύμβαση εργασίας του αναιρεσίβλητου, όταν αυτός απαίτησε να έχει βοηθό στο αυτοκίνητο που οδηγούσε, καταβάλοντας σ` αυτόν μειωμένη αποζημίωση. Επομένως, ο προαναφερόμενος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του.

 

Επειδή, με το άρθρο 4 παρ.2 εδάφιο α Ι της ΔΑ 11/2000 “για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών και λοιπών πάσης φύσεως αυτ/των όλης της χώρας”, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την από 30-3-2001 ΣΣΕ και τις ΔΑ 19/2001, 14/2002 και 15/2003, προβλέπεται η καταβολή επιδόματος ειδικών συνθηκών για τους οδηγούς φορτηγών αυτοκινήτων άνω των 6 τόννων, το ύψος του οποίου, για τα έτη 2002 και 2003 ορίστηκε με τις ΔΑ 14/2002 και 15/2003 σε 47 και 50 ευρώ, αντίστοιχα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 3 του άρθρου 3 της ΔΑ 19/2001, που διατηρήθηκε σε ισχύ με τις ΔΑ 14/2002 και 15/2003, το επίδομα μεταφοράς δικαιούνται οι οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορευματοκιβώτια-containers και όχι ανεξαιρέτως όλοι οι οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο, για τα έτη 2002 και 2003, τα επιδόματα 1) ειδικών συνθηκών ύψους 47 και 50 ευρώ μηνιαίως, αντίστοιχα και 2) μεταφοράς εμπορευμάτων ύψους 42 και 44 ευρώ μηνιαίως, αντίστοιχα. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, κατά το μέρος που επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο επίδομα ειδικών συνθηκών, δεν παραβίασε τις παραπάνω κανονιστικές διατάξεις και ο περί του αντιθέτου τρίτος, κατά το δεύτερο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Mε το να επιδικάσει όμως στον αναιρεσίβλητο και επίδομα μεταφοράς εμπορευμάτων, παρότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν δέχτηκε ότι αυτός πραγματοποιούσε μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων-containers, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου ως άνω διατάξεις, κατά το βάσιμο, από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, τρίτο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναιρέσεως.

 

Επειδή, o από το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, δηλαδή δεν προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της τα περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων που ορίζονται από τη διάταξη που εφαρμόστηκε ή περί μη συνδρομής αυτών, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με το χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στη δίκη. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, υποχρέωσε την αναιρεσείουσα να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 12.000 ευρώ, κατά σύμμετρο περιορισμό όλων των επιμέρους κονδυλίων, που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 15.790,93 ευρώ, που αναγνώρισε ότι του οφείλει συνολικά η αναιρεσείουσα από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τη δήλη ημέρα που ήταν καταβλητέα κάθε επιμέρους παροχή, την οποία παρέλειψε να προσδιορίσει. Όπως, όμως, δέχτηκε το Εφετείο, το παραπάνω συνολικό ποσό αποτελείται από διαφορές του καταβληθέντος και του προβλεπόμενου από τις ανωτέρω Δ.Α. μισθού με τα επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα, αμοιβή ιδιόρρυθμων και παράνομων υπερωριών, αμοιβή πρόσθετης εργασίας, και μισθούς υπερημερίας, δηλαδή παροχές που ήταν καταβλητέες σε διαφορετικό χρόνο.

 

Επομένως, το Εφετείο που παρέλειψε να προσδιορίσει την ημέρα ενάρξεως των τόκων για κάθε επί μέρους παροχή που όφειλε να καταβάλει η αναιρεσείουσα στον αναιρεσίβλητο, διέλαβε στην απόφασή του ελλιπείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα αυτό, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στη δίκη, κατά το βάσιμο δέκατο, από το άρθρο 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ, λόγο της αναιρέσεως. Ο ίδιος λόγος της αναιρέσεως, από την παραπάνω διάταξη, με τον οποίο, όπως εκτιμάται, αποδίδεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο που περιόρισε το επιδικαζόμενο καταψηφιστικώς ποσό σε 12.000 ευρώ, διέλαβε στην απόφασή του ελλιπείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους των επιμέρους κονδυλίων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο επιδίκασε το παραπάνω ποσό κατά σύμμετρο περιορισμό των επιμέρους κονδυλίων που δέχτηκε ότι οφείλονται στον αναιρεσίβλητο και ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 15.790,93 ευρώ. Μετά ταύτα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τα προαναφερόμενα μέρη και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Αναιρεί την 473/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό μέρη της.

 

Παραπέμπει την υπόθεση προς εκ νέου εκδίκαση, κατά τα αντίστοιχα μέρη, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην εν μέρει δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Ιουνίου 2007.

 

Και

 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουλίου 2007.

 

O ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Π.Β.