1607/2012 ΑΠ ( 603343) Πολιτική δικονομία. Δικαιοδοσία δικαστηρίων. Διάκριση πολιτικών και διοικητικών διαφορών.

1607/2012 ΑΠ ( 603343)

 

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Πολιτική δικονομία. Δικαιοδοσία δικαστηρίων. Διάκριση πολιτικών και διοικητικών διαφορών. Κρίση ότι ακόμη και όταν επιδιώκεται αποζημίωση για παρανομία των οργάνων του Δημοσίου, αλλά η επικαλούμενη ως παράνομη ενέργεια συντελέσθηκε μέσα στα πλαίσια ή έχει ως υπόβαθρο σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή σύμβαση έργου, οι εντεύθεν διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων. Περίπτωση κατά την οποία ο αναιρεσίβλητος ζητούσε να του επιδικασθούν εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, χρηματικά ποσά, ως αποζημίωση που αντιστοιχούσε στους απολεσθέντες μισθούς του συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία παράνομης παράλειψης των οργάνων του Δημοσίου να τον προσλάβουν ως ωρομίσθιο καθηγητή στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Αρμόδια τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια και επομένως το πολιτικό Εφετείο ορθώς δίκασε την διαφορά αυτή. (Απορρίπτει την υπ’ αριθμ. 4739/2010 απόφαση ΕφΑθηνών).
 
 
 Αριθμός 1607/2012

 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 B2` Πολιτικό Τμήμα

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Αθηναίο, Δημήτριο Μουστάκα, Νικόλαο Τρούσα και Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αρεοπαγίτες.

 ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Σεπτεμβρίου 2012, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει μεταξύ:

 Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ευσταθία Τσαούση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

 Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Μ. του Γ., κατοίκου .... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ομηρο Πεσματζόγλου και κατέθεσε προτάσεις.

 Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/4/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1652/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4739/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 17/11/2010 αίτησή του.

 Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Αγγελική Αλειφεροπούλου ανέγνωσε την από 21/9/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 17/11/2010 αιτήσεως αναιρέσεως.

 Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ο κατά το άρθρο 559 αριθ. 4 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, εκτός άλλων περιπτώσεων, όταν το πολιτικό Δικαστήριο δέχτηκε ότι έχει δικαιοδοσία σε υπόθεση που, κατά νόμο, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων. Ο λόγος αυτός ιδρύεται και αν ακόμη δεν έγινε σχετική επίκληση της έλλειψης δικαιοδοσίας ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας, αφού αφορά τη δημόσια τάξη (άρθρο 562 παρ. 2 εδ. γ` ΚΠολΔ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 1406/1983, υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί, κατά δε το άρθρο 1 παρ.2 ίδιου νόμου, στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά α) ... β) ... η) την ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί παρέχεται στις περιπτώσεις που η παράνομη συμπεριφορά συντελείται με εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων του ή παραλείψεις προς έκδοση τέτοιων πράξεων, αλλά και από υλικές ενέργειες που τελέσθηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας τους, εφόσον όμως δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου ούτε οφείλονται σε πταίσμα του οργάνου και αυτό ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων.

 Συνεπώς, ακόμη και όταν επιδιώκεται αποζημίωση για παρανομία των οργάνων του Δημοσίου αλλά η επικαλούμενη ως παράνομη ενέργεια συντελέσθηκε μέσα στα πλαίσια ή έχει ως υπόβαθρο σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή σύμβαση έργου, οι εντεύθεν διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων (ΑΕΔ 3/2004).

 Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση από τον Aρειο Πάγο του δικογράφου της από 17-4-2007 αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος ζητούσε να του επιδικασθούν εις βάρος του αναιρεσείοντος, Ελληνικού Δημοσίου, τα αναφερόμενα σ` αυτήν ποσά, ως αποζημίωση που αντιστοιχούσε στους απολεσθέντες μισθούς του της χρονικής περιόδου από 1-10-2004 έως 31-5- 2005 και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας προσβολής της προσωπικότητάς του, συνεπεία παράνομης παράλειψης των οργάνων του αναιρεσείοντος να τον προσλάβουν κατά τη διαδικασία του άρθρου 10 παρ.4 και 5 εδ. α και β του Ν. 2026/1992, ως ωρομίσθιο καθηγητή στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων για το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Με το παραπάνω ιστορικό και αίτημα η αγωγή, με την οποία αξιώνεται αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με βάση τις διατάξεις του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., εισήγαγε διαφορά, που στηρίζεται σε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, η δε επικαλούμενη ως παράνομη ενέργεια των οργάνων του Δημοσίου συντελέσθηκε μέσα στα πλαίσια και με υπόβαθρο τη σχέση αυτή, δοθέντος ότι, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Ν. 1943/1991, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2026/1992, ήταν επιτρεπτή η πρόσληψη ωρομίσθιου προσωπικού, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, από το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου για την κάλυψη πρόσκαιρων αναγκών τους (Σ.τ.Ε. 2596/2004). Εν όψει τούτων και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, με την ένδικη αγωγή εισήχθη διαφορά ιδιωτικού δικαίου, για την εκδίκαση της οποίας δικαιοδοσία, βάσει του άρθρου 94 παρ. 2 του Συντάγματος, έχουν τα πολιτικά Δικαστήρια. Επομένως, το Εφετείο, που δίκασε την πιο πάνω ιδιωτικού δικαίου διαφορά, δεν υπέπεσε στην κατ` άρθρ. 559 αριθ. 4 πλημμέλεια της υπέρβασης της δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων, και γι` αυτό ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται, ότι η υπόθεση υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων, είναι αβάσιμος, οπότε η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, μειωμένων, όμως, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ. και 22 Ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Απορρίπτει την από 17-11-2010 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 4739/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

 Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

 Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2012.

 Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2012.

 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                         O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
 
 
Previous

Πολιτική δικονομία. Λόγος αναίρεσης εκ του άρθ. 9 αρ. 559 ΚΠολΔ. Ίδρυση του λόγου αυτού, εφόσον το Εφετείο διέγνωσε μεν ελλιπή καταβολή της αποζημιώσεως απολύσεως του ενάγοντα, πλην όμως, χωρίς να δεχθεί ότι η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως του ήταν έγκυρη, παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματος για αναγνώριση της ακυρότητας αυτής, αφήνοντας έτσι αδίκαστο το αντίστοιχο αγωγικό αίτημα, το οποίο αποτελούσε πρόκριμα για το αίτημα επιδίκασης μισθών υπερημερίας, που είχαν επιδικαστεί στον ενάγοντα με την πρωτόδικη απόφαση. Περαιτέρω, η συμπλήρωση της αποζημιώσεως προϋπέθετε έγκυρη καταγγελία ή, πάντως, αποδοχή του αποτελέσματος αυτής εκ μέρους του εργαζομένου. Χωρίς ανάλογη παραδοχή, το επικουρικό αίτημα της αγωγής, για καταβολή της διαφοράς μεταξύ της πράγματι οφειλόμενης και της καταβληθείσας αποζημιώσεως, δεν μπορούσε να ενεργοποιηθεί και θεωρείτο ως μη υποβληθέν. (Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 2078/2007 απόφαση ΕφΑθηνών).