1321/2006 ΑΠ ( 419915)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Εργατικές διαφορές. Εγκυρη η συμφωνία για αποδοχές μεγαλύτερες από τις νόμιμες όπου θα συμψηφίζονται προσαυξήσεις και αποζημιώσεις για υπερεργασία, εργασία τις ημέρες της υποχρεωτικής ανάπαυσης, Κυριακές, αργίες και νυχτερινά. Ακυρη η συμφωνία για νόμιμες ή παράνομες υπερωρίες. Νόμιμα επιδίκασε το Εφετείο κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού απαιτήσεις για εργασία το Σάββατο επί 10ωρο. Λόγοι αναιρέσεως άρθρου 559 αρ. 8 και 11. Στοιχειοθετούνται όταν οι πργματικοί ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά μέσα που δεν λήφθηκαν υπόψη έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι με τις κρατήσεις οι αποδοχές του εργαζομένου υπερέβαιναν τις νόμιμες προβλήθηκε αόριστα και έτσι δεν είχε ουσιώδη επιρροή. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
Αριθμός 1321/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Αντιπρόεδρο, Ιωάννη Δαβίλλα, Γεώργιο Καράμπελα, Εμμανουήλ Καλούδη και Μάριο – Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Μαρτίου 2006, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ……… με την επωνυμία «……. …….. …………. …….», που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Βλαστό, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: ………. ……… του ………., κατοίκου …….., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-7-1999 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1661/2000 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 6170/2001 του Εφετείου Αθηνών και έπειτα από αναίρεση η 1215/2003 του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Εκδόθηκε η 6034/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-10-2004 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Εμμανουήλ Καλούδης, διάβασε την από 3 Μαρτίου 2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος λόγοι και να απορριφθεί ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για μη λήψη υπόψη πραγματικού ισχυρισμού ιδρύεται μόνο αν ο ισχυρισμός αυτός έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Τέτοια όμως επίδραση δεν έχει ο απαράδεκτος, ή μη νόμιμος ή αλυσιτελής ισχυρισμός και συνεπώς η παράλειψη του δικαστηρίου να απαντήσει σ` αυτόν δεν ιδρύει τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως (Ολ.ΑΠ 2/1989). Εξάλλου ο από το άρθρο 559 αριθ.11 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, δεν ιδρύεται όταν ο ισχυρισμός ή τα πραγματικά γεγονότα για την απόδειξη των οποίων έγινε η επίκληση και προσκομιδή των συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων, δεν έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση, με το τρίτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες 1)από το άρθρο 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το νομίμως προταθέντα ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι από τις αποδοχές που κατέβαλε μηνιαίως στον αναιρεσίβλητο είχε αφαιρέσει προηγουμένως τις βαρύνουσες αυτόν υπέρ ΙΚΑ, ΤΑΞΥ και ΦΠΥ κρατήσεις, και ότι με το συνυπολογισμό των κρατήσεων τα καταβαλλόμενα σ` αυτόν ποσά δεν υπολείπονταν των νομίμων αποδοχών του, και 2) από το άρθρο 559 αριθ. 11 του ΚΠολΔ, διότι δεν έλαβε υπόψη τις μισθολογικές καταστάσεις που επικαλέσθηκε και προσκόμισε νομίμως στο Εφετείο η αναιρεσείουσα, από τις οποίες αποδεικνυόταν ο προαναφερόμενος ισχυρισμός της. Ο ισχυρισμός αυτός της αναιρεσείουσας ήταν αόριστος, διότι όπως προκύπτει από τις προτάσεις που κατέθεσε στο Εφετείο,ανέφερε μεν ότι κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο καθαρές αποδοχές, αλλά δεν προσδιόρισε τις κρατήσεις που αφαιρούσε ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί αν με τα συγκεκριμένα ποσά των κρατήσεων καλύπτονταν οι νόμιμες αποδοχές του.
Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός αυτός δεν ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως. Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν.Δ. 4020/59 προκύπτει, ότι είναι άκυρη η μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού συμφωνία, κατά την οποία οι αμοιβές και αποζημιώσεις για νόμιμες και παράνομες υπερωρίες καλύπτονται εν όλω ή εν μέρει με την πληρωμή μισθού, μεγαλύτερου του νομίμου. Αντιθέτως, δεν είναι άκυρη η συμφωνία για συμψηφισμό στον υπέρτερο του νομίμου μισθό των οφειλομένων προσαυξήσεων και αποζημιώσεων που δικαιούται ο μισθωτός για πρόσθετη απασχόλησή του, λόγω υπερεργασίας, παροχής εργασίας κατά τις ημέρες υποχρεωτικής ανάπαυσης, τις Κυριακές και αργίες και κατά τη διάρκεια της νύχτας (Ολ.ΑΠ 87/1981, ΑΠ 930/1990, 1214/1985). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από προτάσεως που κατέθεσε η αναιρεσείουσα στο Εφετείο προς απόκρουση της εφέσεως του αναιρεσίβλητου, αυτή ισχυρίστηκε ότι, στην αρχή κάθε περιόδου εποχιακής απασχολήσεως του αναιρεσίβλητου, συμφωνούσε ρητώς με αυτόν να συμψηφίζονται στον καταβαλλόμενο μεγαλύτερο του νομίμου μισθό του, μεταξύ άλλων, και οι προσαυξήσεις και αποζημιώσεις που θα εδικαιούτο ο τελευταίος από υπερεργασία ή παροχή εργασίας κατά τις ημέρες υποχρεωτικής ανάπαυσης, τις Κυριακές και αργίες, και ότι καθ` όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης του αναιρεσίβλητου, η αναιρεσείουσα του κατέβαλε ως καθαρές μηνιαίες αποδοχές τα αναφερόμενα ποσά, ενώ οι εισφορές που παρακρατούσε η ίδια υπερέβαιναν σε ποσοστό το 30% των καθαρών αποδοχών, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό να υπερβαίνει το μισθό, καθώς και τις ως άνω προσαυξήσεις και αποζημιώσεις, που εδικαιούτο. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν αόριστος, διότι η αναιρεσείουσα δεν προσδιόριζε επακριβώς το ύψος των εισφορών που παρακρατούσε από τις αποδοχές του αναιρεσίβλητου, ούτε διευκρίνιζε αν απέδιδε η ίδια τα παρακρατούμενα ποσά για λογαριασμό του στους δικαιούχους.
Επομένως, το Εφετείο που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, δεν κήρυξε παρά το νόμο ακυρότητα και ο περί του αντιθέτου, από το άρθρο 559 αριθ.14 του ΚΠολΔ, τέταρτος λόγος της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ένδικης από 7-7-1999 αγωγής, o ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, o οποίος ισχυρίσθηκε ότι προσελήφθη από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και προσέφερε σ` αυτήν τις υπηρεσίες του κατά το χρονικό διάστημα από 18-4-1994 έως 25-10-1998 ως εποχιακός σερβιτόρος, αφού ανέφερε ότι εργαζόταν υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας και ότι παρά ταύτα η αναιρεσείουσα τον απασχολούσε και κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, ζήτησε στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, και αποζημίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού για την εντός του 8ώρου εργασία του κατά τα Σάββατα-κατά τα οποία ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν επί 11 ώρες-, χαρακτηρίζοντας την αμοιβή αυτή ως «ρεπό», επιπλέον δε ζήτησε και αμοιβή για την εργασία του κατά τις Κυριακές. Εξάλλου, ο αναιρεσείων στην αγωγή του, αναφερόμενος στις αξιώσεις του για την εργασία του Σαββάτου, ισχυρίστηκε ότι κατά τα Σάββατα εργαζόταν από ώρα 12 π.μ. έως 5 μ.μ. και από 8 μ.μ. έως 1ης και 2ας πρωϊνής, διευκρινίζοντας στη συνέχεια ότι εργαζόταν επί 11 ώρες κάθε Σάββατο. Επομένως, το Εφετείο, που όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφενός επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 2.694,20 ευρώ (918.048 δρχ.) ως αποζημίωση για την εργασία του κατά τα Σάββατα (1/25 του μισθού του για κάθε Σάββατο), κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και αφετέρου δέχτηκε, εκτιμώντας τις αποδείξεις, ότι καθ` όλα τα Σάββατα του ως άνω χρονικού διαστήματος ο αναιρεσίβλητος απασχολήθηκε από ώρα 12.00 έως 16.00 και από 20.00 έως 02.00, ήτοι επί 10 ώρες κάθε Σάββατο, ακολούθως δε επιδίκασε σ` αυτόν την αναφερόμενη στην απόφαση διαφορά της αποζημιώσεως για υπερωριακή και νυκτερινή εργασία που έκρινε ότι δικαιούται, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ και οι περί του αντιθέτου, από τη διάταξη αυτή, πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ` ουσίαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-10-2004 αίτηση περί αναιρέσεως της 6034/2004 αποφάσεως του Eφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε επτακόσια εβδομήντα (770) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου 2006.
Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 20 Ιουνίου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Π.Β.