1283/2006 ΑΠ (418292)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Επιτρεπτή η άσκηση αντέφεσης και μετα την παρέλευση της προθεσμίας για την έφεση για κεφάλαια, όμως, της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και τα αναγκαίως συνεχόμενα με αυτά. Περίπτωση απόρριψης αντέφεσης ως απαράδεκτης, λόγω εκπρόθεσμης προβολής κεφαλαίων μη προσβληθέντων με την έφεση, καθώς και απόρριψης λόγου αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Στοιχεία για το ορισμένο του δικογράφου της αναίρεσης και ειδικότερα των λόγων αναίρεσης των παρ. 1 και 19 του άρθρου 559. Εννοια της μεταβίβασης επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατά τα ΠΔ 572/1988 και Ν. 2112/1920. Δικαιώματα και υποχρεώσεις του μεταβιβάζοντος και διαδόχου. Περιστατικά (απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της 5897/2004 Εφετείου Αθηνών).
Αριθμός 1283/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χρήστο Μπαλντά, Αντιπρόεδρο, Σπυρίδωνα Κολυβά, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Αναστάσιο – Φιλητά Περίδη και Ηλία Γιαννακάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Μαϊου 2006, με την παρουσία και του Γραμματέα Αντωνίου Στυλιανουδάκη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………………
…………..», που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Του αναιρεσίβλητου: …………………………….. , κατοίκου Ελευσίνας Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε με τη δικηγόρο του Μαρία Δεληγιάννη, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/10/2001 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1268/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5897/2004 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25/4/2005 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω και ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Σπυρίδων Κολυβάς, ανέγνωσε την από 10/3/2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων αναιρέσεως.
Η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψή της και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον αναιρεσίβλητο 11986/5.10.2005 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Αν. Παπαγιαννούλα, ακριβές αντίγραφο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά τη δικάσιμο αυτή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσείουσα (άρθρα 568 παρ. 4, εδ. β`, 576 παρ. 2, 126 παρ. 1 εδ. δ`, 129 παρ. 1 ΚΠολΔ), η οποία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν εμφανίστηκε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του πινακίου, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση παρά την απουσία της αναιρεσείουσας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 523 ΚΠολΔ ο εφεσίβλητος μπορεί και αφού περάσει η προθεσμία της εφέσεως, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά. Εν προκειμένω όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων ο αναιρεσίβλητος με την ένδικη αγωγή του ζήτησε διαφορές αποδοχών για το από 1-1-1996 έως 30-9-2000 χρονικό διάστημα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή για το διάστημα από 1-6-1998 έως 30-9-2000 και απέρριψε την αγωγή για το προγενέστερο διάστημα καθόσον κρίθηκε ότι προκειμένης αλλαγής στο πρόσωπο της εργοδότριας η αναιρεσείουσα δεν ευθύνεται για τις απαιτήσεις του αναιρεσίβλητου που γεννήθηκαν κατά το διάστημα που την επιχείρηση ασκούσε η αρχική εργοδότρια. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε έφεση που έγινε δεκτή και επιδικάστηκαν διαφορές αποδοχών και για το διάστημα από 1-1-1996 έως 31-5-1998. Η αναιρεσείουσα άσκησε με τις προτάσεις της αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της αποφάσεως που είχαν γίνει πρωτοδίκως δεκτά. Η αντέφεση αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθόσον τα προσβληθέντα με την αντέφεση κεφάλαια δεν είχαν προσβληθεί με την έφεση ούτε συνέχονταν αναγκαστικά με προσβληθέντα δια της εφέσεως κεφάλαια.
Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο σε σχέση με τις επιδικασθείσες διαφορές αποδοχών του από 1-6-1998 έως 30-9-2000 χρονικού διαστήματος παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις αναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου με το να εφαρμόσει τις κλαδικές ΣΣΕ των εργαζομένων σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει τις κλαδικές ΣΣΕ των εργαζομένων σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας όλης της χώρας. Οι λόγοι αυτοί στηρίζονται στην ανακριβή προϋπόθεση ότι το Εφετείο επιλήφθηκε της διαφοράς για το διάστημα από 1-6-1998 έως 30-9-2000 ενώ αντιθέτως η αφορώσα το διάστημα αυτό αντέφεση της αναιρεσείουσας απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Επομένως οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ.4, 566 παρ.1 και 577 παρ.3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο έγγραφο της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποίο λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικά για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου πρέπει να καθορίζεται στο αναιρετήριο η συγκεκριμένη διάταξη ουσιαστικού δικαίου που προβάλλεται ότι παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, στη περίπτωση δε που το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της πρέπει να εκτίθενται και οι κρίσιμες πραγματικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, υπό τα οποία και συντελέσθηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου, ώστε από το αναιρετήριο να προκύπτει η προβαλλόμενη νομική πλημμέλεια, δοθέντος ότι η αοριστία του λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο. Εξάλλου για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο το συγκεκριμένο σφάλμα σχετικά με την αποδιδόμενη έλλειψη νόμιμης βάσεως, δηλαδή παντελής έλλειψη αιτιολογιών, ή ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα αυτών και στις τελευταίες περιπτώσεις πρέπει να προσδιορίζεται ποιες αιτιολογίες απαιτούνταν επιπλέον ώστε να είναι επαρκείς ή σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποιες αιτιολογίες προκύπτει. Εν προκειμένω με το δεύτερο λόγο, κατά το δεύτερο μέρος του, και τον τρίτο λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβάλλεται αιτίαση για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των αναφερομένων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου σχετικά με τον γενόμενο υπολογισμό των δικαιουμένων ποσών για παράνομη υπερωριακή εργασία και εργασία κατά τις ημέρες αναπληρωματικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως, όμως στο αναιρετήριο δεν περιλαμβάνονται οι πλήρεις σχετικές πραγματικές παραδοχές, αλλά αποσπάσματα αυτών παραλειπομένης της αναφοράς άλλων κρισίμων τμημάτων των παραδοχών, εκ των οποίων προκύπτει ο αριθμός των ωρών απασχολήσεως κατά τις εργάσιμες ημέρες, ως και εκείνος της κατά Κυριακές και αργίες απασχολήσεως και εντεύθεν ο συνολικός αριθμός των ωρών απασχολήσεως ανά εβδομάδα κατά το ένδικο διάστημα των ετών 1996-1998. Επομένως οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αόριστοι.
Μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατά τη έννοια των άρθρων 1,2,3 του ΠΔ 572/1988 και 6 παρ.1 του Ν.2112/1920 είναι η κάθε είδους και από οποιοδήποτε λόγο ανάληψη και συνέχιση της επιχειρησιακής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία συνεχίζει τη λειτουργία της διατηρώντας την οικονομική της οντότητα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του ΠΔ 572/1988 τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας που υφίσταται κατά την ημερομηνία της για οποιοδήποτε λόγο μεταβίβαση, βαρύνουν εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής το διάδοχο. Ο μεταβιβάζων, παράλληλα προς το διάδοχο, παραμένει και μετά τη μεταβίβαση υπεύθυνος σε ολόκληρο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Εν προκειμένω, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίστηκε την 16.6.1994 μεταξύ του αναιρεσιβλήτου και του νομίμου εκπροσώπου της μη διαδίκου εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………………..» που διατηρούσε επιχείρηση συστημάτων ασφαλείας και υπηρεσίας φύλαξης επί της …………………… στο Ελληνικό Αττικής, η δεύτερη προσέλαβε τον πρώτο, ως υπάλληλο ασφαλείας και φύλαξης σε χώρους υποδεικνυόμενους από την εταιρία αυτή. Με βάση τη σύμβαση αυτή ο αναιρεσίβλητος προσέφερε τις υπηρεσίες του και μετά την 2-6-1998, οπότε επήλθε μεταβολή του προσώπου της εργοδότριάς του (βλ. την 2994/1998 απόφαση της Νομαρχίας Αθηνών, τομέας Νότιας Αθήνας, Δ/νση Ανωνύμων Εταιριών και Εμπορίου με την οποία εγκρίθηκε με την επωνυμία «…………» με τον τίτλο «………………» και έδρα τη Γλυφάδα Αττικής επί των οδών ……….. αρ. ………………..). Ειδικότερα, αποδείχτηκε το πραγματικό γεγονός της συνεχίσεως από 2-6-1998 της ίδιας ως άνω επιχειρήσεως συστημάτων ασφαλείας και υπηρεσίας φύλαξης με την ίδια οικονομική δραστηριότητα, από την αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, η οποία έτσι υπεισήλθε ως εργοδότρια από 2-6-1998 στην ανωτέρω εργασιακή σχέση του αναιρεσιβλήτου. Σύμφωνα με τις παραπάνω πραγματικές παραδοχές του το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις προδιαληφθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, αλλ` αντιθέτως περιέλαβε στην απόφασή του πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο επί της ορθής ή μη εφαρμογής των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Επομένως οι τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως, που υποστηρίζουν τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25.4.2005 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………….», για αναίρεση της 5897/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε τετρακόσια είκοσι (420) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαϊου 2006. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιουνίου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.