1229/1988 ΑΠ ( 3994)
Δ/ΝΗ/1990 (89), ΔΕΝ/1989 (601), ΕΕΡΓΔ/1990 (122)
Σύμβαση ορισμένου χρόνου υπό διαλυτική εξουσιαστική αίρεση.
Η επιφύλαξη εργοδότη του δικαιώματος καταγγελίας πριν τον
συμφωνηθέντα χρόνο καθιστά την σύμβαση αορίστου χρόνου. Επιδίκαση
αποδοχών υπερημερίας. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Επικυρώνει την 6812/86 ΕΦΑΘ.
Αρείου Πάγου 1229/1988, Τμ. Β` (*)
Προεδρεύων ο Αντιπρόεδρος κ. Βασ. Λινάρδος
Εισηγητής ο Αρεοπαγίτης κ. Αθ. Σιούλας
Δικηγόροι ο κ. Ν. Γιαννόπουλος, και η κ. Μαρία Δεληγιάννη
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 649 ΑΚ προκύπτει ότι η σύμβαση
εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα τη
βεβαιότητα ότι θα διαρκέσει μέχρι ορισμένου σημείου από του οποίου και
θα λήξει αυτομάτως, είναι εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια
αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως
μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, με
την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του
χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Μέχρι της επελεύσεως των
σημείων αυτών λήξεως, δεσμεύονται τα μέρη, τα οποία δικαιούνται όμως,
κατά το άρθρο 672 ΑΚ, να καταγγείλουν τη σύμβαση οποτεδήποτε, χωρίς να
τηρήσουν προθεσμία, αλλά μόνο για σπουδαίο λόγο. Εάν όμως ο εργοδότης
επιφύλαξε σε αυτόν το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση, κατά την
κρίση του, προ του συμφωνηθέντος σημείου λήξεως και ασκήσει το δικαίωμά
του αυτό, τότε η σύμβαση η οποία εξαρτάτο από την εξουσιαστική
διαλυτική υπέρ του εργοδότη αίρεση, καθίσταται αόριστου χρόνου. Στην
προκείμενη υπόθεση, το Εφετείο δέχθηκε ότι με σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων προσλήφθηκε ο
αναιρεσίβλητος ως κοστολόγος, αντί μηνιαίου μισθού 60.000 δραχμών και
ορίσθηκε ότι “η παρούσα σύμβασις συμφωνείται ως ωρισμένου χρόνου
τοιαύτη, αρχόμενη από σήμερον. Η διάρκεια αυτής καθορίζεται ως εκ της
φύσεως της εργασίας ως εποχιακής (παραγωγή και διάθεση παγωτών,
καλύπτουσα το 50% της βιομηχανικής δραστηριότητος της επιχειρήσεως),
δι`όσον χρόνον προβλέπει ταύτην η αναγκαία χρησιμοποίησις του μισθωτού,
μη υπερβαίνουσα εν ουδεμία περιπτώσει την 31ην Οκτωβρίου ε.έ. Η τυχόν
μετά το ως άνω χρονικό διάστημα παραμονή του μισθωτού εις την
επιχείρησιν, απαιτούμενη λόγω της παρατάσεως της εποχιακής εργασίας,
ουδόλως επιδρά εις την μεταβολήν της παρούσης εις σύμβασιν αορίστου
χρόνου…”. Την 31 Αυγούστου η αναιρεσείουσα επικαλούμενη ότι δεν έχει
ανάγκη των υπηρεσιών του αναιρεσίβλητου λόγω μειώσεως της παραγωγής,
θεώρησε τη σύμβαση λήξασα και απέλυσε τον αναιρεσίβλητο, χωρίς να του
καταβάλει αποζημίωση. Δέχθηκε στη συνέχεια το Εφετείο ότι η πιο πάνω
σύμβαση η οποία είχε συμφωνηθεί ως ορισμένου χρόνου και παρείχε
συγχρόνως στην αναιρεσείουσα το δικαίωμα να καταγγείλει αυτήν προ του
συμφωνηθέντος χρόνου λήξεώς της, τελούσε υπό την διαλυτική εξουσιαστική
αίρεση υπέρ της αναιρεσείουσας λύσεως αυτής και με την γενόμενη
καταγγελία που άσκησε αυτή προ του ορισθέντος χρόνου λύσεώς της,
κατέστησε τη σύμβαση αόριστου χρόνου, με συνέπεια η καταγγελία, χωρίς
την καταβολή αποζημιώσεως να είναι άκυρη και να δικαιούται ο
αναιρεσίβλητος αποδοχές υπερημερίας, τις οποίες και επιδίκασε. Με αυτά
που δέχθηκε το Εφετείο ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς
αιτιολογίες παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξει, αφού ο όρος της
επίδικης συμβάσεως κατά τον οποίο “η διάρκεια της συμβάσεως ορίζεται
για όσο χρόνο προβλέπεται αναγκαία η χρησιμοποίηση του μισθωτού”,
καθορίζει λύση της συμβάσεως με κριτήρια όχι αντικειμενικά που
καθιστούν αβέβαιο το χρόνο λήξεως και παρέχει έτσι το δικαίωμα στην
αναιρεσείουσα να λύει τη σύμβαση, κατά την κρίση της, προ του
συμφωνηθέντος χρόνου λύσεως κατά την 31η Οκτωβρίου. Επομένως ο πρώτος
λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο αυτού μέρος και ο δεύτερος λόγος με
τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Εφετείο υπέπεσε στις
πλημμμέλειες που προβλέπονται από τα εδ. 1 και 19 του άρθρου 559
Κ.Πολ.Δ. με το να δεχθεί ότι η επίδικη σύμβαση που καταγγέλθηκε κατέστη
αόριστου χρόνου και διέλαβε για το ζήτημα αυτό στην απόφασή του
ανεπαρκείς αιτιολογίες με τις οποίες καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός
έλεγχος, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξ άλλου, η αιτίαση που
προβάλλεται με τον πρώτο λόγο, κατά το δεύτερο μέρος αυτού, ότι το
Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια που προβλέπεται από το εδ. 20 του
άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., γιατί παραμόρφωσε το περιεχόμενο της ως άνω
επίδικης συμβάσεως εργασίας, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος γιατί
ο αναιρετικός λόγος του πιο πάνω εδ. 20 ιδρύεται όταν το δικαστήριο της
ουσίας αποδίδει στο έγγραφο περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το
αληθινό και καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα και όχι
όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αξιολογεί το αληθινό περιεχόμενο
του εγγράφου και καταλήγει σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο που
θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση που
ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων, η οποία είναι κατά το άρθρο 561 παρ.
1 Κ.Πολ.Δ. ανέλεγκτη. (Επικυρώνει την 6812/1986 απόφ. του Εφετείου
Αθηνών).