1199/2003 ΕΦ ΑΘ (347370)
(ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2003/383)
Αυτοκινητικό ατύχημα. Υπαιτιότητα του οδηγού που με υπερβολική ταχύτητα σε εθνική οδό με περιορισμένη ορατότητα λόγω νύχτας, αριστερή στροφή και ολισθηρό οδόστρωμα, έχασε τον έλεγχο του οχήματός του και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα, όπου προσέκρουσε στα προστατευτικά κιγκλιδώματα. Μόνιμη αναπηρία του συνεπιβάτη του κατά ποσοστό 67% λόγω ακρωτηριασμού του αριστερού ποδιού του. Αποζημίωση. Μισθός τρίτου προσώπου λόγω ανικανότητας αυτοεξυπηρέτησης. Δαπάνη τοποθέτησης τεχνητού μέλους στο μέλλον. Διαφυγόν κέρδος. Αοριστία αγωγής, εάν δεν αναφέρεται ότι ο παθών είχε την απαιτούμενη διοικητική άδεια ή ότι πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για την απόκτησή της για την άσκηση επαγγέλματος. Βιβλιάριο υγείας για σερβιτόρο. Αποζημίωση 30.000.000 δρχ. του παθόντος 24χρονου για την ηθική του βλάβη και 15.000.000 δρχ. για τη μέλλουσα περιουσιακή του ζημία κατ` άρθρο 931 ΑΚ. Το άρθρο 931 ΑΚ δε θεμελιώνει αυτοτελή αξίωση. Τοκοφορία του επιδικασθέντος αναγνωριστικά ποσού από την επίδοση της αγωγής. Η ευθύνη του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος είναι εις ολόκληρον και η επιδίκαση ποσοστού 50% κατά την αναλογία του ποσοστού του συνιδιοκτησίας του οχήματος είναι λανθασμένη. Το συγκεκριμένο σφάλμα δεν μπορεί να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως χωρίς σχετικό λόγο έφεσης. Ασφαλιστική σύμβαση. Αποδεικτικός τύπος του ασφαλιστηρίου. Ορος για μειωμένη κάλυψη στην περίπτωση οδήγησης από οδηγό ηλικίας κάτω των 23 ετών κατά το ποσοστό που θα επιβαρύνετο το ασφάλιστρο εάν είχε συμφωνηθεί και αυτή η κάλυψη. Συνομολόγηση της κατάρτισης της συμβάσεως. Απόδειξη της κατάρτισης αυτής με επιμέρους ενέργειες των συμβαλλομένων, παρόλο που το ασφαλιστήριο δεν έφερε τις υπογραφές τους. Παρεμπίπτουσα αγωγή της ασφαλιστικής εταιρείας. Σημείωση Ι. Σ. Σπυριδάκης.
ΕφΑθ 1199/2003
Πρόεδρος: Εμμ. Βασιλάκης
Εισηγήτρια: Χ. Σίμου, Εφέτης
Δικηγόροι: Α. Πεσματζόγλου, Ν. Κόρδης, Χ. Καραμανώφ
Το αυτοκινητικό ατύχημα, κατά το οποίο τραυματίστηκε ο ενάγων και ήδη εκκαλών και εφεσίβλητος, οφείλεται σε υπαιτιότητα του πριώτου εναγομένου, (εκκαλούντος και εφεσιβλήτου), Χ.Α., ο οποίος οδηγώντας το αυτοκίνητο, συνιδιοκτησίας των Ν.Α, και Δ.Α, που ήταν που ήταν ασφαλισμένο, για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγομένη, ασφαλιστική εταιρία, και ήδη εκκαλούσα και εφεσίβλητη, στην παραπάνω εθνική οδό με κατεύθυνση από Πάτρα προς Αθήνα, έβαινε με υπερβολική για τις συγκεκριμένες περιστάσεις ταχύτητα περιορισμένη ορατότητα λόγω νύχτας, στροφή αριστερή, ολισθερό οδόστρωμα λόγω βροχής), με συνέπεια να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου, το οποίο αφού εξέκλινε της πορείας του εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και προσέκρουσε στα προστατευτικά κιγκλιδώματα, που υπήρχαν στο δεξιό άκρο, του προς Πάτρα ρεύματος κυκλοφορίας της οδού, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία και δεν προσβάλλεται για την κρίση της αυτή από κανένα διάδικο μέρος. Ο εκκαλών-ενάγων τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό του πόδι, λόγω της σοβαρότητας του τραυματισμού του (βαρύ επιπλεγμένο κάταγμα αρ. κνήμης) έγινε ακρωτηριασμός του αριστερού ποδιού του κάτω από το γόνατο, για το λόγο δε αυτό κρίθηκε ανάπηρος από την πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή του νομού Κορινθίας σε ποσοστό 67% και ως εκ τούτου και ανίκανος για κάθε εργασία επί δύο χρόνια (βλ. τη με αριθ. πρωτ. 179/23.2.2000 γνωμάτευση της ως άνω επιτροπής) ήτοι από 23.2.2000 και εντεύθεν. Εξαιτίας του ως άνω τραυματισμού του αυτός νοσηλεύθηκε στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Κορίνθου από 22.1.2000 μέχρι 28.1.2000. Λόγω της κατάστασής του αυτής, μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο είχε ανάγκη από τη βοήθεια τρίτου εκπροσώπου, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, γι` αυτό αναγκάσθηκε να προσλάβει, την Ε.Α. στην οποία κατέβαλε το ποσό των 150.000 δρχ. μηναίως και για το χρονικό διάστημα από 1.2.2000 μέχρι 30.6.2000 το οποίο κρίνεται εύλογο το συνολικό ποσό των 750.000 δρχ. (ήτοι 5 μήνες Χ 150.000). Επίσης αποδεικνύεται ότι αυτός απαιτείται να δαπανήσει για την τοποθέτηση πρόθεσης (τεχνητού μέλους) το ποσό των 3.600.000 δρχ. Το ποσό αυτό δικαιούται να απαιτήσει αυτός έστω και αν δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη η σχετική δαπάνη (βλ. ΕΑ 1291/93 ΕΣΔ 1993,254, ΕΑ 2637/98, 9687/2001 αδημ). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του δέχθηκε ότι ο εκκαλών-εφεσίβλητος δαπάνησε για την πρόσληψη οικιακής βοηθού το παραπάνω, ποσό, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντα και τον τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας απορριπτέα ως αβάσιμα. Εσφαλε όμως το ίδιο Δικαστήριο, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων που απέρριψε με την ίδια απόφασή του το κονδύλιο της αγωγής για τη δαπάνη τοποθέτησης τεχνητού μέλους, στο πόδι του ενάγοντος, στο μέλλον, κατά το βάσιμο περί τούτου τρίτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος.
Oπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 914, 929, 928 ΑΚ, στην αποζημίωση την οποία δικαιούται ο υποστάς παράνομη βλάβη του σήματος ή της υγείας του περιλαμβάνεται και το διαφυγόν κέρδος οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον) δηλαδή το κέρδος εκείνο το οποίο θα αποκόμιζε ο υποστάς την ανικανότητα, εάν δεν καθίστατο ανίκανος, όχι όμως το τυχαίο και απροσδόκητο ή το απλώς ενδεχόμενο κέρδος, αλλά το μετά πιθανότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή ως προσδοκώμενο από τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα. Σε τούτο δεν περιλαμβάνεται ό,τι ο παθών θα αποκέρδαινε κατά τρόπο αντιβαίνοντα σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή τα χρηστά ήθη, διότι τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος περί κέρδους προσδοκώμενου κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (βλ. Μπαλή, ΕνoxΔΙK έκδ. Γ` παρ. 23, Καυκά, ΕνοxΔΙK έκδ. Γ υπ` αριθ. 914 σελ. 663, ΕφΠειρ 438/82 ΝοΒ 30, 1098). Εξάλλου η έννομη τάξη, προς αποτροπή επιβλαβών για το κοινωνικό σύνολο επιδράσεων από την άσκηση της γενικής ατομικής ελευθερίας, εξάρτησε την άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων, ιδίως επαγγελματικών, από προηγουμενη διοικητική άδεια ή από προηγούμενες ουσιαστικές προϋποθέσεις, που να συντρέχουν στο πρόσωπο του εργαζομένου. Ετσι κατά το άρθρο 14 της ΑΙΒ/1461/14.12.1981/8.2.1982 αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (βλ. και άρθ. 14 της Α/8577/8.9.83 απόφαση Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας-ΦΕΚ 262, Τ.Β) που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ΑΝ 2520/1940 και του Π.Δ. 544/77, όσοι απασχολούνται με οποιαδήποτε σχέση σε ξενοδοχεία, δημόσια λουτρά….. εστιατόρια, καφενεία και άλλες επιχειρήσεις υγειονομικου ενδιαφέροντος, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινο, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του δεν πάσχει από μεταδοτικό νόσημα (φυματίωση, τράχωμα, έκδηλες δερματοπάθειες κλπ) και δεν είναι φορέας εντερικών παθογόνων μικροβίων, ιών και παρασίτων (παρ. 1) και να υποβάλλονται σε επανεξέταση και να θεωρούν το βιβλιάριο αυτό μετά πάροδο έτους από της τελευταίας θεωρήσεως ή και λιγότερο, όταν κατά την κρίση της υγειονομικής υπηρεσίας επιβάλλεται αυτό. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο εφοδιασμός των πιο πάνω υπαλλήλων με βιβλιάρια υγείας και η θεώρηση των βιβλιαρίων αυτών, εφόσον αποσκοπούν στην προστασία της δημόσιας υγείας για λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, αποτελούν ουσιώδη προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος τους οι νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του
συγκεκριμένου επαγγέλματος. Κατόπιν των ανωτέρω, ενόψει και των άρθρων 111 παρ. 2 και 216 παρ. 1 α ΚΠολΔ, για την εναγομένη στην προδικασία και εντεύθεν αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενη πληρότητα της αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση, περιλαμβάνουσα το κέρδος το οποίο ο παρανόμως βλαβείς στο σώμα του και ανίκανος προς εργασία καταστάς, θα απεκόμιζε κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων από την άσκηση επαγγέλματος εξαρτημένου εκ προηγουμένων ουσιαστικών προϋποθέσεων, που τάσσονται από το νόμο, οφείλει ο ενάγων να επικαλεσθεί είτε ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος κατά το χρόνο του ατυχήματος, είτε ότι θα αποκτούσε τις προϋποθέσεις αυτές κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Αν δεν εκτίθενται στην αγωγή τα παραπάνω) στοιχεία αυτή είναι αόριστη (βλ Αθ. Kρητικό, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. Γ` αρ. 44, σελ. 19, πρβλ. και ΕΑ 9825/95 Δνη 38, 1872, ΕΠειρ 438/82 ΝοΒ 30, 1098). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων και ήδη εκκαλών και εφεσίβλητος, στην ένδικη αγωγή του εκθέτει ότι, συνεπεία του τραυματισμού του στο ένδικο ατύχημα κατέστη ανάπηρος και ανίκανος ως εκ τούτου προς εργασία και (άσκηση του επαγγέλματος του σερβιτόρου “Καφέ-ΒAR, το οποίο ασκούσε πριν από τον τραυματισμό του και θα ασκούσε και στο μέλλον αν δεν μεσολαβούσε ο τραυματισμός του και έτσι απώλεσε κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, από 23.1.2000 μέχρι και την άσκηση της αγωγής (30.9.2000) το συνολικό ποσό των 8.624.000 δρχ., το οποίο θα απεκόμιζε, με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων από το πιο πάνω επάγγελμά του, αν δεν μεσολαβούσε ο κατά το ατύχημα τραυματισμός του και η εξ αυτού ανικανότητά του προς εργασία. Ομως ως προς το αίτημα αυτό η αγωγή του, σύμφωνα με όσα αμέσως πιο πάνω αναφέρονται, είναι αόριστη και απορριπτέα, αφού δεν αναφέρεται στο δικόγραφό της ότι ο ενάγων είχε εφοδιαστεί με το προβλεπόμενο από τις προαναφερθείσες διατάξεις βιβλιάριο υγείας, προς άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος του σερβιτόρου, ή ότι αυτός έχοντας τις νόμιμες προϋποθέσεις θα αποκτούσε και θα διατηρούσε το βιβλιάριο αυτό και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Επομένως, εσφαλμένα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή του, ως προς το αίτημά της αυτό, ορισμένη και, εν μέρει, βάσιμη κατ` ουσίαν, μολονότι δεν περιείχε πλήρη έκθεση των για τη θεμελίωση της απαιτουμένων πραγματικών γεγονότων, και συνεπώς έπρεπε να απορρίψει το αίτημα αυτό ως αόριστο, κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο της έφεσης της εναγομένης. Κατόπιν αυτού καθίσταται πλέον αλυσιτελής η έρευνα του λόγου της έφεσης του ενάγοντος με τον οποίο αυτός παραπονείται για την εν μέρει μόνο παραδοχή της αγωγής του κατά το περί διφυγόντων εισοδημάτων του αίτημά της.
Περαιτέρω, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, του βαθμού πταίσματος του εναγομένου οδηγού (κρίθηκε αποκλειστικά υπαίτιος), στο αυτοκίνητο του οποίου επέβαινε ο ενάγων-εκκαλών και εφεσίβλητος-
αντεφεσίβλητος, του είδους και της έκτασης της σωματικής βλάβης που υπέστη ο τελευταίος, ο οποίος ήταν ηλικίας τότε 24 ετών και ο οποίος κατέστη μονίμως ανάπηρος εξαιτίας του τραυματισμού του, του σωματικού και ψυχικού πόνου που δοκίμασε και δοκιμάζει εκ της αιτίας αυτής, της κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης των μερών (φυσικών προσώπων), αυτός (ενάγων) υπέστη ηθική βλάβη, για την αντικατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικαστεί, ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 30.000.000 δρχ. το οποίο με βάση τα κατά νόμο στοιχεία (άρθ. 932 ΑΚ) κρίνεται εύλογο, όπως ορθά έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της έφεσης του ενάγοντος και αντέφεσης της εναγομένης απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξάλλoυ ο ως άνω βαρύς τραυματισμός, κατέστησε αυτόν, όπως και πιο πάνω) αναφέρεται, ανάπηρο σε ποσοστό 67%, για όλη του τη ζωή. Η μόνιμη αυτή αναπηρία του θα επιδρά οπωσδήποτε στο μέλλον του, κοινωνικό και οικονομικό, αφού θα επιφέρει μείωση της προσωπικότητάς του και θα αποτελεί σοβαρό εμπόδιο προς εργασία και ιδιαίτερα στην ενασχόλησή του με την αμπελοκαλλιέργεια, με την οποία, όπως αποδεικνύεται από την από 4.6.1997 δήλωσή του προς το Υπουργείο Γεωργίας, ασχολείτο πριν το ατύχημα. Για το λόγο αυτό, προς αντιμετώπιση όλων αυτών των δυσμενών επιπτώσεων, πρέπει να του επιδικασθεί, ως αποζημίωση το ποσό των 15.000.000 δρχ., σύμφωνα με το άρθρο 931 ΑΚ, η οποία (αποζημίωση) είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από άλλες αξιώσεις αποζημιώσεως βάσει, των διατάξεων 929 και 932 ΑΚ (ΑΠ 839/93 Δνη 36, 134) όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα ως προς το ύψος της αποζημιώσεως με το σχετικό λόγο της έφεσης του εναγόμενου απορριπτέα ως αβάσιμα. Επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο λόγος της εφέσεως της εναγομένης, περί αοριστίας του εν λόγω κονδυλίου της αγωγής, διότι αυτό είναι επαρκώς ορισμένο, καθώς και περί του ότι το άρθρο 931 ΑΚ δεν θεμελιώνει αυτοτελή αξίωση. Κατ` ακολουθίαν των παραπάνω, πρέπει, η μεν αντέφεση της εναγομένης, μετά την απόρριψη του μοναδικού λόγου αυτός, να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, ενώ, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος και του δευτέρου λόγου της εναγομένης, που κρίθηκαν βάσιμοι, να γίνουν δεκτές, ως και κατ` ουσίαν βάσιμες οι εφέσεις και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το μέρος που έκρινε επί της από 30.9.2000 (κύριας) αγωγής στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτελέσεως και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο για ουσιαστική εκδίκαση (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν δεκτά τα παραπάνω κονδύλια της αγωγής, για τα ποσά που αναιρέρθηκαν και αφού ενσωματωθεί και το μέρος της αποφάσεως που δεν προσβάλλεται με τις εφέσεις πρέπει να γίνει και πάλι δεκτή εν μέρει η αγωγή αυτή για το συνολικό ποσό των 50.622.000 δρχ. (ήτοι 750.000 + 3.600.000 + 30.000.000 + 15.000.000 + 756.000 για προσωρινή πρόθεση κνήμης + 300.000 για προσαρμογή πρόθεσης + 6.000 για αγορά βακτηρίων + 180.000 για βελτιωμένη διατροφή + 30.000 για την καταστροφή των ενδυμάτων του). Από το παραπάνω ποσό, μέρος αυτού εκ δραχμών 35.622.000 πρέπει να του επιδικαστεί καταψηφιστικώς, ενώ το υπόλοιπο εκ δρχ. 15.000.000, που αφορά αποζημίωση κατά το άρθρο 931 ΑΚ, πρέπει να του επιδικαστεί αναγνωριστικώς, μετά το νόμιμο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωγριστικό, (ως προς το εν λόγω) κονδύλιο, κατά την πρωτόδικη δίκη. Στη σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 926, 927, 481, 482 ΑΚ και 4,9 του ν. ΓλN/1911 καταδίκασε το δεύτερο εναγόμενο, Ν.Α., να καταβάλει στον ενάγοντα την επιδικασθείσα αποζημίωση, μόνο κατά την αναλογία του ποσοστού συνιδιοκτησίας του επί του ζημιογόνου αυτοκινήτου (δηλ. κατά 50%), ενώ αυτός σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις ευθύνεται εις ολόκληρο μετά των λοιπών εναγομένων για ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης (βλ. Α. Κρητικό, Αποζημίωση από τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα αριθ. 1016) και το αίτημα της αγωγής ήταν να καταδικασθούν όλοι οι εναγόμενοι, εις ολόκληρο. Oμως παρά το σφάλμα αυτό του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο τούτο, δεσμευμένο από το άρθρο 522 ΚΠολΔ, δεν μπορεί να εξετάσει, αυτεπαγγέλτως το σφάλμα αυτό της εκκαλουμένης και να εξαφανίσει και μεταρρυθμίσει αυτήν, ως προς την εν λόγω διάταξή της, διότι δεν προσβάλλεται, αυτή κατά τούτο με τις εφέσεις (βλ. ΑΠ 522/83 Δικ 25,904, ΑΠ 192/98 Δνη 39. 842, ΑΠ 1410/98 Δνη 40, 119). Συνεπώς ο εναγόμενος αυτός (δεύτερος) θα υποχρεωθεί να καταβάλει, εις ολόκληρο μετά των λούπων, μόνο το 50% της επιδικασθείσας αποζημίωσης, όπως και πρωτοδίκως. Κατόπιν αυτών πρέπει α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρο, ο δε δεύτερος μέχρι το 50%, το ποσό των 104.540 ευρώ (ήτοι 35.622.000 δρχ.) και β) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν επίσης να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρο, ο δε δεύτερος, μέχρι το 50% το ποσό των 44.020,55 ευρώ (ήτοι 15.000.000 δρχ.), όλα δε τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επιδόσεως της αγωγής. Επίσης οι εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρ. 176, 178, 183 ΚΠολΔ).
Από τα άρθρα 189 και επομ. του ΕμπΝ προκύπτει, ότι η σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως της ασφαλίσεως προϋποθέτει πρόταση των αντισυμβαλλομένων και αποδοχή του ασφαλιστή. Η ασφαλιστική σύμβαση καταρτίζεται με απλή συναίνεση των μερών και λογίζεται καταρτισμένη αφότου ο ασφαλιστής αποδεχθεί την περί ασφαλίσεως πρόταση. Η αποδοχή μπορεί να εκδηλωθεί και σιωπηρώς, όπως με την αποστολή του ασφαλιστηρίου εγγράφου, την έκδοση της βεβαιώσεως ασφαλίσεως, την με οποιονδήποτε τρόπο ειδοποίηση κ.λ.π. Το ασφαλιστήριο αποτελεί αποδεικτικό και όχι ουσιαστικό της σύμβασης έγγραφο, εκδίδεται δε από τον ασφαλιστή. Συνέπεια του αποδεικτικού χαρακτήρα του ασφαλιστηρίου είναι ότι μεταξύ των συμβληθέντων δεν χωρεί απόδειξη με μάρτυρες, εκτός αν το έγγραφο χάθηκε (άρθ. 394 παρ. 2 ΚΠολΔ). Αν δεν συνταγεί έγγραφο, η σύμβαση μεταξύ των μερών αποδεικνύεται με όρκο ή ομολογία (ΑΠ 657/01 Δνη 42 1556, ΑΠ. 1650/01 Δνη 43,1040 κ.ά.). Οι περιεχόμενοι σ` αυτό γενικοί και ειδικοί όροι από τους οποίους οι ειδικοί επικρατούν των γενικών, δεσμεύων τον ασφαλισμένο και όταν ακόμη δεν το υπέγραφε, εφόσον αποδεικνύεται η κατ` άλλο τρόπο αποδοχή της σύμβασης, όπως η παραλαβή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου από τον ασφαλισμένο, η παραλαβή του ειδικού σήματος και της βεβαιώσεως ασφάλισης του αυτοκινήτου, η καταβολή των ασφαλίστρων, η δήλωση του ατυχήματος στον ασφαλιστή Κ.α. (ΑΠ 657/01, 1050/01 όπ.π., 525/01 Δνη 42, 1558). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα-εναγομένη, στην κυρία αγωγή, ασφαλιστική εταιρία, την από 28.5.2001 παρεμπίπτουσα αγωγή της (αναγωγή) κατά των ασφαλισμένων, συνιδιοκτητών του ζημιογόνου, κατά το προαναφερθέν ατύχημα, αυτοκινήτου και του οδηγού αυτού, με την οποία ζητεί να υποχρεωθούν οι πιο πάνω εναγόμενοι και ήδη εφεσίβλητοι εις ολόκληρο, να της καταβάλουν ως αποζημίωση, ποσοστό ίσο με το 30% της όλης ζημίας που προκλήθηκε από το ατύχημα στον παθόντα κατά το ατύχημα (ενάγοντα), στηρίζει στην εκ μέρους των ασφαλισμένων παράβαση των όρων της μεταξύ τους υφισταμένης υπ` αριθ. 6109521/17.2.1999 ασφαλιστικής σύμβασης, δυνάμει της οποίας αυτή είχε ασφαλίσει το πιο πάνω όχημά τους, κατόπιν της από 2.2.1999 αιτήσεως προτάσεως ασφαλίσεως, που υποβλήθηκε προς αυτήν από τον πρώτο εναγόμενο-εφεσίβλητο Ν.Α., για το χρονικό διάστημα από 10.2.99 μέχρι 10.2.2000. Και συγκεκριμένα του όρου 9 παρ. 7 του ασφαλιστηρίου περί μειωμένης κάλυψης, στην περίπτωση οδηγήσεως του οχήματος από οδηγό ηλικίας κάτω) των 23 ετών, κατά ποσοστό ίσο με αυτό που θα επιβαρύνετο το ασφάλιστρο αν είχε συμφωνηθεί η κάλυψη της περιπτώσεως αυτής με βάση το ισχύον τιμολόγιο της εταιρίας. Σύμφωνα δε με το τιμολόγιο αυτής (εκκαλούσας) το επασφάλιστρο για την παραπάνω περίπτωση, ορίζεται σε 30% επί πλέον των καταβαλλομένων ασφαλίστρων, σε περίπτωση που ο κάτω των 23 ετών οδηγός έχει δίπλωμα οδηγήσεως ερασιτεχνικό. Οι εναγόμενοι συνομολογούν ρητώς την κατάρτιση της παραπάνω ασφαλιστικής συμβάσεως, των όρων της οποίας έλαβαν γνώση δια της παραλαβής του ασφαλιστηρίου και της βεβαιώσεως ασφαλίσεως από την εκκαλούσα, και τους οποίους αποδέχθηκαν αυτοί, κάνοντας χρήση των δικαιωμάτων τους από τη σύμβαση, με την κατάθεση
της βεβαιώσεως ασφαλίσεως, μετά το ατύχημα, στο Αστυνομικό τμήμα Ξυλοκάστρου και την υποβολή της από 22.1.2000 δηλώσεως ατυχήματος προς την εκκαλούσα. Εξάλλου το γεγονός ότι ο οδηγός του ασφαλισμένου οχήματος κατά το ατύχημα, Χ.Α., ήταν τότε ηλικίας 21 ετών και είχε δίπλωμα ικανότητας οδηγήσεως ερασιτεχνικής κατηγορίας συνομολογείται. Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν η εν λόγω παρεμπίπτουσα αγωγή αποδεικνύεται και ουσιαστικά βάσιμη, γι` αυτό έπρεπε να γίνει, δεκτή κατ` ουσίαν. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε, ορθώς, νόμιμη την αγωγή αυτή, την απέρριψε κατ` ουσίαν, με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε γνώση του πιο πάνω όρου εξαιρέσεως εκ μέρους των ασφαλισμένων επειδή το ασφαλιστήριο δεν έφερε τις υπογραφές των συμβαλλομένων. Ετσι όμως που έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, αφού η κατάρτιση της συμβάσεως συνομολογείται, εκ μέρους των διαδίκων και η γνώση και αποδοχή όλων των όρων της συμβάσεως αποδεικνύεται με τις παραπάνω αναφερόμενες ενέργειες των εφεσιβλήτων-
ασφαλισμένων (παραλαβή ασφαλιστηρίου, υποβολή δηλώσεως ατυχήματος κτλ). Συνεπώς, κατά παραδοχή ως ουσία βασίμου του σχετικού λόγου εφέσεως της παρεμπιπτόντως ενάγουσας πρέπει να γίνει, δεκτή η έφεσή της, κατά το μέρος που αφορά την παρεμπίπτουσα αγωγή της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση και ερευνηθεί κατ` ουσία η παρεμπίπτουσα αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή ως και κατ` ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, να καταβάλουν, εις ολόκληρο, στην ενάγουσα ποσό ίσο με το 30% του ποσού που θα καταβάλει αυτή στον ενάγοντα (παθόντα) της κύριας αγωγής, συμπεριλαμβανομένου του κεφαλαίου, των τόκων και εξόδων με το νόμιμο τόκο απ1ό την επομένη της καταβολής (βλ. Α. Κρητικό: όπ.π., αριθ. 1987, σελ. 697) καθώς και τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (αρθ. 176,183 ΚΠολΔ).