Πολιτική δικονομία. Λόγος αναίρεσης εκ του άρθ. 9 αρ. 559 ΚΠολΔ. Ίδρυση του λόγου αυτού, εφόσον το Εφετείο διέγνωσε μεν ελλιπή καταβολή της αποζημιώσεως απολύσεως του ενάγοντα, πλην όμως, χωρίς να δεχθεί ότι η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως του ήταν έγκυρη, παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματος για αναγνώριση της ακυρότητας αυτής, αφήνοντας έτσι αδίκαστο το αντίστοιχο αγωγικό αίτημα, το οποίο αποτελούσε πρόκριμα για το αίτημα επιδίκασης μισθών υπερημερίας, που είχαν επιδικαστεί στον ενάγοντα με την πρωτόδικη απόφαση. Περαιτέρω, η συμπλήρωση της αποζημιώσεως προϋπέθετε έγκυρη καταγγελία ή, πάντως, αποδοχή του αποτελέσματος αυτής εκ μέρους του εργαζομένου. Χωρίς ανάλογη παραδοχή, το επικουρικό αίτημα της αγωγής, για καταβολή της διαφοράς μεταξύ της πράγματι οφειλόμενης και της καταβληθείσας αποζημιώσεως, δεν μπορούσε να ενεργοποιηθεί και θεωρείτο ως μη υποβληθέν. (Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 2078/2007 απόφαση ΕφΑθηνών).

787/2013 ΑΠ ( 627315)

 

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

 
 Αριθμός 787/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2` Πολιτικό Τμήμα

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Αθηναίο, Δημήτριο Μουστάκα, Νικόλαο Τρούσα και Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αρεοπαγίτες.

 ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

 Του αναιρεσείοντος: Κ. Α. του Δ., κατοίκου ...... ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ομηρου Πεσματζόγλου και κατέθεσε προτάσεις.

 Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "..........", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Περράκη και κατέθεσε προτάσεις.

 Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/7/2003 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1336/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και οι 3252/2006 μη οριστική και 2078/2007 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22/3/2010 αίτησή του.

 Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Αγγελική Αλειφεροπούλου ανέγνωσε την από 8/3/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στην σύνθεση του παρόντος δικαστηρίου Αρεοπαγίτη Χριστόφορου Κοσμίδη, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η από 22- 3-2010 αίτηση του Κ. Α. κατά της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "....", περί αναιρέσεως της 2078/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

 Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 9 και 14 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε (Κ.Πολ.Δ. 559 αριθ. 9 περ. α`) ή άφησε αίτηση αδίκαστη (Κ.Πολ.Δ. 559 αριθ. 9 περ. γ`) ή παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο (Κ.Πολ.Δ. 559 αριθ. 14 περ. γ`).- Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, εργαζόμενος, κατ` ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, εκθέτει, ότι με την από 1-7-2003 αγωγή του κατά της αναιρεσίβλητης, εργοδοτρίας του, είχε ισχυρισθεί, ότι η εκ μέρους της τελευταίας από 30-4-2003 καταγγελία της μεταξύ τούτων συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έγινε χωρίς η αναιρεσίβλητη να καταβάλει προς αυτόν ολόκληρη την οφειλόμενη αποζημίωση και ότι, πέραν των λοιπών αγωγικών αιτημάτων του, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας αναιρετικής δίκης, είχε ζητήσει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της άνω καταγγελίας για το λόγο αυτό (άρθρ. 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955) και να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη, που δεν αποδεχόταν έκτοτε τις υπηρεσίες του, να καταβάλει σ` αυτόν μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1-5-2003 μέχρι 31-12-2003, συνολικού ποσού 8.262 ευρώ, υπολογιζόμενους σύμφωνα με το τεκμαρτό ημερομίσθιο του Ι.Κ.Α., που ίσχυε τότε για τους σερβιτόρους, προσαυξανόμενο με τα επιδόματα συζύγου, επαγγελματικής σχολής και τριετιών, επικουρικά δε, για την περίπτωση που η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως ήθελε κριθεί έγκυρη, να του επιδικασθεί η διαφορά μεταξύ της οφειλόμενης και της καταβληθείσας ελλιπούς αποζημιώσεως απολύσεως. Ακόμη, ο αναιρεσείων εκθέτει, ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αν και έκρινε, ότι κατά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας δεν είχε καταβληθεί προς αυτόν η πράγματι οφειλόμενη αποζημίωση υπαλλήλου, την οποία προσδιόρισε, αλλά εκείνη του εργατοτεχνίτη, η οποία ήταν χαμηλότερη, παρά ταύτα α) παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματός του για αναγνώριση της ακυρότητας της από 30-4-2003 καταγγελίας, β) απέρριψε, ως απαράδεκτο, το αίτημα επιδικάσεως μισθών υπερημερίας, λόγω αοριστίας, με την αιτιολογία ότι στην αγωγή δεν γινόταν αναφορά ούτε των καθαρών εισπράξεων της επιχείρησης της αναιρεσίβλητης κατά τους τελευταίους δύο μήνες της απασχόλησης του αναιρεσείοντος σ` αυτήν ούτε του αριθμού των σερβιτόρων και βοηθών, που απασχολούνταν παράλληλα με αυτόν, προκειμένου ο υπολογισμός των αποδοχών του να γίνει σε ποσοστό επί των εισπράξεων και γ) επιδίκασε στον αναιρεσείοντα τη διαφορά μεταξύ της πράγματι οφειλόμενης και της καταβληθείσας αποζημιώσεως, παρά το γεγονός ότι αυτή είχε ζητηθεί επικουρικά, ήτοι μόνο για την περίπτωση που η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ήθελε κριθεί έγκυρη. Από την παραδεκτή επισκόπηση από τον Αρειο Πάγο των διαδικαστικών εγγράφων της παρούσας υποθέσεως (άρθρ. 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.) προκύπτουν τα ακόλουθα: Αίτημα της από 1-7-2003 αγωγής του αναιρεσείοντος κατά της αναιρεσίβλητης ήταν, μεταξύ άλλων, και η αναγνώριση της ακυρότητας της από 30-4-2003 καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως του πρώτου εκ μέρους της δεύτερης, λόγω μη καταβολής πλήρους της οφειλόμενης αποζημιώσεως απολύσεως. Το Εφετείο, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση, διέγνωσε ελλιπή καταβολή της αποζημιώσεως, πλην όμως, χωρίς να δεχθεί, ότι η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως του αναιρεσείοντος ήταν έγκυρη, παρέλειψε να αποφανθεί με την προσβαλλόμενη απόφασή του επί του αιτήματος για αναγνώριση της ακυρότητας αυτής, αφήνοντας έτσι αδίκαστο το αντίστοιχο αγωγικό αίτημα, το οποίο είχε μεταβιβασθεί ενώπιόν του, αφού βρισκόταν εντός των ορίων της από 22-7-2005 εφέσεως της εναγομένης, με την οποία, μεταξύ άλλων, επλήττετο και το κεφάλαιο των μισθών υπερημερίας, που είχαν επιδικασθεί πρωτοδίκως υπέρ του αντιδίκου της (ήδη αναιρεσείοντος), ως συνέπεια της ρητής αναγνώρισης στο σκεπτικό της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με προσόντα διατακτικού, της ακυρότητας της επίδικης καταγγελίας, η οποία αποτελούσε προκριματικό ζήτημα και απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση του σχετικού κονδυλίου (των μισθών υπερημερίας). Περαιτέρω, η συμπλήρωση της αποζημιώσεως προϋπέθετε έγκυρη καταγγελία ή, πάντως, αποδοχή του αποτελέσματος αυτής εκ μέρους του αναιρεσείοντος, εργαζομένου. Χωρίς ανάλογη παραδοχή, το επικουρικό αίτημα της αγωγής, για καταβολή της διαφοράς μεταξύ της πράγματι οφειλόμενης και της καταβληθείσας αποζημιώσεως, δεν μπορούσε να ενεργοποιηθεί και θεωρείτο ως μη υποβληθέν. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε εξουσία να το ερευνήσει, πλην όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε το παραπάνω επικουρικό αίτημα και υποχρέωσε την ήδη αναιρεσίβλητη να καταβάλει στον ήδη αναιρεσείοντα, εκτός άλλων, την κατά τις παραδοχές της διαφορά αποζημιώσεως απολύσεως ποσού 882,56 ευρώ, επιδικάζοντας έτσι, ενόψει των ανωτέρω, κάτι που δεν ζητήθηκε. Τέλος, κατά τη διατύπωση του αιτήματος καταβολής μισθών υπερημερίας, ο αναιρεσείων έκανε τους σχετικούς υπολογισμούς με βάση το τεκμαρτό ημερομίσθιο του Ι.Κ.Α., που εν προκειμένω ήταν το ελάχιστο νόμιμο και όχι με το τυχόν υπέρτερο, που ενδεχομένως προέκυπτε σύμφωνα με τον σε ποσοστά επί των καθαρών εισπράξεων και σε συνάρτηση με τον αριθμό των σερβιτόρων και βοηθών της επιχείρησης προσδιορισμό των αποδοχών του. Ενόψει τούτων, το εν λόγω αίτημα προσδιοριζόταν επαρκώς στο αγωγικό δικόγραφο και το Δικαστήριο της ουσίας, που το απέρριψε ως αόριστο, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως, στο σύνολό του, καθώς και ο δεύτερος λόγος αυτής, κατά το οικείο μέρος του, με τους οποίους επισημαίνονται οι ανωτέρω παραβάσεις και προβάλλονται οι αναιρετικές πλημμέλειες (κατ` ορθή υπαγωγή, βάσει του περιεχομένου τους) του άρθρου 559 αριθ. 9 και 14 Κ.Πολ.Δ., είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατ` ακολουθία τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τα προδιαληφθέντα μέρη, δηλαδή ως προς όλα τα πληττόμενα με την υπό κρίση αίτηση κεφάλαιά της, που αναφέρονται στις αγωγικές αξιώσεις για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της επίδικης εργασιακής συμβάσεως, για μισθούς υπερημερίας και για διαφορά αποζημιώσεως απολύσεως, στη συνέχεια δε, αφού, μετά την παραδοχή των πιο πάνω λόγων, παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα του δεύτερου και τελευταίου λόγου αυτής, ως προς το σκέλος του, με το οποίο προσάπτεται στην εν λόγω απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, προς περαιτέρω εκδίκαση, ενόψει του ότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, μετά την κατά τα άνω παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Αναιρεί, εν μέρει, την 2078/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό μέρη της.

 Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά τα ως άνω αναιρούμενα μέρη, στο Εφετείο Αθηνών, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

 Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.

 Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2013.

 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Απριλίου 2013.

 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 Ρ.Κ.