Διαζύγιο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης. Αντικείμενο της δίκης διαζυγίου δεν είναι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου

Η υπ’ αριθμ. 2/2017 απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσων πραγματεύεται το ζήτημα της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος στην άσκηση έφεσης, ενώ ορίζει πως αντικείμενο της δίκης διαζυγίου δεν είναι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου. Επί δε συνεκδίκασης αντίθετων αγωγών διαζυγίου με αίτημα την λύση του γάμου, ο διάδικος του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση. Διότι η έννομη συνέπεια που επεδίωξε, δηλαδή η λύση του γάμου ήδη επήλθε. Το γεγονός ότι η απόφαση περιέχει δυσμενείς αιτιολογίες, επειδή δέχτηκε ότι ο ισχυρός κλονισμός επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν το πρόσωπο του εκκαλούντος δεν αρκεί. Εξάλλου το δεδικασμένο δεν καταλαμβάνει τα επί μέρους κλονιστικά της έγγαμης συμβίωσης γεγονότα ούτε το ζήτημα της υπαιτιότητας ως προς τον κλονισμό.
Ειδικότερα, στην ως άνω απόφαση διατυπώνονται τα κάτωθι: «Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 του Α.Κ., καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσον ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης και προσδιορίζονται γενικώς όρια εντός των οποίων θα κινηθεί ο δικαστής χωρίς να τίθεται η υπαιτιότητα ως βάση του ισχυρού κλονισμού. Επομένως, τα γεγονότα που μπορούν να προκαλέσουν ισχυρό κλονισμό μπορεί να είναι και ανυπαίτια ή ακόμη και μη καταλογιστά, δεν έχει δε σημασία ποιος από τους δύο συζύγους δημιούργησε πρώτος τον λόγο κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης. Υπό την έννοια αυτή, αν το κλονιστικό περιστατικό αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως του ποιον από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξη του και του εάν υπάρχει υπαιτιότητα μόνον στο πρόσωπο του ενός των συζύγων. Το ότι για την λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο εάν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, αφού το δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου σε καμία περίπτωση δεν επεκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας. Συνέπεια των ανωτέρω παραδοχών είναι ότι η απόφαση που απαγγέλει τη λύση του γάμου δεν αποτελεί δεδικασμένο ούτε ως προς την ύπαρξη καθ` εαυτή των επί μέρους πραγματικών περιστατικών τα οποία επέφεραν τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης, εφ` όσον το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση ή στο δικαίωμα που κρίθηκε τελεσιδίκως (ΚΠολΔ 322, 324) ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για τον κλονισμό αυτό, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου, τα δε ζητήματα υπαιτιότητας κρίνονται αυτοτελώς στην δίκη διατροφής.Στην πραγματικότητα δηλαδή, αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι, όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου του που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου.Κατά συνέπεια, στην περίπτωση συνεκδικάσεως αντιθέτων αγωγών διαζυγίου, με τις οποίες καθένας από τους συζύγους ζητεί την λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της σχέσης, εάν η μία από αυτές (αγωγές) γίνει δεκτή και η άλλη απορριφθεί, είναι προφανές ότι ο διάδικος του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε δεν έχει έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 68, 516 παρ. 2 και 556 παρ. 2 ΚΠολΔ, να ασκήσει έφεση ή αναίρεση κατά της πρωτόδικης ή της τελεσίδικης αποφάσεως και να ζητήσει την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου και να γίνει δεκτή η δική του αγωγή, καθ’ όσον η έννομη συνέπεια την οποία και ο ίδιος επεδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, αποτέλεσμα στο οποίο και αυτός εμμένει, έχει ήδη επέλθει, ως εκ τούτου δε, το εκατέ¬ρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία του διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, που συγκροτούν όμως τον ίδιο λόγο, ήτοι αυτόν του αντικειμενικού κλονισμού του γάμου(326/2010, ΝοΒ 2010.1752, ΑΠ 1055/2009, ΑΠ 2351/2009). Το γεγονός δε, ότι η απόφαση μπορεί να περιέχει δυσμενείς για τον καθένα αιτιολογίες, δεχόμενη δηλαδή ότι ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπό του, δεν αρκεί, ενόψει του κατά τα παραπάνω αντικειμένου της δίκης διαζυγίου και του δεδικασμένου της σχετικής απόφασης, καμία δυσμενή επιρροή στα έννομα συμφέροντά του (ΑΠ 50/2013, Τ.Ν.Π.. Νόμος, ΑΠ 1242/2011, ΝοΒ 2012.654, ΑΠ, Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΠειρ 99/2014, ΕφΠειρ 777/2014, Τ.Ν.Π. Νόμος, Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 1439, αρ. 31). Τέλος, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 68, 73, 516 και 532 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης επί της έφεσης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η έλλειψη του δε, συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου της έφεσης ως απαράδεκτου. Ως γενική διαδικαστική προϋπόθεση, το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει για την άσκηση έφεσης και για κάθε έναν από τους λόγους της (ΑΠ 356/2013, Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1092/2013, ΧρΙΔ 2014.37, ΕφΑθ 6060/2013, Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΛαρ 199/2012, Δικογραφία 2012.556, Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 68 αρ. 9,11 και άρθρο 516 αρ. 22, Δ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ [2η έκδ. – 2007], σελ. 356, IV, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ [6η έκδ. – 2009], σελ. 143, αρ. 313, Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 516, αρ. 17, 22)».